Τα «ταμπού» του ισλαμικού κινήματος και ο διπλός πολιτικός στόχος
Τα πρωτοσέλιδα του ισλαμικού και φιλοκυβερνητικού έντυπου Τύπου στην
Τουρκία στις 30 Σεπτεμβρίου 2016, ήταν περισσότερο από αποκαλυπτικά της
ικανότητας του Έρντογαν, αλλά και του δικτύου εξουσίας του ισλαμικού
κινήματος της χώρας στο να καθορίζουν σε τέτοιο βαθμό την επικαιρότητα.
Οι γνωστές αναφορές του προέδρου της χώρας που έγιναν την προηγούμενη
μέρα στην 27η συνάντηση των τοπικών αρχόντων (μουχτάρηδων)
όχι μόνο κυριάρχησαν, αλλά έδωσαν και το στίγμα του πολιτικού πλαισίου
που διεκδικεί να δημιουργήσει η κυρίαρχη εξουσία για το επόμενο χρονικό
διάστημα στην Τουρκία. Η Γενί Σιαφάκ είχε πρωτοσέλιδο τίτλο «Αντεπίθεση Λωζάνης». Η Γενί Ακίτ «Μας πάσαραν τη Λωζάνη ως νίκη». Η Ντιριλις Ποστασί «Η Λωζάνη δεν ήταν μια νίκη, αλλά υποταγή στην κατοχή», ενώ η επίσης φιλοκυβερνητική Στάρ έγραφε «Μας απείλησαν με τη συνθήκη των Σεβρών και μας πάσαραν τη Λωζάνη». Βεβαίως η συγκεκριμένη αναφορά του Έρντογαν έχει πολλαπλή σημασία και δεν έγινε τυχαία. Αγγίζει πτυχές της εσωτερικής αντιπαράθεσης στη χώρα, αλλά και ζητήματα των κρίσιμων γεωπολιτικών ανακατατάξεων σε ολόκληρη την περιοχή.
Στο ευρύτερο πλαίσιο της υπενθύμισης για την «ιστορική ενόχληση» του ισλαμικού κινήματος της Τουρκίας κατά την ομιλία Έρντογαν, βρέθηκαν θέματα όπως η επιμήκυνση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, η συνέχιση της ένοπλης αντιμετώπισης του ΡΚΚ, αλλά και η θέση που διεκδικεί για τη χώρα του στην περιφέρεια. Με λίγα λόγια, η επανάληψη της αντίληψης ότι η συνθήκη της Λωζάνης δε θα πρέπει να παρουσιάζεται ως νίκη της Τουρκίας, ήταν μια ακόμα προσπάθεια δημιουργίας νέων πεδίων αντιπαράθεσης με την κεμαλική-κοσμική ιστορία της Τουρκίας σε όλα τα επίπεδα.
Από τον Έρμπακαν στον Έρντογαν: Μια ιστορική καχυποψία του ισλαμικού κινήματος…
Για το θέμα της επικριτικής του στάσης ενάντια στη συνθήκη της Λωζάνης, είναι γεγονός ότι κανένας δε μπορεί να χρεώσει στον Έρντογαν ασυνέπεια. Με διαβαθμίσεις στον τόνο του πολιτικού λόγου που αναπτύσσει εδώ και χρόνια, παραμένει συνεπής στις ιδεολογικές παρακαταθήκες του κινήματος μέσα στο οποίο αναδείχθηκε και σε ότι αφορά στο σκεπτικισμό για τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Τα παραδείγματα είναι όντως πολλά. Τουλάχιστον για την περίοδο που ο Έρντογαν είναι πρόεδρος της Τουρκίας, το αρχείο της επίσημης ιστοσελίδας της προεδρίας είναι διαφωτιστικό σε σχέση με τις κατά καιρούς απόψεις του για τη συνθήκη της Λωζάνης.
