Η παραμονή της Κύπρου εκτός του πλαισίου της Ατλαντικής Συμμαχίας, ενώ
δεν της προσφέρει κανένα πλεονέκτημα, την αποκλείει από σημαντικά
πολιτικά πλεονεκτήματα
Ένα από τα θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής που έχει να χειρισθεί η νέα Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η σχέση της Κύπρου με το ΝΑΤΟ. Πρόκειται για ένα ζήτημα που η απελθούσα Κυβέρνηση του ΑΚΕΛ αντιμετώπιζε ως «ταμπού» και αρνείτο κάθε σχέση. Ο γράφων έχει δημοσιεύσει και στο παρελθόν κατ’ επανάληψη επί του θέματος, συμβαίνει δε να γνωρίζει τις απόψεις του νέου Προέδρου, όπως ο ίδιος τις εξέφρασε και τον περασμένο Ιούνιο κατά την κοινή συμμετοχή μας σε παρουσίαση βιβλίου στην Λευκωσία. Θετική είναι επίσης και η στάση των λοιπών κομμάτων της αντιπολίτευσης, σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη σχέσεων με το ΝΑΤΟ, όπως έγινε σαφές κατά την προ τριετίας παρουσίαση του βιβλίου μου «Η Ευρώπη της Άμυνας» στη Λευκωσία.
Η εικόνα του προβλήματος
Θα επιδιωχθεί στη συνέχεια να δοθεί μια εικόνα του προβλήματος που υφίσταται σχετικά με τη σχέση της Κύπρου με την Ατλαντική Συμμαχία. Είναι ευνόητο ότι η Κύπρος, ως μέλος της ΕΕ, επεκτείνει τα όρια της Ένωσης προς τα νοτιοανατολικά, πολύ εγγύς της Μέσης Ανατολής, δίνοντας τη δυνατότητα υποστήριξης αποστολών ΚΠΑΑ (Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας) για τη διαχείριση κρίσεων στην εν λόγω περιοχή. Στο πλαίσιο της συνεισφοράς δυνάμεων στην ΚΠΑΑ, η Κύπρος έχει διαθέσει στρατιωτικές μονάδες καθώς επίσης και τη χρήση του αεροδρομίου της Πάφου. Παράλληλα, μετέχει στο Συγκρότημα Μάχης (Battlegroup), με έθνος-πλαίσιο την Ελλάδα (HELBROC), στο οποίο συμμετέχουν επίσης η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ουκρανία. Ωστόσο, οι συνεισφορές αυτές, καίτοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν σημαντικές σε σχέση προς το μέγεθος της χώρας και των ενόπλων δυνάμεών της, κινδυνεύουν να παραμείνουν, σε κάποιες περιπτώσεις, άνευ αξίας λόγω της τουρκικής αντίδρασης και του γεγονότος ότι η Κύπρος δεν έχει καμία σχέση συνεργασίας με το ΝΑΤΟ.
