Ύστερα από ένα πολύ μακρό χρονικό
διάστημα παραμερισμού της, η γεωπολιτική έχει επανέλθει στο προσκήνιο. Η
αναβίωσή της συνδέεται άμεσα με τη διεθνή συγκυρία: Με την ένταση στη
σχέση ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση, ενιαία οικονομική, οικουμενική
διαδικασία, από τη μιά και την κατακερματισμένη σε 250 περίπου κρατικές
οντότητες πολιτική εξουσία στη διεθνή κοινότητα, από την άλλη
Τη «γεωστρατηγική
σημασία» της Ελλάδας ως «παράγοντα σταθερότητας» διαπίστωσε μετά την
τελευταία επίσκεψή του στην Αθήνα ο αμερικανός υπουργός Τζακ Λιού. Ένα
συμπέρασμα, που δεν αφορά το περιεχόμενο της εκτίμησης αυτής, θα
μπορούσε να είναι: Ώστε λοιπόν η γεωπολιτική (και η γεωστρατηγική, όπως
και η γεωοικονομική) παραμένει «εν χρήσει».
Πραγματικά, ύστερα από ένα πολύ μακρό χρονικό διάστημα παραμερισμού της, η γεωπολιτική έχει επανέλθει στο προσκήνιο. Μετά την άνθησή της στην περίοδο του Μεσοπολέμου βρισκόταν σε παρακμή. Την είχε παρασύρει η ομόθυμη καταδίκη της ναζιστικής θεωρίας του «ζωτικού χώρου» και των συμπαραδηλώσεών της. Η αναβίωσή της συνδέεται άμεσα με τη διεθνή συγκυρία: Με την ένταση στη σχέση ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση, ενιαία οικονομική, οικουμενική διαδικασία, από τη μιά και την κατακερματισμένη σε 250 περίπου κρατικές οντότητες πολιτική εξουσία στη διεθνή κοινότητα, από την άλλη. Σ' ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, μετά από εκείνο της επιστημονικής θεωρίας, αναδύονται πυκνές διεργασίες γύρω από κρίσιμα διεθνή προβλήματα -επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ - Ρωσίας, Ουκρανικό, εδαφικές διαφορές στην Ανατολική Ασία, διαφιλονικήσεις θαλάσσιων οδών επικοινωνίας στον Νότιο Ειρηνικό, κατάρρευση καθεστώτων στη Μέση Ανατολή, πόλεμος στη Συρία και εμφάνιση του ISIS. Το σύμπαν δεν είναι «συμπαγές». Ο ιδιαίτερος δεσμός ανάμεσα στην εδαφικότητα και την κρατική κυριαρχία, άλλοτε κύριο πλαίσιο της καπιταλιστικής συσσώρευσης, από τη μία, και την πολιτική εξουσία, από την άλλη, έχει διαρραγεί, Τα σύνορα αλλάζουν, κάποτε εξαφανίζονται και στα διάκενα, τις ρηγματώσεις που δημιουργούνται εισπηδούν νέα μορφώματα, όπως το ISIS και οι «εξωπολιτικές» (κατά το «εξωκοινοβουλευτικές») συσπειρώσεις, όπου επικρατεί η ωμή βία χωρίς καμιά πολιτική διαμεσολάβηση.
Δεν έχει χάσει το βάρος του, πάντως, το γεωπολιτικό «παράδειγμα», στο οποίο ο πλανήτης αποτελεί το πεδίο μιας εγγενούς αναμέτρησης ανάμεσα σε εκτεταμένες εδαφικές και θαλάσσιες περιοχές, όπου αναπτύσσεται σε κάθε μια τους η ώθηση της ηγεμόνευσης -της κυριάρχησης- μιας «κεντρικής» μεγάλης δύναμης, που «δικαιούται» να επιδιώκει την επέκταση της δικής της «ζώνης επιρροής» (ή άμεσου ελέγχου).
Την «Ευρασία» δεν ανακάλυψε για λογαριασμό της Ουάσιγκτον ο Ζμπιγκνίου Μπρεζίνσκι. Προηγήθηκε ένας από τους πατέρες της γεωστρατηγικής, ο καθηγητής στην Οξφόρδη Χάλφορντ Μακίντερ (1861-1947). Σύμφωνα με τη θεωρία που πρώτος αυτός διατύπωσε (το 1904), ο πλανήτης χωρίζεται σε δύο κυρίως «ζώνες»: Στο Ηπειρωτικό Κέντρο -τον άξονα της Ιστορίας- μια πελώρια περιοχή με καρδιά την Ευρασία, εκτεινόμενη από τον Βόρειο Ατλαντικό ως τη Μέση και την Εγγύς Ανατολή, την Ινδία και την Κίνα. Το Ηπειρωτικό Κέντρο περιβάλλεται από ένα τόξο, που περιλαμβάνει τη Βρετανία, την Αμερική, την Αφρική, την Αυστραλία και την Ιαπωνία. Ο έλεγχος της Ευρασίας εξασφαλίζει, κατά τον Μακίντερ, την παγκόσμια κυριαρχία.
