«Σοβαρό λάθος» χαρακτηρίζει σε έκθεσή της που δίνεται σήμερα
στη δημοσιότητα η Επιτροπή Ευρωπαϊκής Ένωσης της βρετανικής Βουλής των
Λόρδων την απόφαση για ένταξη της Κύπρου «πριν την επίλυση της διένεξης
επί της Βόρειας Κύπρου», όπως γράφει.
Η επιτροπή αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η ένταξη της Κύπρου εισήγαγε
μια διμερή διένεξη εντός της ΕΕ, μετατρέποντάς την σε διένεξη μεταξύ της
Ένωσης και μιας υποψήφιας προς ένταξη χώρας. Εκτιμάται ότι μερίδιο
ευθύνης για το «σοβαρό λάθος» φέρουν τόσο η ΕΕ όσο και η Τουρκία, οι
οποίες υφίστανται σοβαρές αρνητικές συνέπειες.
Σε ό,τι αφορά την ΕΕ γίνεται λόγος για «οδυνηρά μαθήματα» και για
περιορισμό της δυνατότητάς της να ενθαρρύνει τις δύο πλευρές να
καταλήξουν σε διευθέτηση, ενώ για την Τουρκία επισημαίνεται η διακοπή
της διαδικασίας ένταξής της.
Τα 19 μέλη της επιτροπής, που περιλαμβάνουν τον πρώην ειδικό
απεσταλμένο της Βρετανίας για το Κυπριακό λόρδο Χάνεϊ, σημειώνουν ότι
στο μέλλον κάθε διμερής διένεξη θα πρέπει να επιλύεται πριν την ένταξη
μιας χώρας στην ΕΕ. Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο παράδειγμα των δυτικών
Βαλκανίων με τη διένεξη μεταξύ Ελλάδας και εσχάτως της Βουλγαρίας από
τη μία πλευρά και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας
(πΓΔΜ) από την άλλη, αλλά και στη διένεξη μεταξύ Σερβίας και
Κοσσυφοπεδίου.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η σύσταση της επιτροπής να μην
παραχωρείται σε τρίτη χώρα ντε φάκτο βέτο κατά της ένταξης υποψήφιας
χώρας. Η έκθεση εξηγεί ότι η αρχή της ομοφωνίας ως προς την ένταξη νέων
χωρών προκαλεί αναπόφευκτα και ανεπιθύμητα εμπόδια στη διαδικασία
διεύρυνσης. «Καλούμε τη [βρετανική] κυβέρνηση να συνεργαστεί στενά με
άλλα κράτη-μέλη (…) ώστε να αναζητήσει λύσεις που θα επιτρέπουν την
ομαλή συνέχιση της διαδικασίας διεύρυνσης [σε περιπτώσεις διμερών ή
εσωτερικών διενέξεων]», αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Ένας εκ των αξιωματούχων που κατέθεσε τις απόψεις του στην επιτροπή
κατά τον καταρτισμό της έκθεσης ήταν ο υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδιος
για ευρωπαϊκές υποθέσεις της βρετανικής κυβέρνησης, Ντέιβιντ
Λίντινγκτον. Όπως σημειώνεται στην έκθεση, ο κ. Λίντινγκτον επιβεβαίωσε
ότι «η περιφερειακή συνεργασία και οι καλές σχέσεις γειτονίας παραμένουν
βασικές αρχές της διαδικασίας διεύρυνσης», συμφωνώντας παράλληλα με την
επιτροπή ότι «διμερείς διενέξεις δεν μπορεί να επιτρέπεται να
υπονομεύουν αυτές τις αρχές ή να παρεμβάλλονται στη διαδικασία
διεύρυνσης».
