Σταύρος Χριστακόπουλος
Ήταν καλύτερα τα πράγματα επί χούντας; Κατά κάποιους... ήταν καλύτερα!
Άλλωστε, στην επταετία, η κοινωνία δεν βρισκόταν σε... «παράκρουση και
απώλεια του προσανατολισμού της», όπως δυστυχώς συμβαίνει σήμερα –
ευτυχώς όμως μας το επισημαίνει διδακτικά ο Πάνος Σώκος στην «Ελευθεροτυπία».Αφορμή για το κείμενό του αποτελεί η δημοσκόπηση της εταιρείας Metron Analysis, την οποία δημοσίευσε χθες η εφημερίδα αυτή και μας πληροφορεί πως το 30% των ερωτηθέντων κρίνει ότι «στη δικτατορία ήταν καλύτερα τα πράγματα απ’ ό,τι σήμερα».
Ένα άλλο θετικό επί χούντας πρέπει να ήταν ότι το πολιτικό σύστημα αδυνατούσε
να παρεμβάλει σοβαρό εμπόδιο στη θεραπεία της ασθενούς Ελλάδος διά του
γύψου και κυρίως στο τιτάνιο έργο της «αποτροπής του κομμουνιστικού
κινδύνου».
Ακόμη περισσότερο η χούντα δεν διανοήθηκε ποτέ να
παρεμβάλει οποιοδήποτε εμπόδιο στις ζητούμενες – από τους ξένους
υποκινητές της χούντας και τους εγχώριους φίλους τους – «μεταρρυθμίσεις», ό,τι και αν αφορούσαν αυτές: ακόμη και την έμπρακτη διευκόλυνση της τουρκικής εισβολής και κατοχής επί της μισής Κύπρου.
Ενώ τώρα, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος συνάδελφος, από τις στήλες της ίδιας εφημερίδας, «το σημερινό πολιτικό σύστημα γυρίζει την πλάτη
στις αλλαγές και στις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα αναθερμάνουν, θα
αναβαφτίσουν, θα ενισχύσουν τη σχέση εμπιστοσύνης κράτους - πολίτη».
Δυστυχώς, λοιπόν, τζάμπα χαλάνε το σάλιο τους οι έρημοι Σόιμπλε και Τόμσεν.
Αν, λοιπόν, θέλουμε να προεκτείνουμε τη σκέψη του
συντάκτη της «Ελευθεροτυπίας», τότε το πρώτο λογικό συμπέρασμα είναι πως
σε αυτές τις «αλλαγές», τις «μεταρρυθμίσεις» και την αναθέρμανση της
«σχέσης εμπιστοσύνης» μεταξύ κράτους και πολίτη προσβλέπουν όσοι,
σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, συμφωνούν πως «στη δικτατορία ήταν καλύτερα
τα πράγματα απ’ ό,τι σήμερα». Και δεν είναι λίγοι: είναι το 30%!
Άλλωστε, όπως μας πληροφορεί ο Π. Σώκος, το εν λόγω δημοσκοπικό εύρημα, εκτός των άλλων, «είναι κατάληξη μιας μακράς διαδρομής, κατά τη διάρκεια της οποίας: το πολιτικό σύστημα βουτά στη διαφθορά, επικρατεί η ατιμωρησία των διεφθαρμένων πολιτικών, η κομματικοποίηση του κράτους απαξιώνει τους θεσμούς, κυριαρχεί το πελατειακό κράτος εις βάρος της αξιοκρατίας, η διαπλοκή οικονομικών συμφερόντων και πολιτικών είναι ο κανόνας».
Αυτή, λοιπόν, η «μακρά διαδρομή», αν και δεν προσδιορίζεται σαφώς, δεν μπορεί να είναι άλλη από την πτώση της χούντας και τη μεταπολίτευση έως σήμερα.
Ποιος μπορεί να διαφωνήσει με το σκεπτικό του συναδέλφου; Είναι άλλωστε πασίγνωστο, για να προεκτείνουμε λίγο ακόμη τη σκέψη του, ότι οι χουνταίοι
● δεν διόριζαν τους συγγενείς τους στο Δημόσιο,
● δεν απαιτούσαν πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων – χωρίς τα οποία δεν μπορούσες όχι να δουλέψεις, αλλά ούτε να ανασάνεις,
● δεν έκλεβαν το δημόσιο χρήμα,
● δεν έκαναν προκλητική επίδειξη πλούτου – εκτός από την επίδειξη ασύλληπτης πολιτιστικής ένδειας,
● δεν έπαιρναν μίζες,
● δεν έδιναν ανεξέλεγκτα τραπεζικά δάνεια σε κολλητούς τους,
● δεν ήταν κολλητοί των μεγαλοεπιχειρηματιών της εποχής και δεν έκαναν τις «δουλειές» τους,
● δεν χειρίστηκαν σκανδαλωδώς καμιά από τις μεγάλες
μπίζνες της περιόδου – που ήταν όχι μόνο πολλές, αλλά και με απίστευτα
λεφτά, κάποιες εκ των οποίων κανείς δεν θα τολμούσε να υπογράψει ούτε
καν τώρα, σε εποχή μνημονίων.
Πολύ λογικό, ίσως, να... μην έχουν συμβεί όλα αυτά, κατά τη γνώμη πάντα όσων βρίσκουν «καλύτερη» τη χούντα. Για τους νοσταλγούς της χούντας ίσως να μην υπάρχουν ούτε ο φασισμός ούτε η κατάλυση της δημοκρατίας ούτε οι εξορίες ούτε οι βασανισμοί ούτε η λογοκρισία ούτε η ξεδιάντροπη προδοσία και παράδοση της Κύπρου στην Τουρκία.
Αν όμως η λήθη, η παράλειψη ή η άγνοια μπορούν να ερμηνευθούν για όσους
λόγω ηλικίας δεν τα έζησαν ή για όσους απλώς ευεργετήθηκαν από τη
χούντα, προφανώς δεν δικαιολογούνται για την εφημερίδα
που επαγγέλθηκε ακόμη και με το όνομά της την «ελευθεροτυπία» και τον
«έλεγχο της εξουσίας», την οποία στήριξαν οι αριστεροί και οι δημοκράτες
στη μεταπολίτευση...
Καθώς, τέλος, παρολίγον η «Ελευθεροτυπία» να κυκλοφορήσει με τον ευωδιαστό τίτλο «ΣΚΑΤΑ», τον οποίο τελικώς απέσυρε για να βγει ως «Απέραντο φρενοκομείο», νομίζω ότι είναι εύλογη η απορία: Γιατί αυτοί οι τύποι παίζουν τόσο απρόσεκτα με το «πουλί» της χούντας;
Μεταξύ άγνοιας, βλακείας και κάποιας νεφελώδους πολιτικής σκοπιμότητας
είναι πράγματι δύσκολο να αναγνώσει κάποιος τη σωστή απάντηση.