Στις 24 Ιουλίου 2015, την επέτειο των 92 χρόνων της συνθήκης, το προεδρικό μήνυμα του Έρντογαν υπογράμμιζε ότι «η Τουρκική Δημοκρατία προχωρεί με αποφασιστικότητα προς τους στόχους της, με την ίδια επιμονή και ενθουσιασμό της υλοποίησης του οράματος, του οποίου οι βάσεις τέθηκαν στα χρόνια της ίδρυσης της». Χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα τη συνθήκη της Λωζάνης φρόντισε να κρατήσει χαμηλούς τόνους. Κάτι που δεν έπραξε όμως τον Απρίλιο του 2016 όταν μιλούσε για την ανάγκη «μουσουλμανικής αδελφότητας» στην επίλυση του Κουρδικού, υπογραμμίζοντας πως η Λωζάνη «φέρει πολλές προβληματικές πτυχές». Λίγες εβδομάδες μετά, στις 19 Μαΐου 2016, μιλώντας σε τηλεοπτική εκπομπή αφιερωμένη στη νεολαία, ο Πρόεδρος της Τουρκίας ήταν ακόμα πιο ξεκάθαρος: «η επικαιροποίηση της συνθήκης της Λωζάνης… είναι επιθυμία μας».
Σε γενικές γραμμές ο Έρντογαν επαναφέρει τις βασικές αναζητήσεις του πολιτικού του «πατέρα» Νετζμεττίν Έρμπακαν, έστω και αν όντως ο σημερινός πρόεδρος του τουρκικού κράτους είναι σε πολλά θέματα πολύ πιο πραγματιστής από τον ιστορικό ηγέτη του ισλαμικού κινήματος της Τουρκίας. Για παράδειγμα ο Έρμπακαν σε ένα από τα πολλά του κείμενα σε σχέση με τη συνθήκη της Λωζάνης με τίτλο «Η Λωζάνη, οι μειονότητες και το μετά» που δημοσιεύθηκε το 2011 αλλά γράφτηκε πολλά χρόνια προηγουμένως σημειώνει τα εξής: «Η παρουσίαση της Λωζάνης ως εγγύησης της ανεξαρτησίας του τουρκικού έθνους είναι άτοπη… Ο ισχυρισμός ότι ένα έθνος ξανακέρδισε την ανεξαρτησία του στη Λωζάνη, δεν είναι συνεπής ούτε ενώπιον των ιστορικών πραγματικοτήτων, αλλά ούτε και ενώπιον της λογικής. Εάν λάβουμε υπόψη ότι η χώρα μας αντιμετώπισε μια ξένη εισβολή και κατάφερε να τη νικήσει με ένα απελευθερωτικό πόλεμο, τότε είναι αλήθεια ότι με τη συνθήκη της Λωζάνης έγινε μια συνωμοσία ενάντια στην ανεξαρτησία μας…».
Σύμφωνα με τον Ιμπραχίμ Καράγκιουλ, αρθρογράφο της Γενί Σιαφάκ, ο Έρντογαν ξεκινώντας τη συζήτηση για τη συνθήκη της Λωζάνης κατάφερε να πυροδοτήσει μια θετική αντιπαράθεση σε σχέση «με τη λεηλασία μιας αυτοκρατορίας και το διαμελισμό της σε κομμάτια κρατών», καθώς και «με τη φυλάκιση της Τουρκίας στην Ανατολία και τον εξαναγκασμό της σε ένα καθεστώς κηδεμονίας για ολόκληρο τον 20ο αιώνα». Τα γραφόμενα του Καράγκιουλ δίνουν με ολοκληρωμένο τρόπο το ιδεολογικό επίκεντρο των στόχων που συνοδεύουν τον ισλαμικό σκεπτικισμό για τη Λωζάνη, τόσο σε ότι αφορά στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και σε ότι αφορά τις επόμενες διπλωματικές κινήσεις.
Για το ισλαμικό κίνημα της Τουρκίας «όλα τα κακά» της χώρας ξεκινούν περίπου με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αλλαγή του χάρτη της Μέσης Ανατολής, ο εθνοτικός και εθνικός διαχωρισμός, η δημιουργία «τεχνητών και ψεύτικων» εθνικών κρατών με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελούν μερικές από τις ενστάσεις που διατυπώνει εδώ και χρόνια το πολιτικό Ισλάμ. Υπό αυτή την έννοια, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) επαναφέρει το θέμα στο ευρύτερο πλαίσιο της θεώρησης περί ύπαρξης «ανοιχτών λογαριασμών» με τη Δύση που θα πρέπει να κλείσουν.