Πιέσεις και προς την Αθήνα για το πΓΔΜ
Σε ό,τι αφορά το θέμα της ονομασίας της πΓΔΜ, ο ευρωβουλευτής των
Εργατικών Ρίτσαρντ Χόουιτ τόνισε μιλώντας στην επιτροπή ότι πρέπει να
ασκηθεί πίεση επί της Αθήνας και των Σκοπίων από τους εταίρους,
υπονοώντας ότι είναι απαραίτητη η πίεση επί της Ελλάδας από τους
εταίρους. Στα συμπεράσματά της η επιτροπή αναφέρει ότι οι καλές σχέσεις
γειτονίας αφορούν και τα δύο μέρη και ότι οι χώρες που είναι ήδη μέλη
της ΕΕ θα πρέπει να ενεργούν προληπτικά καλή τη πίστει για την επίλυση
διμερών διενέξεων, αλλά και να ενθαρρύνουν τους εταίρους τους να
πράττουν κατά τον ίδιο τρόπο. Εξάλλου, από τα λεγόμενα του αρμοδίου για
τη Διεύρυνση επιτρόπου Στέφαν Φούλε προς την επιτροπή της Βουλής των
Λόρδων προέκυψε ότι η Κομισιόν θα προσφέρει μια παράλληλη διαδικασία με
σκοπό τη διατήρηση του διαχωρισμού μεταξύ διμερών θεμάτων και
διαδικασίας διεύρυνσης. Ο επίτροπος ανέφερε ότι έχει γίνει καταγραφή των
ανοιχτών διμερών θεμάτων που αφορούν τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων
και θα αναζητηθεί προσδιορισμός της σπουδαιότητάς τους σε διαβουλεύσεις
με τις χώρες αυτές.
Η έκθεση διατυπώνει παράλληλα τη θέση ότι η πρόοδος προς ένταξη μιας
υποψήφιας χώρας δεν πρέπει να σταματά λόγω διμερών διαφωνιών, παρά μόνο
όταν φτάνει η στιγμή της πλήρους ένταξης, που πρέπει να παγώνει μέχρι να
επιλυθεί η διαφορά. Προκρίνεται η επίλυση των διμερών ζητημάτων, όταν
είναι δυνατόν, μέσω διεθνώς αναγνωρισμένων δικαστηρίων ή διαδικασιών
επίλυσης διαφορών.
Σε ό,τι αφορά την Τουρκία επισημαίνεται μία «ενταξιακή κόπωση», με τον
αναπληρωτή μόνιμο αντιπρόσωπο της Άγκυρας στην ΕΕ να διαβεβαιώνει
πάντως στην παρουσία του ενώπιον της επιτροπής ότι ο προσανατολισμός της
χώρας ήταν πάντοτε ευρωπαϊκός. Η επιτροπή της Βουλής των Λόρδων «χωρίς
να παραγνωρίζει τα πολλά εναπομείναντα εμπόδια για την ένταξή της»
προειδοποιεί για τον κίνδυνο τέλματος στις διαπραγματεύσεις με την
Τουρκία και χαιρετίζει τις πρόσφατες ενδείξεις για νέα θετική δυναμική
κατά την ιρλανδική προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Η Επιτροπή ΕΕ της Βουλής των Λόρδων επαναβεβαιώνει εξάλλου τη σημασία
της περαιτέρω διεύρυνσης της Ένωσης στη βάση των αρχών της οικοδόμησης
οικονομικής ανάπτυξης και ενίσχυσης της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Τονίζει
όμως ότι τα νέα κράτη-μέλη θα πρέπει να συμμορφώνονται πλήρως με τα
κριτήρια της Κοπεγχάγης, που περιλαμβάνουν το σεβασμό στη δημοκρατία και
τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αναφέρεται ότι η αδυναμία αδιάσειστης εφαρμογής αυτών των κριτηρίων
σήμαινε ότι η Ρουμανία και η Βουλγαρία εντάχθηκαν πριν να είναι έτοιμες,
γεγονός που οδήγησε στην υιοθέτηση του μη ικανοποιητικού Μηχανισμού
Συνεργασίας και Επαλήθευσης για την ολοκλήρωση των ανεπαρκών
μεταρρυθμίσεων στις δύο χώρες μετά την ένταξή τους. Η επιτροπή προσθέτει
ότι Ρουμανία και Βουλγαρία έχουν ακόμη δουλειά στους τομείς της
δικαιοσύνης και της πάταξης της διαφθοράς. «Θα ήταν καλύτερο αν αυτές οι
μεταρρυθμίσεις είχαν εφαρμοστεί πριν γίνουν κράτη μέλη της ΕΕ»,
σχολιάζει η έκθεση.