Η είσοδος στην PfP
Συγκεκριμένα, η μη συμμετοχή της Κύπρου τουλάχιστον στη Συνεργασία για την Ειρήνη (PfP), έχει ως αποτέλεσμα τη μη αποδοχή των συνεισφορών της, στις περιπτώσεις που η ΕΕ ενεργεί στο πλαίσιο των ρυθμίσεων Berlin plus (που ρυθμίζουν τις σχέσεις ΕΕ-ΝΑΤΟ), δηλαδή κάνοντας χρήση μέσων και/ή δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ. Στο πλαίσιο αυτό οι κοινές συσκέψεις της ΕΕ με την Ατλαντική Συμμαχία έχουν καταστεί αντικείμενο αντιπαραθέσεων μεταξύ της Κύπρου και της Τουρκίας, από το 2004. Οι Τούρκοι αρνούνται, στην πράξη, να αποδεχθούν τη συμμετοχή της Κύπρου στις κοινές συσκέψεις των δύο οργανισμών, επικαλούμενοι τη μη ύπαρξη συμφωνίας ασφαλείας της Κύπρου με το ΝΑΤΟ. Αντίθετα, η Κύπρος μπορεί να συμμετέχει στις αυτόνομες επιχειρήσεις ΚΠΑΑ καθώς και στις μη στρατιωτικές επιχειρήσεις (civilian operations). Προκειμένου να ξεπεραστεί το πρόβλημα του τουρκικού veto και να αρθεί το εμπόδιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε, με απόφαση που λήφθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2009, με ψήφους 293 - 283, να ενταχθεί η Κύπρος στην πρωτοβουλία PfP, αναθεωρώντας την αρνητική στάση της. Ωστόσο, ο απελθών Πρόεδρος απέρριψε τότε, αμέσως, κάθε τέτοιο ενδεχόμενο.Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις Berlin Plus, η ΕΕ μπορεί να χρησιμοποιεί συγκεκριμένα μέσα και δυνατότητες του ΝΑΤΟ, προκειμένου να διεξάγει τις επιχειρήσεις της. Είναι προφανές ότι όλα τα κράτη-μέλη το ΝΑΤΟ έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν τη διάθεση και τη χρήση τους από την ΕΕ. Η διαδικασία αυτή συνιστά αναντίρρητα ένα μέσο πίεσης που χρησιμοποιείται από τους Τούρκους έναντι της Κύπρου και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Κάθε φορά που μια (στρατιωτική) αποστολή, στο πλαίσιο της ΚΠΑΑ, κάνει χρήση δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ, η Τουρκία αξιώνει και επιβάλλει τη μη συμμετοχή της Κύπρου. Από την άλλη, η Κύπρος, ως μέλος της ΕΕ, προβάλλει βέτο στη συνεργασία της Τουρκίας με τον Ευρωπαϊκό Αμυντικό Οργανισμό (EDA), μια συνεργασία που θα επιθυμούσε η Τουρκία.
Σημειώνεται ότι η Νορβηγία (μέλος του ΝΑΤΟ και αυτή αλλά όχι της ΕΕ) υπέγραψε ένα πλαίσιο συμφωνίας με τον EDA, που της επιτρέπει να συμμετέχει σε κάποιες δραστηριότητές του, κάτι που δεν είναι εφικτό για την Τουρκία. Είναι ευνόητο ότι, όταν η ΕΕ χρησιμοποιεί μιαν αυτόνομη μονάδα σχεδιασμού και διοίκησης (για παράδειγμα ένα από τα πέντε επιχειρησιακά στρατηγεία που διαθέτει), τότε τα πράγματα είναι διαφορετικά. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές η Κύπρος πάντα θα αποκλείεται από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΕΕ, όταν η τελευταία προσφεύγει σε μέσα και δυνατότητες του ΝΑΤΟ. Κατά συνέπεια, η μόνη λύση είναι η συμμετοχή της στις πρωτοβουλίες συνεργασίας του ΝΑΤΟ (PfP και EAPC), κάτι που θα της δώσει τη δυνατότητα να απολαμβάνει την ίδια θέση με την Αυστρία, τη Φινλανδία, την Ιρλανδία, τη Σουηδία ή τη Μάλτα, κράτη-μέλη της ΕΕ που επίσης είναι ουδέτερα, στα οποία όμως έχει προσφερθεί ένα πλαίσιο συνεργασίας με τη Συμμαχία.
