Στις αρχές του 4ου αιώνα, η εκκλησία της βορείου Αφρικής βρισκόταν σε βαθιά κρίση. Κατά τους απηνείς διωγμούς κατά της εκκλησίας από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Διοκλητιανό, πολλοί ιερείς και επίσκοποι είχαν συνθηκολογήσει με τις αρχές. Υπήρχαν πολυάριθμοι ιερείς που είχαν παραδώσει οι ίδιοι το ποίμνιό τους στους ειδωλολάτρες διώκτες τους και
επίσκοποι που είχαν ρίξει δημοσίως τις γραφές στις φλόγες. Οι δύσοσμες
αναθυμιάσεις της προδοσίας και της δειλίας είχαν κατακλύσει την
εκκλησία.Εμφανίστηκαν
τότε δύο ανταγωνιστικά μεταρρυθμιστικά κινήματα με σκοπό την
αποκατάσταση της αγνότητας της χριστιανικής εκκλησίας.
Οι
δονατιστές επέμεναν να καθαιρεθούν από την ιεροσύνη όσοι ιερείς είχαν
προβεί σε προδοτικές πράξεις. Αφού εκκαθάρισαν τις τάξεις τους, οι
δονατιστές θέλησαν να δημιουργήσουν μια κλειστή κοινότητα αφοσιωμένων
πιστών. Θα ξέκοβαν από κάθε τι ακάθαρτο. Θα αποκαθιστούσαν τις βασικές τους πεποιθήσεις και θα απέκρουαν κάθε εξωτερική επιβουλή.
Σύμφωνα
με τους δονατιστές, στους δύσκολους καιρούς που περνούσαν, το βασικό
τους καθήκον ήταν να υπερασπιστούν τις ανόθευτες χριστιανικές αξίες,
προστατεύοντάς τες από κάθε συμβιβασμό. Χάρη
σε αυτή την αμυντική τους στάση, ήλπιζαν πως θα κατάφερναν τουλάχιστο
να ναυπηγήσουν ένα είδος κιβωτού, εντός της οποίας θα κατέφευγαν οι
αληθινοί χριστιανοί.
Αυτή η δονατιστική προσέγγιση, το κλείσιμο των γραμμών και η επιστροφή στις βασικές αρχές, μπορεί
να ιδωθεί και σήμερα σε όλα τα κινήματα που βρίσκονται σε κρίση.
Σύγχρονοι δονατιστές ξεφυτρώνουν μετά από κάθε εκλογική ήττα των
Ρεπουμπλικάνων: συντηρητικοί που εκτιμούν πως το βασικό τους έργο είναι
να εξαγνίσουν και να αποκαθάρουν. Στα πανεπιστήμια, οι σύγχρονοι
δονατιστές αποτραβιούνται εντός των τειχών των τμημάτων ανθρωπιστικών
σπουδών, καθώς στα κάμπους η επιρροή τους μειώνεται. Μπορείτε να τους
βρείτε και στα συνδικάτα: άνθρωποι που αναδιπλώνονται στις ιστορικές
παρακαταθήκες του συνδικαλιστικού κινήματος και στις αυτοαναφορικές του
παραδόσεις. Υπάρχουν και στην σημερινή ρωμαιοκαθολική εκκλησία: πιστοί
που νιώθουν πως βρίσκονται υπό πολιορκία από έναν εχθρικό κόσμο.
Μπορείτε
να ξεχωρίσετε εύκολα τους σύγχρονους δονατιστές. Νιώθουν πως η ιστορία
τους ξεπερνάει και όποτε μιλάνε είναι για να αναφερθούν σε εσωτερικούς
μικροκαβγάδες, που δεν (θα μπορούσαν να) ενδιαφέρουν κανέναν άλλον πέραν
του στενού τους κύκλου.
Αλλά τον 4ο αιώνα ξεπήδησε κι ένα άλλο αναγεννητικό κίνημα, στις τάξεις του οποίου εντάχθηκε και ο μετέπειτα άγιος Αυγουστίνος, επίσκοπος τότε Ιππώνος. Το πρόβλημα με τους δονατιστές, διαπίστωνε ο Αυγουστίνος, είναι πως παραείναι στατικοί. Προσπαθούν να φτιάξουν μια ερμητικά κλεισμένη κιβωτό, αλλά τελικά το μόνο που πετυχαίνουν είναι να αυτοαπομονωθούν από τον κόσμο. Στερούν εαυτόν από τις νέες συνθήκες -και τις νέες ευκαιρίες.
Σύμφωνα με τον εξέχοντα βιογράφο του Πίτερ Μπράουν (Peter Brown), τον Αυγουστίνο τον «απασχολούσε ιδιαίτερα η ιδέα της θεμελιώδους ενότητας της ανθρωπότητας». Αντιδρούσε
ενάντια σε κάθε προσπάθεια να διαχωριστούν οι άνθρωποι ανάμεσα σε
εκείνους που βρίσκονται εντός της εκκλησίας -κι όσους έχουν κλειστεί δια
παντός έξω απ' αυτήν.