Οι Βρετανοί λόρδοι λένε επίσης ότι ενώ προκύπτει ξεκάθαρο οικονομικό
όφελος για τις χώρες που εντάσσονται στην ΕΕ, ο οικονομικός αντίκτυπος
για τα υπάρχοντα μέλη είναι λιγότερο εύκολος να προσδιοριστεί. Η
επιτροπή αναγνωρίζει τις ανησυχίες στις χώρες μέλη για τη μετανάστευση
πολιτών από τις νεοεντασσόμενες χώρες και δηλώνει ότι η επταετής
μεταβατική περίοδος πριν την απόκτηση πλήρων δικαιωμάτων των νέων
πολιτών της ΕΕ ως προς την ελεύθερη μετακίνηση και πρόσβαση στην ενιαία
αγορά εργασίας είναι αρμόζουσα και προσφέρει ικανό χρονικό διάστημα στις
κατά τόπους αγορές εργασίας να προσαρμοστούν.
Η επιτροπή επισημαίνει ότι η μέχρι τώρα διεύρυνση έχει δημιουργήσει
μία ενιαία αγορά 500 εκατομμυρίων καταναλωτών με συνολικό ΑΕΠ 11
τρισεκατομμυρίων λιρών, φέρνοντας οφέλη σε νέα και παλαιότερα μέλη.
Σε ό,τι αφορά την ασφάλεια της ΕΕ, η έκθεση αποφαίνεται ότι η
διεύρυνση έχει παίξει ζωτικό ρόλο στη βελτίωσή της και ότι θα συνεχίσει
να τη βελτιώνει στο μέλλον. Ανάλογη ενίσχυση και της επιρροής της ΕΕ
εκτιμάται ότι θα επιφέρει η ένταξη χωρών των δυτικών Βαλκανίων και της
Τουρκίας.
Η οικονομική κρίση στην ΕΕ
Επίσης, η έκθεση της επιτροπής της Βουλής των Λόρδων αναγνωρίζει πως η
οικονομική κρίση στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με φόβους για μεταναστευτικό
κύμα από τις νεότερες χώρες-μέλη, έχει αμβλύνει τον ενθουσιασμό για τη
διεύρυνση. Σημειώνεται ότι οι θεσμοί της ΕΕ και οι εθνικές κυβερνήσεις
πρέπει να εξηγήσουν καλύτερα στο κοινό τα οφέλη μια μεγαλύτερης ΕΕ και
ενιαίας αγοράς. Εκφράζεται επίσης λύπη για την υποχώρηση της διεύρυνσης
στη λίστα προτεραιοτήτων χωρών όπως η Γερμανία και η Γαλλία.
Ο επικεφαλής της Επιτροπή ΕΕ της Βουλής των Λόρδων, λόρδος Μπόσγουελ
σχολίασε ότι είναι σημαντικό να μην αποστρέψει η ΕΕ το βλέμμα από τα
οφέλη της διεύρυνσης. «Η Βρετανία, για παράδειγμα, σκοπεύει να βγει από
την ύφεση ενισχύοντας τις εξαγωγές της και μια μεγαλύτερη ενιαία αγορά
μόνο να συμβάλλει μπορεί σε μια τέτοια προσπάθεια», είπε χαρακτηριστικά.
Πρόσθεσε ότι δεν μπορεί να επαναληφθεί η ένταξη χωρών όπως η Ρουμανία
και η Βουλγαρία που δεν πληρούν απολύτως τα κριτήρια της Κοπεγχάγης.
Στην έκθεση αναφέρεται, τέλος, ότι κάθε ευρωπαϊκή χώρα που το επιθυμεί
θα μπορούσε τελικά να ενταχθεί στην ΕΕ, καθώς η θέσπιση κάποιου ορίου
δε συνάδει με τη το ευρωπαϊκό σύμφωνο. Σημειώνεται δε ότι ο αποκλεισμός
ευρωπαϊκών χωρών θα μπορούσε να τις οδηγήσει υπό τη ρωσική σφαίρα
επιρροής.