Η διαμόρφωση κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής
πολιτικής και κοινής στρατιωτικής δύναμης αποτελεί ανεκπλήρωτο χρέος
και κατάρα μαζί. Τμήμα του αρχικού οράματος του Jean Monnet και του
Robert Schuman, ήδη από τη δεκαετία του '50, η κοινή αμυντική πολιτική
αποτέλεσε και την πρώτη μεγάλη αποτυχία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, πριν
καν την ίδρυση της ΕΟΚ, όταν το 1954 η Γαλλική Εθνοσυνέλευση απέρριψε
την πρόταση για Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα. Παντοτινό ανεκπλήρωτο
σύμβολο της "πολιτικής ένωσης” της Ευρώπης και της χειραφέτησής της από
τις ΗΠΑ, η φιλοδοξία κοινής αμυντικής πολιτικής θα προσκρούει διαρκώς
στο γεγονός ότι το ΝΑΤΟ, ιδίως μετά από την κατάρρευση του Συμφώνου της
Βαρσοβίας και τη διεύρυνσή του προς Ανατολάς, αποτελεί τη βασική μορφή
συλλογικής ασφάλειας στον ευρωπαϊκό χώρο. Ακόμη και το Eurocorps θα
παραμείνει μια περισσότερο συμβολική χειρονομία κύρια Γαλλογερμανικής
αμυντικής συνεργασίας παρά μια υπολογίσιμη στρατιωτική μονάδα.
Μοιραία, η επαναφορά του θέματος στην
άτυπη σύνοδο των Υπουργών Άμυνας της Ε.Ε. την Δευτέρα και την Τρίτη στη
Μπρατισλάβα περισσότερο ανέδειξε διαιρέσεις παρά μια κοινή στάση και
κατεύθυνση.
Τα πράγματα είχε προκαταλάβει η κοινή
πρόταση των υπουργών Άμυνας της Γαλλίας, Jean-Yves Le Drian και της
Γερμανίας, Ursula von der Leyen, στο πλαίσιο των ζυμώσεων για το μέλλον
της Ε.Ε. μετά το Brexit. Το κείμενό τους, που απέφευγε προσεκτικά να
αναφερθεί ρητά σε "ευρωπαϊκό στρατό”, περιλάμβανε προτάσεις για
συγκρότηση κοινού στρατηγείου σε επίπεδο Ε.Ε., προικοδότησή του με την
ανάλογη επιμελητειακή υποδομή, στενότερη συνεργασία με το ΝΑΤΟ και
εντονότερη διασυνοριακή στρατιωτική συνεργασία, ενώ περιλάμβανε την
προσφορά της Γαλλίας και της Γερμανίας να μοιραστούν τη χρήση των
δορυφόρων παρακολούθησης που διαθέτουν με άλλους ευρωπαϊκούς θεσμούς
όπως την Frontex. Την πρόταση για κοινό στρατηγείο περιέλαβε και ο
πρόεδρος της Κομισιόν Jean-Claude Juncker στην ετήσια ομιλία του για την
κατάσταση της Ένωσης στο Ευρωκοινοβούλιο στις 14 Σεπτεμβρίου.
Ακόμη πιο προχωρημένη στην κατεύθυνση
του "ευρω-στρατού” ήταν η πρόταση της Ιταλίας στη σύνοδο της
Μπρατισλάβα. Η ιταλική κυβέρνηση πρότεινε τη δημιουργία "ισχυρής
ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης” (μονίμως διατεθειμένης στο κοινό
ευρωπαϊκό στρατηγείο) που θα μπορεί να επιχειρεί από κοινού με το ΝΑΤΟ,
ενώ εισηγήθηκε αυτή η "κοινή μόνιμη πολυεθνική ευρωπαϊκή δύναμη” να
δημιουργηθεί από όσα κράτη μέλη είναι διατεθειμένα να μοιραστούν
δυνάμεις, διοίκηση, έλεγχο και διαδικασίες κινητοποίησης. Για την Ρώμη
μια τέτοια κατεύθυνση θα έδινε το στίγμα μιας επανεκκίνησης του
"ευρωπαϊκού σχεδίου” στη συγκυρία μετά το Brexit και θα απαντούσε σε
απειλές προερχόμενες από τη Ρωσία, τη Μέση Ανατολή, τις συγκρούσεις στη
Βόρειο Αφρική και τα τρομοκρατικά δίκτυα. Η ιταλική κυβέρνηση προτείνει
επίσης να υπάρξουν περισσότερες επενδύσεις και συνεργασία στην
στρατιωτική τεχνολογία και τις προμήθειες, αλλά και "εξαίρεση από τον
ΦΠΑ, υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και δανειακές
διευκολύνσεις”, δεδομένων και των δημοσιονομικών προβλημάτων.
