Είναι να τους φοβάσαι ή να τους
λυπάσαι αυτούς που επικαλούνται την Ιστορία τους; Είναι ένδειξη
επεκτατικών και άλλων παρόμοιων στόχων και επιθυμιών, ή συνιστά τεκμήριο
της παντελούς ανικανότητας άρθρωσης σύγχρονου κοινωνικού και πολιτικού
λόγου η επίκληση αυτή;Και οι δύο αναγνώσεις είναι πιθανές, και μάλιστα δεδομένες. Εάν
όμως θα ήθελε κανείς να δώσει βάση στη σχετική επιστημονική ανάγνωση,
αυτή κατά κύριο λόγο υπογραμμίζει τη δεύτερη εκδοχή. (Και δεν εννοώ το
χώρο των πολιτικών επιστημών.)Ε ίναι πολύ ενδιαφέρον, πάντως, το γεγονός ότι η συμβίωση αυτή
με την Ιστορία και η επίκληση της τελευταίας στο μεγαλύτερο μέρος της
ιδεολογικής και πολιτικής συλλογικής υπόστασης, είναι κοινά
χαρακτηριστικά στις περιπτώσεις της Τουρκίας και της Ελλάδας.
Την περασμένη εβδομάδα ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ
Νταβούτογλου συγκέντρωσε στην πρεσβεία της Τουρκίας στο Λονδίνο αρκετά
από τα εναπομείναντα μέλη της οθωμανικής σουλτανικής οικογένειας. «Πολύ
ιδιαίτερη και ιστορική» χαρακτήρισε ο ίδιος τη συνάντησή του με την
οικογένεια Οσμάνογλου.Ε ίναι η πρώτη φορά που τόσο ξεκάθαρα η επίσημη Αγκυρα έρχεται
σε επαφή με τη σουλτανική οικογένεια. Για πολλές δεκαετίες κάτι τέτοιο
θα ήταν αδιανόητο. Γενιές ολόκληρες μεγάλωσαν στην Τουρκία διαβάζοντας,
από το Δημοτικό μέχρι το Λύκειο, πόσο κακή και «προδοτική» υπήρξε η εν
λόγω οικογένεια.
Το ραντεβού μάλιστα ανανεώθηκε και θα επαναληφθεί σύντομα σε
τουρκικό έδαφος. Είναι από τα χαρακτηριστικά του πολιτικού χώρου ο
οποίος κυβερνά την Τουρκία από το 2002: η συμπάθεια προς τα οθωμανικά
πράγματα. Πολύς λόγος έχει γίνει επίσης για το νεοοθωμανικό προφίλ τόσο
της κυβέρνησης Ερντογάν όσο και -ιδιαίτερα- του Νταβούτογλου.Σ ε ποιο βαθμό μπορεί να γίνει, όμως, βάση για τη ζώσα πολιτική
πραγματικότητα η επίκληση της Ιστορίας, η οποία σε τέτοιες περιπτώσεις
είναι πηγή ιδεολογικών κατασκευασμάτων, συνήθως διά της διαστρεβλώσεως;
Διά της διαστρεβλώσεως, της υπερβολής και της αβάσιμης προσαρμογής
ιστορικών πραγμάτων στο σήμερα, με σκοπό την οικοδόμηση της σημερινής
ταυτότητας.