Η κατάσταση στην Ουκρανία, που ώς το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου που ιστορικά υπήρξε τμήμα της Ρωσίας, και οι μεγάλες συρράξεις του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκόσμιου με τις Δυνάμεις που στοιχήθηκαν σ' αυτές, ανταποκρίνονται στο ερμηνευτικό, αναλυτικό σχήμα του Βρετανού καθηγητή. Αυτό δεν σημαίνει ότι η θεωρία του Μακίντερ επαληθεύεται. Αντιστοιχεί όμως με ακρίβεια σ' αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί ιδεολογία του ιμπεριαλισμού. Στον Ψυχρό Πόλεμο το ισοδύναμό της αποτέλεσαν οι «αξίες» του «Ελεύθερου Κόσμου». Μ' αυτό το περίβλημα τη γνωρίσαμε και στη χώρα μας, όταν εξαγγέλθηκε στην Ουάσιγκτον (το 1947) το Δόγμα Τρούμαν.
Η γεωπολιτική, με την ανάδειξη των γεωγραφικών συνταταγμένων σε κύριο παράγοντα του ιστορικού γίγνεσθαι, θεωρήθηκε ως «αντίβαρο» στη σοσιαλιστική ιδεολογία. Ο μαρξισμός αντιτίθεται στον φετιχισμό του εδαφικού χώρου (Raum), τον οποίο αντιμετωπίζει ως μεταβαλλόμενο προϊόν του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού ανταγωνισμού ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, κατά πρώτο και κύριο λόγο, που αντανακλάται στις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη. Η «υπερβολική έμφαση» (κατά τη βάσιμη άποψη πολλών) του Μαρξ στις κοινωνικές δομές σε σχέση με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των γεωγραφικών όρων, έχει συντελέσει στην υποτίμηση από την Αριστερά της γεωπολιτικής διάστασης των διεθνών εξελίξεων. Σήμερα γίνεται λόγος για μια «μαρξιστική γεωγραφία», βασιζόμενη στην αντίληψη ότι η φυσική και η κοινωνική πλευρά της εργασιακής διαδικασίας δεν διαχωρίζονται με απόλυτο τρόπο και ότι, επομένως, το κοινωνικό και το φυσικό στοιχείο πρέπει να προσεγγίζονται και να ερμηνεύονται παράλληλα.
Αυτά ως προς το θεωρητικό μέρος. Στην καθημερινότητα των διεθνών σχέσεων η προτεραιότητα της πολιτικής σύγκρουσης ανάμεσα σε κράτη είναι αδιαμφισβήτητη. Η «επιστροφή στη γεωπολιτική», που τεκμηριώνει και η συνέντευξη του Αμερικανού υπουργού, αποκαλύπτει ότι ο διεθνής ανταγωνισμός δεν επιζητεί πια το προκάλυμμα της αντιπαράθεσης των αξιών και των ιδεολογιών. Ο ιμπεριαλισμός εμφανίζεται απροκάλυπτος και χρησιμοποιεί την απροσχημάτιστη γλώσσα του «ρεαλισμού» και της ισχύος. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να επιδιώκουν τη συγκέντρωση γύρω από ένα δικό τους άξονα, του ευρύτερου δυνατού φάσματος κρατών, οντοτήτων και διεθνών μορφωμάτων, πολλά από τα οποία εμπνέει και κινεί άμεσα η Ουάσιγκτον, όπως το «εκτός γεωγραφικών ορίων» πλέον (out of area) ΝΑΤΟ, αλλά και η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ και ένα πλήθος διεθνών οργανισμών και ΜΚΟ. Αλλά το διεθνές περιβάλλον έχει ριζικά αλλάξει στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Παρ' όλες τις εξωτερικές ομοιότητες με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όπως η «κατασκευή» επικίνδυνων αντιπάλων (η Ρωσία του Πούτιν...), που δικαιολογούν την «ανάγκη» των συσπειρώσεων γύρω από την Ουάσιγκτον, τον πυρήνα του άλλοτε κραταιού «Ελεύθερου Κόσμου» και τη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία (που έχει τώρα ενσωματώσει και τα αλλοτριωμένα κράτη του αντίπαλου πάλαι ποτέ Συμφώνου της Βαρσοβίας), η στρατηγική των ΗΠΑ είναι τώρα διαφορετική. Αποβλέπει στην επιβολή και την εδραίωση μιας παγκόσμιας κυριαρχίας δια μέσου της παροχής «εγγυήσεων» στις πολιτικές ελίτ των διαφόρων χωρών για τη διαφύλαξη των ταξικών προνομίων τους και για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας. Προέχει σ' αυτή τη στρατηγική ο πυλώνας της «σταθερότητας», που εξασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία της θεοποιημένης αγοράς. Αλλά μέρος της είναι κατά περίπτωση και οι συνεχείς τοπικοί πόλεμοι.
