24 Μαρτίου 2013

Γερμανικά παιγνίδια ισχύος

Του Σάββα Ιακωβίδη

  • Μια απόπειρα εξήγησης της εξωτερικής πολιτικής της Καγκελαρίου Μέρκελ - Γιατί οι Ρώσοι απέφυγαν να βοηθήσουν στην επίλυση της κυπριακής κρίσης, οι περισπασμοί της Ευρωζώνης και οι κυπριακές αστειότητες για επιστροφή στη λίρα
  • Η ΛΕΥΚΩΣΙΑ πρέπει να αισθάνθηκε πάρα πολύ έντονα τη ρωσική ψυχρολουσία, μετά τις δηλώσεις Μεντβέντεφ

Μια σοβαρή πολιτική δεν ασκείται με φλυαρίες από τηλεοράσεως ούτε με ηρωικές ομιλίες ενώπιον του Κοινοβουλίου. Αυτά τα θλιβερά φαινόμενα παρατηρούνται ξανά στην Κύπρο στις πιο κρίσιμες ώρες της. Από τα κυπριακά τηλεοπτικά κανάλια παρέλασαν δεκάδες οικονομολόγοι και… πανέξυπνοι πολιτικοί, που κατέθεσαν τόσες λύσεις και προτάσεις για έξοδο από την πρωτόγνωρη κρίση που διέρχεται ο τόπος, ώστε διερωτάται κάθε νοήμων πολίτης: Πού ήταν όλοι αυτοί να βοηθήσουν ώστε να μη βουλιάξει η Κύπρος; Πού ήταν τόσον καιρό να εμποδίσουν ώστε ο τόπος να μη φτάσει στο σημερινό κατάντημα;


Από το περ. Σάββατο τα ξημερώματα, 16 Μαρτίου μέχρι σήμερα, πλεόνασαν οι ηχηρές ανοησίες, οι βροντώδεις ασυναρτησίες και οι ανεύθυνες τοποθετήσεις. Ακόμα και ο Αρχιεπίσκοπος βγήκε με δηλώσεις του στα κυπριακά και στα ελλαδικά ΜΜΕ, για να αναπετάσει το λάβαρο της αντίστασης εναντίον της Ευρωζώνης και Ευρωπαίων εταίρων μας, και να βροντοφωνάξει πως δεν τους έχουμε ανάγκη και να επιστρέψουμε στη λίρα. Πολλοί, αφελώς σκεπτόμενοι, όπως και ο Μακαριότατος, εισηγήθηκαν να δώσουμε βάσεις, λιμάνια και αεροδρόμια στη Ρωσία για να μας βοηθήσει. Τέτοια νηπιώδης αντίληψη της πολιτικής και τόσο κωμική αντιμετώπιση μιας μεγάλης χώρας. Οι περισσότερες επικρίσεις στράφηκαν κατά της Γερμανίας, ως του «κακού δαίμονα» που «θέλει να μας καταστρέψει».

Μέρκελ-Σόιμπλε
Η καγκελάριος Μέρκελ και ο Υπουργός της των Οικονομικών, Σόιμπλε, κάνουν αυτό που ξέρουν όλοι οι σοβαροί ηγέτες σοβαρών κρατών. Δηλαδή, υπερασπίζονται τα κρατικά και τα εθνικά τους συμφέροντα. Εδώ και πάρα πολλούς μήνες, η Γερμανία έθεσε στο τραπέζι των συνομιλιών της Κύπρου με την Τρόικα δύο μεγάλα ζητήματα. Πρώτον, το ξέπλυμα βρόμικου, και εννοούν κυρίως ρωσικού, χρήματος. Και το κούρεμα των καταθέσεων Κυπρίων και ξένων καταθετών, ώστε το δημόσιο χρέος της νήσου να είναι βιώσιμο. Μέρκελ και Σόιμπλε είπαν δύο πράγματα που η πολιτική και οικονομική ηγεσία της Κύπρου τα γνωρίζει εδώ και χρόνια: Το οικονομικό και επιχειρηματικό μοντέλο της νήσου πέθαναν, είναι ξεπερασμένα και πρέπει να επανεφευρεθούν. Δεν είναι αυτά που έλεγαν προεκλογικά και οι τρεις κυριότεροι υποψήφιοι για τις εκλογές, Αναστασιάδης, Μαλάς και Λιλλήκας;