Πολιτική αποδυνάμωση
Η παραμονή της Κύπρου εκτός του πλαισίου της Ατλαντικής Συμμαχίας, ενώ δεν της προσφέρει κανένα πλεονέκτημα, την αποκλείει από σημαντικά πολιτικά πλεονεκτήματα. Η Κύπρος, μη μετέχοντας σε καμίαν από της προαναφερθείσες πρωτοβουλίες του ΝΑΤΟ, στις οποίες είναι μέλη ακόμη και οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, βρίσκεται έξω από κάθε κοινό όργανο και συνεργασία. Επισημαίνεται επίσης ότι κάποια σχέση συνεργασίας με το ΝΑΤΟ έχουν και οι αραβικές χώρες της Μεσογείου, μέσω του Μεσογειακού Διαλόγου. Θα ήταν λοιπόν σκόπιμο να επιδιωχθεί, ως ελάχιστη επιδίωξη, η είσοδος της Κύπρου στην PfP.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το όλο πλαίσιο σχέσεων ΕΕ-ΝΑΤΟ έχει επίδραση και στην Κύπρο, όπως και σε άλλες χώρες της ΕΕ, κυρίως εκείνες που δεν ανήκουν στο ΝΑΤΟ και χαρακτηρίζονται ως ουδέτερες. Ειδικώς η Κύπρος αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση, βαδίζοντας μόνη εντός της ΕΕ, καθώς δεν ανήκει ούτε στο ΝΑΤΟ ούτε στην PfP.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η Κύπρος δεν μπορεί να συμμετέχει επαρκώς στην «αμυντική εμβάθυνση» μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΚΠΑΑ, όπως αυτή αποφασίσθηκε ειδικώς στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2008, υπό τη γαλλική προεδρία. Οι συνέπειες της κατάστασης αυτής μπορεί να οδηγούν στη θεσμική και πολιτική αποδυνάμωση της Κύπρου, ειδικώς σε σχέση με τους τομείς της ευρωπαϊκής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής. Επίσης στη διατήρηση και ενίσχυση του στρατηγικού ρόλου της Βρετανίας και της Τουρκίας στην περιοχή, δεδομένης της ύπαρξης των βρετανικών βάσεων και της παράνομης παρουσίας των τουρκικών στρατευμάτων, που σταθμεύουν στο βόρειο τμήμα της νήσου από το 1974. Κατά συνέπεια, η απόμακρη στάση της Κύπρου έναντι του ΝΑΤΟ και της PfP, περιορίζει την ενεργό συμμετοχή της στους αμυντικούς θεσμούς της ΕΕ, ειδικώς σε μία περίοδο που η στρατηγική αξία της νήσου ενισχύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός της ανακάλυψης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στη θαλάσσια περιοχή της.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΡΙΣΗΣ
Υποστράτηγος ε.α., Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης/Διεθνών Σχέσεων
Ένα από τα θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής που έχει να χειρισθεί η νέα Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η σχέση της Κύπρου με το ΝΑΤΟ. Πρόκειται για ένα ζήτημα που η απελθούσα Κυβέρνηση του ΑΚΕΛ αντιμετώπιζε ως «ταμπού» και αρνείτο κάθε σχέση. Ο γράφων έχει δημοσιεύσει και στο παρελθόν κατ’ επανάληψη επί του θέματος, συμβαίνει δε να γνωρίζει τις απόψεις του νέου Προέδρου, όπως ο ίδιος τις εξέφρασε και τον περασμένο Ιούνιο κατά την κοινή συμμετοχή μας σε παρουσίαση βιβλίου στην Λευκωσία. Θετική είναι επίσης και η στάση των λοιπών κομμάτων της αντιπολίτευσης, σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη σχέσεων με το ΝΑΤΟ, όπως έγινε σαφές κατά την προ τριετίας παρουσίαση του βιβλίου μου «Η Ευρώπη της Άμυνας» στη Λευκωσία.
Η εικόνα του προβλήματος
Θα επιδιωχθεί στη συνέχεια να δοθεί μια εικόνα του προβλήματος που υφίσταται σχετικά με τη σχέση της Κύπρου με την Ατλαντική Συμμαχία. Είναι ευνόητο ότι η Κύπρος, ως μέλος της ΕΕ, επεκτείνει τα όρια της Ένωσης προς τα νοτιοανατολικά, πολύ εγγύς της Μέσης Ανατολής, δίνοντας τη δυνατότητα υποστήριξης αποστολών ΚΠΑΑ (Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας) για τη διαχείριση κρίσεων στην εν λόγω περιοχή. Στο πλαίσιο της συνεισφοράς δυνάμεων στην ΚΠΑΑ, η Κύπρος έχει διαθέσει στρατιωτικές μονάδες καθώς επίσης και τη χρήση του αεροδρομίου της Πάφου. Παράλληλα, μετέχει στο Συγκρότημα Μάχης (Battlegroup), με έθνος-πλαίσιο την Ελλάδα (HELBROC), στο οποίο συμμετέχουν επίσης η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ουκρανία. Ωστόσο, οι συνεισφορές αυτές, καίτοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν σημαντικές σε σχέση προς το μέγεθος της χώρας και των ενόπλων δυνάμεών της, κινδυνεύουν να παραμείνουν, σε κάποιες περιπτώσεις, άνευ αξίας λόγω της τουρκικής αντίδρασης και του γεγονότος ότι η Κύπρος δεν έχει καμία σχέση συνεργασίας με το ΝΑΤΟ.