Η Λωζάνη και ο κεμαλικός εκσυγχρονισμός της Τουρκίας ως «προβλήματα»
«Η Λωζάνη ήταν το φιρμάνι του θανάτου μας. Η Τουρκία δεν τέθηκε υπό την κατοχή ξένων, όμως οι κοσμικές ελίτ την εκκοσμίκευσαν από τα πάνω, εξαφάνισαν κάθε ισλαμικό ισχυρισμό και την σκλάβωσαν από τα μέσα… Αυτή η χώρα πρακτικά δεν αποικιοποιήθηκε, όμως με τη διαδικασία της Λωζάνης εκκοσμικεύθηκε και εμμέσως σε επίπεδο συνειδήσεων μπήκε σε μια πορεία αυτο-αποικιοποίησης.
Περιληπτικά: Με τη διαδικασία της Λωζάνης σύρθηκε στο αδιέξοδο του εκδυτικισμού και της αυστηρής κοσμικότητας. Με αυτό τον τρόπο εξουδετερώθηκε το μεγαλύτερο εμπόδιο ενάντια στους δυτικούς ιμπεριαλιστές». Το προαναφερθέν απόσπασμα ανήκει στον Γιουσούφ Καπλάν, επίσης αρθρογράφο της Γενί Σιαφάκ, ο οποίος στο κείμενο του στις 30 Σεπτεμβρίου έθεσε με χαρακτηριστικό τρόπο τις απόψεις περί της πολιτιστικής και οικονομικής υποδούλωσης της Τουρκίας, οι βάσεις των οποίων σύμφωνα με τον ίδιο, τέθηκαν με τη συνθήκη της Λωζάνης. Αυτό το σκεπτικό παραπέμπει στον ισχυρισμό ότι η πολιτική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας μετά την υπογραφή της συγκεκριμένης συνθήκης, απέκοψε την Τουρκία από το αυτοκρατορικό και ισλαμικό της παρελθόν.
Η αποκοπή της χώρας από τον ισλαμικό πολιτισμό και η επιβολή του «μιμητισμού της Δύσης», αποτελεί για τους Μουσουλμάνους διανοούμενους μέχρι σήμερα, το «άλλο όνομα» της εξάρτησης της Τουρκίας από τη Δύση σε όλα τα επίπεδα.
Εκείνο λοιπόν που συνεχίζει να ενοχλεί το ισλαμικό κίνημα της Τουρκίας μέχρι σήμερα, σε σχέση με τη Λωζάνη, είναι μεταξύ άλλων, οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι δυναμικές που η συγκεκριμένη συνθήκη απελευθέρωσε σε σχέση με τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς του κεμαλισμού. Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης, η Τουρκία μπήκε σε μια περίοδο η οποία χαρακτηρίστηκε κυρίως από την ενίσχυση της ήδη προϋπάρχουσας δυναμικής του κεμαλικού κινήματος, αλλά και στην ενδυνάμωση των πιο ξεκάθαρων δομικών χαρακτηριστικών του κεμαλισμού. Καθόλου τυχαία, με τη συνθήκη της Λωζάνης εμπεδώνεται στη χώρα η οικοδόμηση του ρεπουμπλικανικού κράτους, δηλαδή όλων των χαρακτηριστικών ανατροπής μιας «ισλαμικής» αυτοκρατορικής διοίκησης. Λίγο μετά καταργείται και επίσημα η ύπαρξη του Χαλιφάτου, ενώ ξεκινά μια «αδιάλλακτη» πορεία εκκοσμίκευσης των κρατικών δομών και της κοινωνίας, πολλές φορές με την ενεργοποίηση βίας και περιθωριοποίηση των ανεξάρτητων από την κρατική εξουσία ισλαμικών φορέων.
Επιπρόσθετα μετά τη συνθήκη της Λωζάνης, δημιουργούνται οι προοπτικές για την ενίσχυση αυτού που θα ονομαστεί «κεμαλικό μονοκομματικό κράτος», το οποίο και θα αναδειχθεί ως ο μέγιστος πρωταγωνιστής στον οικονομικό σχεδιασμό και τη μεταφορά πηγών κερδοφορίας στους κοσμικούς κύκλους εξουσίας. Καθόλου τυχαία λοιπόν, η πρώτη ισχυρή επίκριση των αναφορών Έρντογαν από την αξιωματική αντιπολίτευση σε σχέση με τη Λωζάνη, επικεντρώθηκε στην επαναφορά της αξίας του κεμαλικού εκσυχρονισμού του χώρου της Ανατολίας. Ο Κεμάλ Κιλιτσιντάρογλου, πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, απευθυνόμενος στον Έρντογαν δήλωσε τα εξής: «Να μη ξεχνάς ότι κάθεσαι σε εκείνη την καρέκλα εξουσίας εξαιτίας του ρεπουμπλικανικού κράτους… Εμείς υποστηρίζουμε την Άγκυρα και αυτοί την Κωνσταντινούπολη. Εμείς υποστηρίζουμε το ρεπουμπλικανικό κράτος και αυτοί το Χαλιφάτο. Εμείς υποστηρίζουμε την έννοια του πολίτη και αυτοί υποστηρίζουν την έννοια του υπηρέτη του Θεού».