Ο Σόιμπλε είπε προχθές και κάτι άλλο. Σε συνέντευξή του στα αθηναϊκά «Νέα», επισήμανε: «Η αντίληψη που επικρατεί, ότι το πρόβλημα της Κύπρου θα επιλυθεί με συνεισφορά των φορολογουμένων στην Ευρωζώνη χωρίς τη συνεισφορά των μεγάλων πιστωτών των κυπριακών τραπεζών, δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή από τους Ευρωπαίους πολίτες». Στο ίδιο μήκος κύματος είναι τα περισσότερα δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου. Ειδικά, η έγκυρη «Die Welt» διερωτήθηκε (20/3/2013): «Είναι δύσκολο να εξηγήσεις γιατί ένας απλός φορολογούμενος της Ευρωζώνης πληρώνει εδώ και χρόνια για την αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά ένας καταθέτης στην Κύπρο, ο οποίος θα είχε να χάσει πολύ περισσότερα από μια χρεοκοπία τραπεζών, όχι. Είναι πια καιρός, η σχέση ανάμεσα στην ευθύνη, τον κίνδυνο και την εγγύηση να μπει σε σωστό πλαίσιο».

«Οι μάνατζερ της Τράπεζας Κύπρου και Λαϊκής να πάνε φυλακή»
Για να γίνει κατανοητή η θέση και η στάση των Γερμανών, κυρίως, όπως και άλλων εταίρων μας έναντι της Κύπρου αρκεί να μελετήσει κανείς τα δημοσιεύματα έγκυρων εφημερίδων τους. Ιδού:
«Οι Κύπριοι τραπεζίτες πρέπει να τιμωρηθούν», τιτλοφορεί το σχόλιό της η «Frankfurter Rundschau» και σημειώνει στον υπότιτλο: «Γιατί οι μικροκαταθέτες θα πρέπει να πληρώσουν για την απληστία και την κερδοσκοπία άλλων; Οι μάνατζερ της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής πρέπει να πάνε φυλακή». Κατά την εφημερίδα, «ήταν αναμενόμενο ότι το Κοινοβούλιο στη Λευκωσία θα απέρριπτε τη φορολόγηση των καταθέσεων. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες βρίσκονται τώρα ενώπιον συντριμμιών, διότι θέλησαν να ρίξουν τις ευθύνες και στους μικροκαταθέτες για την απληστία και την κερδοσκοπία άλλων. Με τον τρόπο αυτό δεν χάθηκε μόνο η εμπιστοσύνη πανευρωπαϊκά και τώρα τους χαρακτηρίζουν κοινωνικά άδικους. Απέδειξαν γι' άλλη μια φορά ότι δεν είναι σε θέση να ρυθμίσουν αποτελεσματικά τον οικονομικό τομέα και να τιμωρήσουν τους πραγματικούς ενόχους για την κρίση».\

Η «Sueddeutsche Zeitung» σημειώνει: «Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έκανε το λάθος να θελήσει να σώσει την Κύπρο ως τόπο συγκέντρωσης τραπεζών. Θέλει να καταπολεμήσει το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, αλλά δεν θέλει να εκδιώξει παράλληλα τους πάμπλουτους επενδυτές. Για τον λόγο αυτόν αμύνθηκε απέναντι σε μια πιο βαριά επιβάρυνση των πιο πλούσιων καταθετών και θέλησε να πάρει τα χρήματα από τους μικροκαταθέτες. Είναι κρίμα που κανείς στην ΕΕ δεν ήξερε πώς να αποτρέψει κάτι τέτοιο». Να το πρόβλημα. Ουσιαστικά, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και η Βουλή δεν επεδίωξαν αρχικά να διασφαλίσουν τους μικροκαταθέτες (με ποσά κάτω των 100 χιλιάδων ευρώ) αλλά τους μεγαλοκαταθέτες άνω αυτού του ποσού, δηλαδή Κύπριους πλούσιους και ειδικά ξένους, δηλαδή τους Ρώσους.

