Ακόμη και όσοι είχαν φοβηθεί ότι μπορεί να μην έρθει η δόση επειδή η
τρικομματική κυβέρνηση κωλυσιεργούσε ή… σκεφτόταν για τους επιόρκους
του δημοσίου τομέα, ότι η τρόικα είναι σκληρότερη από ό,τι ανέμεναν,
ανακάλυψαν, σαν από θαύμα, τη μεγάλη επιτυχία. Τώρα βλέπουν με
«ικανοποίηση» την κυβέρνηση να κερδίζει χρόνο, την οικονομία να
σταθεροποιείται, τις αποκρατικοποιήσεις να προσφέρουν αναπτυξιακή ώθηση,
τον τουρισμό να φέρνει δουλειές.
Ενδιαμέσως, κάποιοι άρχισαν να ελπίζουν και για τις γερμανικές
αποζημιώσεις. Πρόκειται για ζήτημα πολύ σοβαρό για να το διαχειρίζονται
κάποιοι με επικοινωνιακούς όρους βγαλμένους από εγχειρίδιο άλλων εποχών,
από τη στιγμή μάλιστα που έγκυροι νομικοί διατυπώνουν, παρασκηνιακώς,
προβληματισμό ακόμη και για πιθανή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της
Χάγης. Και θα είχε πολύ ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς την… ανώμαλη
προσγείωση αυτής της επικοινωνιακής προπαγάνδας κατά η διάρκεια της
δεύτερης εβδομάδος από τη στιγμή που το ζήτημα ήρθε στην επιφάνεια. Τι
συνέβη και αποφάσισε η κυβέρνηση να χαμηλώσει τους τόνους,
απογοητεύοντας τους κατ' επάγγελμα «γερμανοφάγους»;
Αυτή είναι, δυστυχώς, η «άσκηση πολιτικής» όπως την αντιλαμβάνονται
σήμερα οι ταγοί μας και οι συναγελαζόμενοι με αυτούς οικονομικοί
παράγοντες και δημοσιογράφοι. Αγώνας δρόμου πίσω από τη δόση,
ακολουθούμενος από ένα intermezzo κομπασμών, μέχρι το επόμενο
μπρα-ντε-φερ με την «κακή τρόικα». Πράγματι, δεν έχουν καταλάβει τίποτα
λοιπόν; Δεν έχει συλλάβει ο νους τους ότι δεν πρόκειται ποτέ ξανά να
κερδίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών αν δεν παρουσιάσουν συνεκτικό
σχέδιο εξόδου από το τέλμα που βρίσκεται παντού γύρω μας;
Πώς είναι δυνατόν να εγκλωβίζονται σε μία «αριστερόστροφη»,
ουτοπική λογική που δήθεν οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, σε καλύτερες
ημέρες; Τους αρκεί να τους ψηφίζουν ως το «μη χείρον βέλτιστον», από τη
στιγμή μάλιστα που η υποτιθέμενη εναλλακτική του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει χαμένη
μεταξύ ευρώ, ΚΚΕ, Καμμένου και ποιος ξέρει τίνος άλλου;
Μόνο με πρωτογενές πλεόνασμα και ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών η
Ελλάδα δεν θα πάει μπροστά. Όσοι συνδέουν το πρώτο με ένα νέο κούρεμα
του ελληνικού χρέους μετά τις γερμανικές εκλογές μπορεί να μην έχουν
άδικο, αλλά παραγνωρίζουν, πιθανότατα ηθελημένα, το πρόβλημα. Και αυτό
είναι ότι ο πολίτης δεν θα δει την άμεση καθημερινότητά του να
βελτιώνεται. Η ανακεφαλαιοποίηση, που τείνει να εξελιχθεί σε «γεφύρι της
Άρτας», θα μπορούσε να είχε ολοκληρωθεί αν δεν παρενέβαινε η «πολιτική
κουζίνα» της Μεταπολίτευσης και οι ελπίδες για μοίρασμα χρημάτων σε
ημετέρους επιχειρηματίες.
Η κυβέρνηση ελπίζει, μεταξύ άλλων, σε άνοδο της τουριστικής κίνησης
για να εκτονωθεί το βαρύ κλίμα. Έχει αναλογιστεί άραγε τα ποσοστά
ανασφάλιστης εργασίας και τα φαινόμενα παραοικονομίας που επί χρόνια
μαστίζουν τη συγκεκριμένη αγορά, έχοντας δημιουργήσει μία διαχρονική
«Μανωλάδα;». Πώς σκοπεύει αλήθεια να καταπολεμήσει αυτή την άτιμη
φοροδιαφυγή με έργα και όχι με πράξεις;
Μα πάνω από όλα, η πολιτική ηγεσία (και φυσικά η οικονομική) δεν
διαθέτουν την παραμικρή ικανότητα να καταρτίσουν ένα σοβαρό σχέδιο για
το πώς βλέπουν τη χώρα σε 15 ή και 20 χρόνια από σήμερα και όχι σε τρεις
μήνες όταν θα έλθει η στιγμή των διαπραγματεύσεων για την επόμενη δόση.
Το επόμενο όραμα της τρικομματικής κυβέρνησης είναι τα 6 δισ. ευρώ του
Ιουνίου. Πρόκειται για στεγνή πολιτική διαχείριση που αν συνεχιστεί θα
βυθίσει τη χώρα επί πολλά χρόνια σε οικονομική στασιμότητα. Είτε μας
αρέσει είτε όχι, στη γειτονική μας Τουρκία εμφανίστηκε ένας ηγέτης που
με όλα τα αρνητικά του στοιχεία έδωσε πνοή στο μέλλον της χώρας του.
Όλοι φυσικά κρίνονται εκ του αποτελέσματος, αλλά για να υπάρξει αυτό
απαιτούνται αποφάσεις.
Το πρωτογενές πλεόνασμα και τα ισοζύγια προσλήψεων - απολύσεων δεν
απαντούν στα αγωνιώδη ερωτήματα της νεότερης γενιάς, σημαντικό κομμάτι
της οποίας έχει ήδη ενσταλαγμένη στο μυαλό της την ιδέα της φυγής εκτός
Ελλάδος. Η πραγματικότητα, εσωτερική και διεθνής, είναι πολύ σκληρή και
οφείλουμε να την κατανοήσουμε. Καλός ο τουρισμός, η γεωργία, οι
υπηρεσίες, οι κατασκευές, αλλά χρειαζόμαστε κάτι άλλο, κάτι μεγαλύτερο.
Όραμα ουσιαστικό θα ήταν η προσπάθεια να αποκτήσει η χώρα μας βιομηχανία
ισχυρή, σε τομείς συγκεκριμένους ώστε να υπάρξει πραγματική οικονομική
ισχύς. Δεν μπορούμε απλώς να αυτοεπιδοτούμαστε ή και να
ετεροεπιδοτούμαστε με κοινοτικά κονδύλια. Αν αυτός ο πραγματισμός
συνιστά απαισιοδοξία, τι να πει κανείς…