Ένα μέρος της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης Ισλάμ-Κεμαλισμού
Η κυρίαρχη αντίληψη για την εξωτερική πολιτική του νεοσύστατου τουρκικού κράτους, επικεντρώθηκε στην υπογράμμιση για προστασία των εθνικών συνόρων και της ανεξαρτησίας, καθώς για την διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών για οικονομική ανάπτυξη. Είναι γεγονός ότι το «Εθνικό Συμβόλαιο», το οποίο επισημοποιήθηκε με τη συνθήκη της Λωζάνης, οριοθετεί το έθνος στα όρια του κράτους. Το έθνος ταυτίζεται σχεδόν σε απόλυτο βαθμό με τα γεωγραφικά και πολιτικά όρια της νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με την επίσημη θέση, ο ίδιος ο κεμαλισμός δε φέρει μαζί του κανένα είδος αλυτρωτισμού. Αρχικά δε συμπεριλαμβάνει στους στόχους του, τους «έξω Τούρκους». Επομένως η ίδρυση του κράτους του 1923, δεν αποτέλεσε συμβιβασμό-υποχώρηση από τα οράματα ενός αλυτρωτικού αγώνα, αλλά μια πράξη σωτηρίας και επιβίωσης του έθνους από την εδαφική συρρίκνωση. Η ίδρυση του κράτους ήρθε για να επικυρώσει την ύπαρξη του σύγχρονου έθνους και την ανάπτυξη του σε ένα περιβάλλον κρατικού καπιταλισμού με μοντέλο την υποκατάσταση των εισαγωγών.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το κεμαλικό δόγμα «Ειρήνη στην πατρίδα – Ειρήνη στον Κόσμο» έβρισκε για κάποια χρόνια την εφαρμογή του στην εξωτερική πολιτική ως εξής: Προσπάθεια για σταθεροποίηση της εδαφικής και πολιτικής υπόστασης της χώρας και διατήρηση της τότε «παρούσας κατάστασης» που δημιούργησε η Συνθήκη της Λωζάνης. Η σύναψη του Συμφώνου Ελληνοτουρκικής Φιλίας το 1930, του Βαλκανικού Συμφώνου το 1934 και το 1937 του Συμφώνου Σαανταμπάντ με χώρες της Μέσης Ανατολής, συνιστούν μερικές χαρακτηριστικές εικόνες της εφαρμογής του προαναφερθέντος δόγματος. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι σε ένα περιβάλλον έντονων ανταγωνισμών των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή που κορυφώνονταν με τη σταδιακή επικράτηση του φασισμού στην Ευρώπη, η τουρκική εξωτερική πολιτική ήταν προϊόν της «ανάγκης των καιρών» για επιβίωση του νεοσύστατου ρεπουμπλικανικού κράτους.
Όμως εάν σταθεί κάποιος μόνο στην κυρίαρχη θεώρηση για τον κεμαλικό εθνικισμό, τότε δημιουργούνται κάποια κενά. Νεότερες μελέτες στην τουρκική βιβλιογραφία υπογραμμίζουν ότι η γεωγραφική οριοθέτηση του έθνους εντός των συνόρων της ρεπουμπλικανικής Τουρκίας, συνυπάρχει με μια πολιτισμική οριοθέτηση. Αυτός ο «πολιτισμικός» εθνικισμός ξεπερνά κατά πολύ τα σύνορα του σύγχρονου τουρκικού κράτους και εμπεριέχει μια πτυχή «οικουμενικότητας», η οποία με τη σειρά της δημιουργεί το όραμα για μια παντουρκική ενότητα. Επομένως, παρόλο που οι κυρίαρχες διακηρύξεις του κεμαλισμού δεν περιέχουν πτυχές ενός αλυτρωτικού οράματος, εντούτοις υπάρχει μια διαχρονική οργανική σχέση μεταξύ των «μέσα» και των «έξω» Τούρκων. Την περίοδο του Μουσταφά Κεμάλ, ο εθνικισμός υποτάσσεται στη ρεπουμπλικανική γεωγραφία. Η ίδια η ρεπουμπλικανική γεωγραφία σε συνθήκες κρατικού καπιταλισμού, αδρανοποιεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τις αυτοκρατορικές εκφάνσεις του εθνικισμού, χωρίς ωστόσο να τις εξουδετερώνει.