Αυτοί ήταν και είναι το κόκκινο πανί για τους Γερμανούς. Γι’ αυτό και εξ αρχής και σε ανύποπτο χρόνο είχαν θέσει πρώτα θέμα ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, δηλαδή ρωσικού και, στη συνέχεια, το συνάρτησαν προς το κούρεμα των καταθέσεων, για να είναι βιώσιμο το κυπριακό δημόσιο χρέος. Ξέπλυμα και κούρεμα αντανακλούν ευθέως στους Ρώσους καταθέτες. Θα διερωτηθεί κανείς: «Γιατί τόση γερμανική επιμονή για τους εδώ Ρώσους ολιγάρχες και μεγιστάνες όταν άλλοι Ρώσοι, ίσως περισσότεροι, ξεπλένουν στη Γερμανία όπως και σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου, αρχής γενομένης από τις μεγάλες»;

Γερμανική… Ευρωζώνη
ΟΙ ΛΟΓΟΙ είναι πολλοί και δεν έχουν άμεση σχέση με την Κύπρο ή μόνο με την Κύπρο, αλλά με την ευρύτερη και γενικότερη εξωτερική πολιτική της Γερμανίας, όπως αυτή φαίνεται να έχει δρομολογηθεί τα τελευταία τρία σχεδόν χρόνια. Στο τέλος του Μάρτη του 2010, το γνωστό έγκυρο γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel», με αφορμή την ελληνική κρίση και τους χειρισμούς της Μέρκελ, διερωτάτο: «Μέχρι ποιου σημείου η Άγκελα Μέρκελ είναι Ευρωπαία; Η Καγκελάριος εγκαταλείπει την κοινοτική πολιτική που ακολουθείται μετά τον (Β΄ Παγκόσμιο) πόλεμο». Αφού εκθείαζε την πολιτική των «μεγάλων καγκελαρίων» - δύο συντηρητικών, του Αντενάουερ και του Κολ και ενός σοσιαλιστή-δημοκράτη, του Σμιτ, - το περιοδικό χαρακτήριζε την προσέγγιση της Μέρκελ στην ελληνική κρίση ως «αλλαγή παραδείγματος» (paradigme shift) στη γερμανική εξωτερική πολιτική, που ακολουθείτο μέχρι τότε.\

Η νέα εξωτερική πολιτική συνιστούσε μια καθαρή και ευθεία ρήξη με την προηγούμενη. Ενώ, δηλαδή, μέχρι την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης, η γερμανική εξωτερική πολιτική, έγραφε το περιοδικό, «διεκδικούσε ήσυχα και σταθερά τα γερμανικά συμφέροντα στις Βρυξέλλες, η Καγκελάριος εγκατέλειψε αυτήν την αρχή σε ένα σημαντικό ζήτημα. Έδειξε καθαρά ότι υπάρχουν γερμανικά συμφέροντα και ευρωπαϊκά συμφέροντα, τα οποία δεν είναι υποχρεωτικά τα ίδια». Αυτά ακριβώς τα γερμανικά συμφέροντα επιχειρεί να διεκδικεί και να υπερασπίζεται η Μέρκελ, πιστή στην από 2500 χρόνια διασάλπιση του Θουκυδίδη: «Ο ισχυρότερος δεσμός μεταξύ πόλεων (σήμερα κρατών), είναι το συμφέρον».

Η Γερμανία, ως η μεγαλύτερη και ισχυρότερη οικονομία της ΕΕ, επιδιώκει να επιβάλει μια γερμανική τάξη πραγμάτων στην Ευρωζώνη. Ενώ συμμετέχει σε ενέργειες που μπορεί να προκαλούν αναστάτωση και να επηρεάζουν το ευρώ, δεν έχει καμία διάθεση να δει την Ευρωζώνη να διαλύεται, πρώτον, επειδή το ευρώ, παρά τα προβλήματά του, είναι ένα ισχυρό νόμισμα. Δεύτερον, διά της Ευρωζώνης και της επιρροής του Βερολίνου σε αρκετές χώρες-μέλη ή μέλη της ΕΕ, επιχειρεί να εδραιωθεί ως η μόνη δύναμη στην ΕΕ, προς έκδηλη ενόχληση της Γαλλίας, με την οποία οι σχέσεις δεν βρίσκονται και στο καλύτερο σημείο τους. Τρίτον, επειδή η Γερμανία δεν βλέπει μόνο προς Ανατολάς, όπως πράττει εδώ και δύο τουλάχιστον αιώνες. Τώρα κοιτάζει και προς την Ανατολική Μεσόγειο, για πάρα πολλούς λόγους. 