Η είσοδος στην PfP
Συγκεκριμένα, η μη συμμετοχή της Κύπρου τουλάχιστον στη Συνεργασία για την Ειρήνη (PfP), έχει ως αποτέλεσμα τη μη αποδοχή των συνεισφορών της, στις περιπτώσεις που η ΕΕ ενεργεί στο πλαίσιο των ρυθμίσεων Berlin plus (που ρυθμίζουν τις σχέσεις ΕΕ-ΝΑΤΟ), δηλαδή κάνοντας χρήση μέσων και/ή δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ. Στο πλαίσιο αυτό οι κοινές συσκέψεις της ΕΕ με την Ατλαντική Συμμαχία έχουν καταστεί αντικείμενο αντιπαραθέσεων μεταξύ της Κύπρου και της Τουρκίας, από το 2004. Οι Τούρκοι αρνούνται, στην πράξη, να αποδεχθούν τη συμμετοχή της Κύπρου στις κοινές συσκέψεις των δύο οργανισμών, επικαλούμενοι τη μη ύπαρξη συμφωνίας ασφαλείας της Κύπρου με το ΝΑΤΟ. Αντίθετα, η Κύπρος μπορεί να συμμετέχει στις αυτόνομες επιχειρήσεις ΚΠΑΑ καθώς και στις μη στρατιωτικές επιχειρήσεις (civilian operations). Προκειμένου να ξεπεραστεί το πρόβλημα του τουρκικού veto και να αρθεί το εμπόδιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε, με απόφαση που λήφθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2009, με ψήφους 293 - 283, να ενταχθεί η Κύπρος στην πρωτοβουλία PfP, αναθεωρώντας την αρνητική στάση της. Ωστόσο, ο απελθών Πρόεδρος απέρριψε τότε, αμέσως, κάθε τέτοιο ενδεχόμενο.Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις Berlin Plus, η ΕΕ μπορεί να χρησιμοποιεί συγκεκριμένα μέσα και δυνατότητες του ΝΑΤΟ, προκειμένου να διεξάγει τις επιχειρήσεις της. Είναι προφανές ότι όλα τα κράτη-μέλη το ΝΑΤΟ έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν τη διάθεση και τη χρήση τους από την ΕΕ. Η διαδικασία αυτή συνιστά αναντίρρητα ένα μέσο πίεσης που χρησιμοποιείται από τους Τούρκους έναντι της Κύπρου και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Κάθε φορά που μια (στρατιωτική) αποστολή, στο πλαίσιο της ΚΠΑΑ, κάνει χρήση δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ, η Τουρκία αξιώνει και επιβάλλει τη μη συμμετοχή της Κύπρου. Από την άλλη, η Κύπρος, ως μέλος της ΕΕ, προβάλλει βέτο στη συνεργασία της Τουρκίας με τον Ευρωπαϊκό Αμυντικό Οργανισμό (EDA), μια συνεργασία που θα επιθυμούσε η Τουρκία.