Ήθελε μια εκκλησία επιτιθέμενη, μια εκκλησία που να καταπίνει τον κόσμο. Κι αυτό σήμαινε πως θα κατάπινε όχι μόνο ό,τι αγνό, και ό,τι ακάθαρτο.
Σήμαινε πως η εκκλησία θα ετίθετο στην υπηρεσία ακριβώς των ανθρώπων
που δεν ήταν τέλειοι. Αν ήθελε να πατάσσει και να επιπλήττει την
αμαρτία, το αντίτιμο που όφειλε να καταβάλει μια ζώσα εκκλησία, δεν ήταν
άλλο παρά η συνύπαρξη με τους αμαρτωλούς.
Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η ελκυστικότητα της εκκλησίας εξαρτιόταν από το κατά πόσο «θα πεινούσε και θα διψούσε» για πνευματική ολοκλήρωση. Αντί
να μοιάζει με ακλόνητη κιβωτό, η εκκλησία θα έπρεπε να μοιάζει με ένα
δυναμικό και διαρκώς μεταβαλλόμενο δίκτυο, που θα εξέθετε ανοικτά και
αληθινά τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις της. Η προσωπικότητα του Αυγουστίνου διακρινόταν από βάθος και αστάθεια. Η ιδανική του εκκλησία είχε βαθιές ρίζες στο δόγμα, αλλά και λαχτάρα για αναζήτηση.
Αυτή η δεύτερη τάση είναι επίσης παρούσα στα κινήματα που βρίσκονται σε κρίση. Αλλά είναι σπανιότερη, διότι απαιτεί ανοχύρωτη έκθεση στον κόσμο. Και στις περιόδους κρίσης, η ασφάλεια είναι το πρώτο ζητούμενο.
Όπως κι οι περισσότεροι, δεν ξέρω και πολλά για τον νέο πάπα Φραγκίσκο (Franciscus). Δεν μπορώ όμως να μην εντυπωσιασθώ από κάποιον που λέει πως προτιμά
μια εκκλησία που θα υφίσταται «ατυχήματα στον δρόμο» παρά μια εκκλησία
που ασθενεί βαριά από ομφαλοσκόπηση και εσωστρέφεια. Μου
είναι δύσκολο να μην εντυπωσιαστώ από κάποιον που υπερασπίζεται τις
παραδοσιακές ρωμαιοκαθολικές διδασκαλίες, αλλά πάει κιόλας να επισκεφτεί
τον Χερόνιμο Ποδεστά (Jerónimo Podestá)
(τον πρώην επίσκοπο που νυμφεύθηκε την δεκαετία του 1960 αγνοώντας τις
επιταγές της εκκλησίας) ενώ αυτός πεθαίνει, φτωχός και ξεχασμένος. Είναι
δύσκολο να μην εντυπωσιαστώ από κάποιον που επιτιμά με αυστηρότητα τους
ιερείς που αρνούνται να βαπτίσουν τα παιδιά των άγαμων μητέρων.
Είναι δύσκολο να μην εντυπωσιαστώ από κάποιον που φαίνεται πως νιώθει
μια φυσική ανάγκη να επιβιβάζεται σε λεωφορεία και να αποφεύγει τις
επίσημες κατοικίες· από κάποιον που αρέσκεται να κηρύσσει στις εσχατιές
της δικαιοδοσίας του και που κάποτε είχε δηλώσει πως θα πέθαινε, αν τον
κλείδωναν στο Βατικανό.
Θα αφήσω στους ρωμαιοκαθολικούς να αποφασίσουν αν ο Φραγκίσκος
είναι καλός ή κακός πάπας για την εκκλησία τους. Το θέμα μου εδώ είναι
πώς είναι δυνατό να αναβιώσει ένα κίνημα που βρίσκεται σε κρίση.
Ενστικτωδώς, το πρώτο που σκέφτεται να ακολουθήσει είναι ο δρόμος των
δονατιστών: να φτιαχτεί μια κιβωτός για να κλειστεί εκεί μέσα ό,τι
αξίζει να διασωθεί.
Αλλά η πιο δύσκολη -και πιο παραγωγική- στρατηγική είναι να ακολουθήσει κανείς τον Αυγουστίνο:
να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες του απογυμνώνοντας ακόμα περισσότερο τον
εαυτό του από κάθε προστασία· να εκθέσει σε κοινή θέα τις αντιφάσεις
του· να καταπιεί το αγνό με το ακάθαρτο· να αντεπιτεθεί τελικά στην
κρίση με όλη τη θέρμη -και την τρέλα- του αυθεντικού ευαγγελιστή.