Το «γερμανικό ζήτημα»
ΓΙΑ να κατανοηθεί η συμπεριφορά της Γερμανίας, πρέπει κανείς να ανατρέξει στο λεγόμενο «γερμανικό ζήτημα», που σχετίζεται, άμεσα ή έμμεσα, ανάλογα με τις εποχές και τις εξελίξεις, με κάθε πτυχή της ευρωπαϊκής πολιτικής και της διαδικασίας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Παν. Ήφαιστος («Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων Γαλλίας, Γερμανίας, Μεγ. Βρετανίας», εκδόσεις «Ποιότητα», Αθήνα, 1999): «Μετά τη γερμανική ενοποίηση του 1990-91, επανήλθαν στο προσκήνιο παραδοσιακές όψεις του ''γερμανικού ζητήματος'' και ευρύτερα των συσχετισμών ισχύος και συμφερόντων στον ευρασιατικό χώρο». Και προσθέτει: «Επί αιώνες η Γερμανία ήταν είτε πολύ ανίσχυρη, γεγονός που δημιουργούσε κενό ισχύος στο κέντρο της Ευρώπης, είτε πολύ ισχυρή, γεγονός που προκαλούσε αποσταθεροποίηση».
Το «γερμανικό ζήτημα» έχει διττό χαρακτήρα, παρατηρεί ο Π. Ήφαιστος. «Για τους Ευρωπαίους, το πρόβλημα είναι πώς θα συγκρατηθεί η γερμανική οικονομική, πολιτική και στρατιωτική δύναμη, ιδιαίτερα όταν αυτή εκδηλώνεται ηγεμονικά, επιθετικά και επεκτατικά. Για τους Γερμανούς το πρόβλημα έγκειται στην αντίφαση μεταξύ των επιδιώξεών τους, που αντανακλούν τον δυναμισμό και την ισχύ της Γερμανίας, και των περιορισμένων πόρων εντός του περιορισμένου χώρου». Είναι γνωστή η κυνική δήλωση του τέως Καγκελαρίου Κολ: «Η Ευρώπη πρέπει να προστατεύει τους συνεταίρους της Γερμανίας και η Γερμανία τον εαυτό της». Όπως ακριβώς επιχειρεί να δράσει η Καγκελάριος Μέρκελ.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ιδωθεί και η στάση της Ρωσίας όπως και της Γαλλίας στα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικά μετά την επανένωση της Γερμανίας. Ακόμα και σήμερα, που Γαλλία και Γερμανία είναι εταίροι στην ΕΕ, υποβόσκει από πλευράς Παρισιού όπως και από τη Μόσχα «η έμμονη ιδέα ότι Γαλλία και Ρωσία έχουν μόνιμο κοινό συμφέρον να ελέγχουν τον γερμανικό κίνδυνο». Πόσο υπαρκτός είναι αυτός ο «γερμανικός κίνδυνος»; Αρκετά, αν κρίνουμε από τις συμπεριφορές του Βερολίνου στην Ευρωζώνη και τις εκτυλίξεις του στην περιοχή της Αν. Μεσογείου: Διευκολύνσεις στην Κύπρο, συμμετοχή στην ειρηνευτική δύναμη στον Λίβανο, ενδιαφέρον για τα ενεργειακά αποθέματα στην περιοχή μας, κτλ.

Το «Δόγμα Πούτιν» και η ρωσική βοήθεια που δεν ήρθε…
ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΑ, όπως και τα τελευταία 24ωρα, υποψήφιοι για την προεδρία, κόμματα και πολιτικοί, ακόμα και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, σε μια γενική έκρηξη οργής για τις μεθοδεύσεις του Γιούρογκρουπ και τις θέσεις της Γερμανίας, εισηγήθηκαν αφελώς ότι η Κύπρος όφειλε, πρώτον, να φύγει από την Ευρωζώνη, να εγκαταλείψει το ευρώ και, δεύτερον, να απευθυνθεί στη Ρωσία, παραχωρώντας της ό,τι ήθελε: Βάσεις, αεροδρόμια, λιμάνια, φτάνει να μας βοηθήσει. Τέτοιες κωμικές και ανεύθυνες θέσεις, πρώτον, καταδεικνύουν έλλειψη γνώσης της ρωσικής πολιτικής και, δεύτερον, τη ρηχότητα, την επιπολαιότητα και το παιδαριώδες της προσέγγισης μιας μεγάλης χώρας και δύναμης.