Σημειώνεται ότι η Νορβηγία (μέλος του ΝΑΤΟ και αυτή αλλά όχι της ΕΕ) υπέγραψε ένα πλαίσιο συμφωνίας με τον EDA, που της επιτρέπει να συμμετέχει σε κάποιες δραστηριότητές του, κάτι που δεν είναι εφικτό για την Τουρκία. Είναι ευνόητο ότι, όταν η ΕΕ χρησιμοποιεί μιαν αυτόνομη μονάδα σχεδιασμού και διοίκησης (για παράδειγμα ένα από τα πέντε επιχειρησιακά στρατηγεία που διαθέτει), τότε τα πράγματα είναι διαφορετικά. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές η Κύπρος πάντα θα αποκλείεται από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΕΕ, όταν η τελευταία προσφεύγει σε μέσα και δυνατότητες του ΝΑΤΟ. Κατά συνέπεια, η μόνη λύση είναι η συμμετοχή της στις πρωτοβουλίες συνεργασίας του ΝΑΤΟ (PfP και EAPC), κάτι που θα της δώσει τη δυνατότητα να απολαμβάνει την ίδια θέση με την Αυστρία, τη Φινλανδία, την Ιρλανδία, τη Σουηδία ή τη Μάλτα, κράτη-μέλη της ΕΕ που επίσης είναι ουδέτερα, στα οποία όμως έχει προσφερθεί ένα πλαίσιο συνεργασίας με τη Συμμαχία.
Πολιτική αποδυνάμωση
Η παραμονή της Κύπρου εκτός του πλαισίου της Ατλαντικής Συμμαχίας, ενώ δεν της προσφέρει κανένα πλεονέκτημα, την αποκλείει από σημαντικά πολιτικά πλεονεκτήματα. Η Κύπρος, μη μετέχοντας σε καμίαν από της προαναφερθείσες πρωτοβουλίες του ΝΑΤΟ, στις οποίες είναι μέλη ακόμη και οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, βρίσκεται έξω από κάθε κοινό όργανο και συνεργασία. Επισημαίνεται επίσης ότι κάποια σχέση συνεργασίας με το ΝΑΤΟ έχουν και οι αραβικές χώρες της Μεσογείου, μέσω του Μεσογειακού Διαλόγου. Θα ήταν λοιπόν σκόπιμο να επιδιωχθεί, ως ελάχιστη επιδίωξη, η είσοδος της Κύπρου στην PfP.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το όλο πλαίσιο σχέσεων ΕΕ-ΝΑΤΟ έχει επίδραση και στην Κύπρο, όπως και σε άλλες χώρες της ΕΕ, κυρίως εκείνες που δεν ανήκουν στο ΝΑΤΟ και χαρακτηρίζονται ως ουδέτερες. Ειδικώς η Κύπρος αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση, βαδίζοντας μόνη εντός της ΕΕ, καθώς δεν ανήκει ούτε στο ΝΑΤΟ ούτε στην PfP.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η Κύπρος δεν μπορεί να συμμετέχει επαρκώς στην «αμυντική εμβάθυνση» μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΚΠΑΑ, όπως αυτή αποφασίσθηκε ειδικώς στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2008, υπό τη γαλλική προεδρία. Οι συνέπειες της κατάστασης αυτής μπορεί να οδηγούν στη θεσμική και πολιτική αποδυνάμωση της Κύπρου, ειδικώς σε σχέση με τους τομείς της ευρωπαϊκής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής. Επίσης στη διατήρηση και ενίσχυση του στρατηγικού ρόλου της Βρετανίας και της Τουρκίας στην περιοχή, δεδομένης της ύπαρξης των βρετανικών βάσεων και της παράνομης παρουσίας των τουρκικών στρατευμάτων, που σταθμεύουν στο βόρειο τμήμα της νήσου από το 1974. Κατά συνέπεια, η απόμακρη στάση της Κύπρου έναντι του ΝΑΤΟ και της PfP, περιορίζει την ενεργό συμμετοχή της στους αμυντικούς θεσμούς της ΕΕ, ειδικώς σε μία περίοδο που η στρατηγική αξία της νήσου ενισχύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός της ανακάλυψης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στη θαλάσσια περιοχή της.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΡΙΣΗΣ
Υποστράτηγος ε.α., Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης/Διεθνών Σχέσεων