Πραγματικά, ύστερα από ένα πολύ μακρό χρονικό διάστημα παραμερισμού της, η γεωπολιτική έχει επανέλθει στο προσκήνιο. Μετά την άνθησή της στην περίοδο του Μεσοπολέμου βρισκόταν σε παρακμή. Την είχε παρασύρει η ομόθυμη καταδίκη της ναζιστικής θεωρίας του «ζωτικού χώρου» και των συμπαραδηλώσεών της. Η αναβίωσή της συνδέεται άμεσα με τη διεθνή συγκυρία: Με την ένταση στη σχέση ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση, ενιαία οικονομική, οικουμενική διαδικασία, από τη μιά και την κατακερματισμένη σε 250 περίπου κρατικές οντότητες πολιτική εξουσία στη διεθνή κοινότητα, από την άλλη. Σ' ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, μετά από εκείνο της επιστημονικής θεωρίας, αναδύονται πυκνές διεργασίες γύρω από κρίσιμα διεθνή προβλήματα -επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ - Ρωσίας, Ουκρανικό, εδαφικές διαφορές στην Ανατολική Ασία, διαφιλονικήσεις θαλάσσιων οδών επικοινωνίας στον Νότιο Ειρηνικό, κατάρρευση καθεστώτων στη Μέση Ανατολή, πόλεμος στη Συρία και εμφάνιση του ISIS. Το σύμπαν δεν είναι «συμπαγές». Ο ιδιαίτερος δεσμός ανάμεσα στην εδαφικότητα και την κρατική κυριαρχία, άλλοτε κύριο πλαίσιο της καπιταλιστικής συσσώρευσης, από τη μία, και την πολιτική εξουσία, από την άλλη, έχει διαρραγεί, Τα σύνορα αλλάζουν, κάποτε εξαφανίζονται και στα διάκενα, τις ρηγματώσεις που δημιουργούνται εισπηδούν νέα μορφώματα, όπως το ISIS και οι «εξωπολιτικές» (κατά το «εξωκοινοβουλευτικές») συσπειρώσεις, όπου επικρατεί η ωμή βία χωρίς καμιά πολιτική διαμεσολάβηση.
Δεν έχει χάσει το βάρος του, πάντως, το γεωπολιτικό «παράδειγμα», στο οποίο ο πλανήτης αποτελεί το πεδίο μιας εγγενούς αναμέτρησης ανάμεσα σε εκτεταμένες εδαφικές και θαλάσσιες περιοχές, όπου αναπτύσσεται σε κάθε μια τους η ώθηση της ηγεμόνευσης -της κυριάρχησης- μιας «κεντρικής» μεγάλης δύναμης, που «δικαιούται» να επιδιώκει την επέκταση της δικής της «ζώνης επιρροής» (ή άμεσου ελέγχου).
Την «Ευρασία» δεν ανακάλυψε για λογαριασμό της Ουάσιγκτον ο Ζμπιγκνίου Μπρεζίνσκι. Προηγήθηκε ένας από τους πατέρες της γεωστρατηγικής, ο καθηγητής στην Οξφόρδη Χάλφορντ Μακίντερ (1861-1947). Σύμφωνα με τη θεωρία που πρώτος αυτός διατύπωσε (το 1904), ο πλανήτης χωρίζεται σε δύο κυρίως «ζώνες»: Στο Ηπειρωτικό Κέντρο -τον άξονα της Ιστορίας- μια πελώρια περιοχή με καρδιά την Ευρασία, εκτεινόμενη από τον Βόρειο Ατλαντικό ως τη Μέση και την Εγγύς Ανατολή, την Ινδία και την Κίνα. Το Ηπειρωτικό Κέντρο περιβάλλεται από ένα τόξο, που περιλαμβάνει τη Βρετανία, την Αμερική, την Αφρική, την Αυστραλία και την Ιαπωνία. Ο έλεγχος της Ευρασίας εξασφαλίζει, κατά τον Μακίντερ, την παγκόσμια κυριαρχία.