Η σημερινή ρωσική πολιτική αποκρυσταλλώθηκε στη δεκαετία του ’90, μέσα από τα ερείπια της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης και συνίστατο σε τρία γεωστρατηγικά δεδομένα: Πρώτον, η Ρωσία να παραμείνει πυρηνική υπερδύναμη. Δεύτερον, να είναι μια μεγάλη δύναμη σε όλες τις εκφάνσεις της διεθνούς δραστηριότητας. Τρίτον, να αναδειχθεί ως ένας ηγεμόνας - πολιτικός, στρατιωτικός, οικονομικός - στην περιοχή της. Μετά την εκλογή του στην προεδρία της Ρωσίας, το 2000, ο Πούτιν πρόσθεσε σε αυτήν την ατζέντα έναν μέγιστο στόχο: Την επανάκτηση των οικονομικών, πολιτικών και γεωστρατηγικών δεδομένων που το κράτος έχασε το 1991 (Leon Aron: The Putin Doctrine. Russia’s Quest to Rebuild the Soviet State - «Foreign Affairs», 8/3/2013). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Μόσχα το 2009 αναβάθμισε τη ναυτική βάση της στο συριακό λιμάνι Ταρτούς, ενώ επιχείρησε ενεργειακά ανοίγματα στην Ελλάδα, είτε μέσω αγωγών είτε διά του ελέγχου της ΔΕΦΑ (φυσικό αέριο). Γιατί, συνεπώς, η Μόσχα αρνήθηκε να βοηθήσει την Κύπρο να αντιμετωπίσει την κρίση; Πρώτα απ’ όλα, δεν επιθυμεί να διαταράξει τις σχέσεις της με την ΕΕ, που είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της, χάριν της Κύπρου. Η Μόσχα ενοχλήθηκε σφόδρα από την απόφαση Αναστασιάδη να αποδεχθεί αρχικά το κούρεμα καταθέσεων σε κυπριακές τράπεζες, που επηρεάζουν και Ρώσους καταθέτες. Και, φυσικά, ενοχλήθηκε από την εκ των υστέρων προσέγγιση της Λευκωσίας που φαίνεται πως δεν προετοιμάστηκε, έγινε αργοπορημένα και περίπου δόθηκε η εντύπωση ότι η Μόσχα ήταν… δεδομένη στην παροχή βοήθειας. Ενδεικτικό τούτου, η προσπάθεια του Υπουργού Εξωτερικών, Ι. Κασουλίδη, να επικοινωνήσει με τον Ρώσο ομόλογό του Λαβρόφ και η παραπομπή του από μέρα σε μέρα, χωρίς, τελικά, να επιτύχει να συνομιλήσει.

Εξάλλου, πρέπει να σημειωθούν οι εξίσου ενοχλημένες δηλώσεις του Ρώσου Πρωθυπουργού Μεντβέντεφ που, περίπου, ειρωνεύτηκε την κυπριακή αίτηση για βοήθεια και έριξε στο τραπέζι τον τουρκικό παράγοντα για το φυσικό αέριο. Αφού μας έκανε μάθημα διπλωματίας για το πώς έπρεπε η Λευκωσία να ενεργήσει, υπέδειξε επικριτικά πως «το πρόβλημα της Κύπρου πρέπει να επιλυθεί πρώτα από την ίδια την Κύπρο, από την ΕΕ, αφού η Κύπρος είναι μέλος της ΕΕ και μόνο σε τρίτη σειρά μπορούν να συμμετάσχουν άλλα κράτη που, για διάφορους λόγους, έχουν εκεί κάποια συμφέροντα». Η Λευκωσία πρέπει να αισθάνθηκε πάρα πολύ έντονα τη ρωσική ψυχρολουσία…