Το ΑΚΡ και ο ηγεμονικός αναθεωρητισμός
Είναι λοιπόν αυτές ακριβώς της αυτοκρατορικές εκφάνσεις στο γεωπολιτικό όραμα που πολλές φορές τα τελευταία χρόνια επαναφέρει το κυβερνών ΑΚΡ. Στις επικρατούσες θεωρητικές προσεγγίσεις των διεθνών σχέσεων, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ιδιαίτερα από το 2010 και μετά, μπορεί να μελετηθεί και στο κεφάλαιο του αναθεωρητισμού. Δηλαδή ως μια πολιτική εξουσία που αποφασίζει ότι η υφιστάμενη τάξη πραγμάτων δεν υπηρετεί τα συμφέροντα της και κινείται για να την αλλάξει, εφόσον προηγουμένως καταφέρνει να υπολογίζει με ακρίβεια τις δυνατότητες και τις προοπτικές της. Βεβαίως ο αναθεωρητισμός δεν προϋποθέτει την άσκηση της βίας. Αναθεώρηση μιας τάξης πραγμάτων μπορεί να γίνει και με ειρηνικούς τρόπους και κυρίως κερδίζοντας τη συναίνεση περιφερειακών και παγκόσμιων παραγόντων. Η ίδια η Τουρκία τη δεκαετία του 1930 κατάφερε μέσα από διαπραγματεύσεις να επεκτείνει την επιρροή της στο καθεστώς των Στενών μέσα από τη συνθήκη το Μοντρέ.
Βεβαίως ο συγκεκριμένος αναθεωρητισμός του ισλαμικού κινήματος της Τουρκίας και η προσπάθεια μετατροπής της χώρας σε «οικουμενικό κράτος» με αφορμή την έναρξη των αραβικών εξεγέρσεων το 2011, δε περιγράφει μόνο μια διπλωματική προσπάθεια. Ούτε και προσπαθεί να διηγηθεί απλά μια άλλη ιστορία που ανατρέπει τα κεμαλικά χαρακτηριστικά. Το ΑΚΡ σήμερα, μπαίνει στη διαδικασία αλλαγής του γεωπολιτικού περιβάλλοντος, την οποία συνδυάζει με την αλλαγή της ηγεμονίας των ελίτ στο εσωτερικό της χώρας. Επομένως το ΑΚΡ δεν προωθεί γενικά μια αναθεώρηση που θα ανατρέπει τις «κάθετες ιεραρχίες» στην Τουρκία, ούτε θα αναδεικνύει το λόγο των «υποδεέστερων».
Αντίθετα προωθεί ένα διαφορετικό όραμα στα πλαίσια της κυρίαρχης κατάστασης και των ισορροπιών στην Τουρκία. Τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η συγκεκριμένη βούληση του Έρντογαν και του ΑΚΡ, προέρχονται ακριβώς από τη λανθασμένη εκτίμηση των δυνατοτήτων (οικονομικών, πολιτικών και διπλωματικών) της χώρας να ανατρέψει μια προϋπάρχουσα και να οικοδομήσει μια νέα περιφερειακή τάξη πραγμάτων. Στο παρόν στάδιο οι στόχοι που θέτει ο Έρντογαν σε σχέση με τα «υπόλοιπα» που θεωρεί αφήνει πίσω της η συνθήκη της Λωζάνης, δε σημαίνει ότι μπορούν να υλοποιηθούν χωρίς προβλήματα. Ωστόσο η επαναφορά αυτού του κεφαλαίου της αντιπαράθεσης αξίζει προσοχής εξαιτίας του συνδυασμού του με πολλαπλά ανοιχτά μέτωπα στο εσωτερικό της Τουρκίας και στην άμεση της περιφέρεια.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 9 Οκτωβρίου 2016