Αυτή ακριβώς η ανθρωπιστική στήριξη εκ μέρους των ξένων δυνάμεων είναι που διατηρεί τόσα χρόνια στην εξουσία το καθεστώς των Κιμ, παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος των αγαθών και των χρημάτων κατέληγε πάντα στις τσέπες των ανώτερων και ανώτατων κρατικών αξιωματούχων, δηλαδή της κάστας εκείνης που πραγματικά εξουσιάζει την Βόρεια Κορέα. Δίχως την εξωτερική βοήθεια, το καθεστώς θα αντιμετώπιζε σίγουρα εσωτερικά προβλήματα, καθώς δεν φαίνεται να έχει κάνει καμία σοβαρή προσπάθεια ανάπτυξης της εγχώριας αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής. Δίχως την ξένη βοήθεια, η Βόρεια Κορέα θα έφτανε πλέον σε μια κρίσιμη μάζα εξαθλίωσης, αφού εκτός από τον γενικό πληθυσμό, θα πεινούσε πλέον και ο στρατός. Αυτή είναι μια εξέλιξη από την οποία δεν θα επιβίωνε ο Κιμ και οι δικοί του.
Είναι πάντως εκπληκτικό πως διαδοχικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ, έχοντας μπροστά τους αυτή την πολύ απλή και σταθερή στρατηγική, δεν μπόρεσαν όχι να ανατρέψουν το καθεστώς, αλλά έστω να αποτρέψουν την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων εκ μέρους της Πιονγκγιάνγκ, που ήταν και ο βασικός στόχος της Ουάσιγκτον από το 1992 και μετά. Αντιμέτωπες με έναν τόσο ασυνήθιστο αντίπαλο, οι ΗΠΑ εμφανίστηκαν ιδιαίτερα ανίκανες στην έγκαιρη αντιμετώπιση της απειλής, παρόλο που δοκίμασαν διαφορετικές συνταγές, από τον κατευνασμό μέχρι τις απειλές.
Έχει διατυπωθεί στο παρελθόν η άποψη ότι η Ουάσιγκτον δεν επιθυμεί πραγματικά την επανένωση της Βόρειας και της Νότιας Κορέας επειδή εξυπηρετεί την ίδια και την Κίνα η ύπαρξη μιας ενδιάμεσης ζώνης που θα χωρίζει τους καπιταλιστές Νότιους από τους «κομουνιστές» Κινέζους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν να έχουν κάνει κάτι για να μην αποκτήσει η Πιονγιάνγκ πυρηνικά όπλα. Κι όμως, οι δυνατότητες ελιγμών και οι πιθανές διαφορετικές λύσεις είναι πολύ περιορισμένες για την Δύση, διότι ουσιαστικά οι Βόρειοι κρατούν όμηρο την Σεούλ, η οποία απέχει ελάχιστα από τα σύνορα και σε περίπτωση πολέμου θα υποστεί τεράστιο πλήγμα. Με άλλα λόγια, οι Βορειοκορεάτες γνωρίζουν ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να καταφέρουν ένα πολύ σοβαρό πλήγμα στον βιομηχανικό ιστό της Νοτίου Κορέας και αυτό είναι το μεγάλο τους όπλο στις σχέσεις με την Αμερική. Κατά συνέπεια, δεν αποτελεί επιλογή για τις ΗΠΑ η στρατιωτική λύση σε ότι αφορά την κορεατική χερσόνησο.
Από την άλλη, η Κίνα φοβάται και εκείνη έναν πιθανό πόλεμο επειδή θα έχει να αντιμετωπίσει ορδές προσφύγων από τον Βορρά προς το έδαφός της. Έτσι λοιπόν, ο Κιμ και η παρέα του έχουν την πολυτέλεια να απειλούν τους γείτονές τους και να κάνουν σχεδόν ότι θέλουν. Στην πράξη όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η Πιονγιάνγκ είναι ένας μη ορθολογικός παίκτης στο γεωπολιτικό παιχνίδι.
Αντιθέτως, το καθεστώς έχει δείξει επανειλημμένα ότι κατά βάθος λαμβάνει πολύ σοβαρά τι συμβαίνει και πως αντιδρούν οι υπόλοιποι δρώντες. Και σε τελική ανάλυση, ο βασικότερος σκοπός του καθεστώτος δεν είναι η επανένωση της Κορέας, αλλά η επιβίωσή του. Γι’αυτό και δεν πρόκειται να λάβει ποτέ την απόφαση να ξεκινήσει έναν πόλεμο τον οποίο δεν μπορεί να κερδίσει.
Κατά συνέπεια, οι λεονταρισμοί των τελευταίων ημερών και εβδομάδων δεν είναι παρά ο τρόπος της Πιονγιάνγκ να διαμηνύσει στο Πεκίνο και στην Ουάσιγκτον ότι «θέλουμε πάλι ανθρωπιστική βοήθεια». Το πιο πιθανό σενάριο για να γίνει όντως πόλεμος στην Κορέα θα ήταν μέσω μιας ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης που θα προκαλούσε ένα θερμό επεισόδιο, όπως αυτό που σημειώθηκε το 2010 στη νήσο Γεονπιεόνγκ. Η εγγύτητα και το πλήθος των δύο στρατών, η παράνοια και διαρκής καχυποψία των Βορείων και η παρουσία πυρηνικών όπλων καθιστούν αυτό το ενδεχόμενο επικίνδυνο όχι μόνο σε περιφερειακό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.