Η κατάσταση στην Ουκρανία, που ώς το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου που ιστορικά υπήρξε τμήμα της Ρωσίας, και οι μεγάλες συρράξεις του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκόσμιου με τις Δυνάμεις που στοιχήθηκαν σ' αυτές, ανταποκρίνονται στο ερμηνευτικό, αναλυτικό σχήμα του Βρετανού καθηγητή. Αυτό δεν σημαίνει ότι η θεωρία του Μακίντερ επαληθεύεται. Αντιστοιχεί όμως με ακρίβεια σ' αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί ιδεολογία του ιμπεριαλισμού. Στον Ψυχρό Πόλεμο το ισοδύναμό της αποτέλεσαν οι «αξίες» του «Ελεύθερου Κόσμου». Μ' αυτό το περίβλημα τη γνωρίσαμε και στη χώρα μας, όταν εξαγγέλθηκε στην Ουάσιγκτον (το 1947) το Δόγμα Τρούμαν.
Η γεωπολιτική, με την ανάδειξη των γεωγραφικών συνταταγμένων σε κύριο παράγοντα του ιστορικού γίγνεσθαι, θεωρήθηκε ως «αντίβαρο» στη σοσιαλιστική ιδεολογία. Ο μαρξισμός αντιτίθεται στον φετιχισμό του εδαφικού χώρου (Raum), τον οποίο αντιμετωπίζει ως μεταβαλλόμενο προϊόν του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού ανταγωνισμού ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, κατά πρώτο και κύριο λόγο, που αντανακλάται στις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη. Η «υπερβολική έμφαση» (κατά τη βάσιμη άποψη πολλών) του Μαρξ στις κοινωνικές δομές σε σχέση με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των γεωγραφικών όρων, έχει συντελέσει στην υποτίμηση από την Αριστερά της γεωπολιτικής διάστασης των διεθνών εξελίξεων. Σήμερα γίνεται λόγος για μια «μαρξιστική γεωγραφία», βασιζόμενη στην αντίληψη ότι η φυσική και η κοινωνική πλευρά της εργασιακής διαδικασίας δεν διαχωρίζονται με απόλυτο τρόπο και ότι, επομένως, το κοινωνικό και το φυσικό στοιχείο πρέπει να προσεγγίζονται και να ερμηνεύονται παράλληλα.
Αυτά ως προς το θεωρητικό μέρος. Στην καθημερινότητα των διεθνών σχέσεων η προτεραιότητα της πολιτικής σύγκρουσης ανάμεσα σε κράτη είναι αδιαμφισβήτητη. Η «επιστροφή στη γεωπολιτική», που τεκμηριώνει και η συνέντευξη του Αμερικανού υπουργού, αποκαλύπτει ότι ο διεθνής ανταγωνισμός δεν επιζητεί πια το προκάλυμμα της αντιπαράθεσης των αξιών και των ιδεολογιών. Ο ιμπεριαλισμός εμφανίζεται απροκάλυπτος και χρησιμοποιεί την απροσχημάτιστη γλώσσα του «ρεαλισμού» και της ισχύος. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να επιδιώκουν τη συγκέντρωση γύρω από ένα δικό τους άξονα, του ευρύτερου δυνατού φάσματος κρατών, οντοτήτων και διεθνών μορφωμάτων, πολλά από τα οποία εμπνέει και κινεί άμεσα η Ουάσιγκτον, όπως το «εκτός γεωγραφικών ορίων» πλέον (out of area) ΝΑΤΟ, αλλά και η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ και ένα πλήθος διεθνών οργανισμών και ΜΚΟ. Αλλά το διεθνές περιβάλλον έχει ριζικά αλλάξει στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Παρ' όλες τις εξωτερικές ομοιότητες με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όπως η «κατασκευή» επικίνδυνων αντιπάλων (η Ρωσία του Πούτιν...), που δικαιολογούν την «ανάγκη» των συσπειρώσεων γύρω από την Ουάσιγκτον, τον πυρήνα του άλλοτε κραταιού «Ελεύθερου Κόσμου» και τη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία (που έχει τώρα ενσωματώσει και τα αλλοτριωμένα κράτη του αντίπαλου πάλαι ποτέ Συμφώνου της Βαρσοβίας), η στρατηγική των ΗΠΑ είναι τώρα διαφορετική. Αποβλέπει στην επιβολή και την εδραίωση μιας παγκόσμιας κυριαρχίας δια μέσου της παροχής «εγγυήσεων» στις πολιτικές ελίτ των διαφόρων χωρών για τη διαφύλαξη των ταξικών προνομίων τους και για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας. Προέχει σ' αυτή τη στρατηγική ο πυλώνας της «σταθερότητας», που εξασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία της θεοποιημένης αγοράς. Αλλά μέρος της είναι κατά περίπτωση και οι συνεχείς τοπικοί πόλεμοι.