Η Federica Mogherini, Ύπατη Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, υιοθέτησε μια πιο μετρημένη τοποθέτηση λέγοντας ότι δεν τίθεται θέμα δημιουργίας ευρωπαϊκού στρατού αλλά "μεγαλύτερης αμυντικής συνεργασίας” ανάμεσα στα κράτη-μέλη.
Η πρώτη ηχηρή αντίδραση στις προτάσεις
για αμυντική ένωση ήρθε από τη μεριά της Βρετανίας, που παραμένει μέλος
της Ε.Ε., με δικαίωμα βέτο σε κρίσιμες αποφάσεις, μέχρις ότου
ολοκληρωθεί η περίπλοκη διαδικασία της αποσύνδεσής της. Ο Βρετανός
υπουργός Άμυνας Sir Michael Fallon είχε δηλώσει προκαταβολικά για τη
σύνοδο της Μπρατισλάβα: "φεύγουμε από την Ε.Ε., αλλά παραμένουμε
αφοσιωμένοι στην ασφάλεια της Ευρώπης”, προσθέτοντας: "συμφωνούμε ότι η
Ευρώπη πρέπει να σταθεί στο ύψος των προκλήσεων της τρομοκρατίας και της
μετανάστευσης. Όμως, συνεχίζουμε να είμαστε αντίθετοι σε κάθε ιδέα ενός
στρατού της Ε.Ε. ή ενός στρατηγείου της Ε.Ε., που απλώς θα υπονόμευε το
ΝΑΤΟ”.
Η απάντηση της Γερμανίδας ομολόγου του ήταν ότι εξακολουθεί να πιστεύει πως η "Βρετανία θα τηρήσει την υπόσχεσή της και δεν εμποδίσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις” κατά τη μεταβατική περίοδο, ενώ ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Martin Schultz δήλωσε ότι "ότι ένα βρετανικό βέτο θα ήταν αντιπαραγωγικό και σε κάθε περίπτωση αδύνατο”. Όμως ο Βρετανός υπουργός αποδείχθηκε ότι δεν ήταν μόνος.
Παρότι η γαλλογερμανική πρόταση δεν
περιλαμβανόταν στην ημερησία διάταξη της Μπρατισλάβα, η σχετική
συζήτηση, παρόντος και του προσκεκλημένου γ.γ. του ΝΑΤΟ, ήταν ζωηρή. Ο
Fallon υποστήριξε ότι στη σύνοδο τοποθετήθηκαν 12 χώρες και οι μισές
εμφανίσθηκαν αντίθετες στην πρόταση περί ευρωπαϊκού στρατηγείου -
συμπεριλαμβανομένης της Σουηδίας, της Ολλανδία, της Πολωνίας, της
Λετονίας και της Λιθουανίας.
Οι χώρες της διεύρυνσης της Ε.Ε. προς τα
ανατολικά, που ανησυχούν ιδιαίτερα για ό,τι αποκαλούν "ρωσική
επιθετικότητα”, έχουν κατεξοχήν επενδύσει στο ΝΑΤΟ για την ασφάλειά
τους. Για την Εσθονία ή τη Λετονία το να διαθέσουν πόρους για τα
ευρωπαϊκά αμυντικά σχέδια φαντάζει μη παραγωγικό. "Είμαστε πολύ
σκεπτικιστές απέναντι στην ιδέα για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού
στρατού” τόνισε ο Λετονός υπουργός Εξωτερικών Edgars Rinkēvičs, για να
συμπληρώσει ότι "πραγματικά, δεν βλέπω να έχει κάποια αξία ο ευρωπαϊκός
στρατός”.
Φαινομενικά, η προοπτική εξόδου της
Βρετανίας, που αποτελούσε την ισχυρότερη "ευρωατλαντική” δύναμη μέσα
στην Ε.Ε., δεδομένης και της "ειδικής σχέσης” της με τις ΗΠΑ,
διευκολύνει τα γαλλογερμανικά σχέδια. Επιπλέον, τόσο το Παρίσι όσο και
το Βερολίνο έχουν ανάγκη να παρουσιάσουν μια εικόνα ισχύος και στο
επίπεδο της πολιτικής και αμυντικής συνεργασίας για να διασκεδάσουν τις
εντυπώσεις που αφήνει η έξοδος της πέμπτης οικονομίας του πλανήτη, που
ταυτόχρονα αποτελεί και μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Όμως, καθόλου δεδομένο δεν είναι ότι τα
πράγματα θα εξελιχθούν τόσο εύκολα. Καταρχάς, με την έξοδο της
Βρετανίας, η Γαλλία γίνεται μόνη πραγματικά ισχυρή στρατιωτική δύναμη
μέσα στην Ε.Ε. Η γαλλική κυβέρνηση προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τον
αναβαθμισμένο αμυντικό ρόλο ως μοχλό για να ενισχύσει τη ιδιαίτερα
μειωμένο ειδικό της βάρος, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζει ότι χρειάζεται
συμμερισμό των αμυντικών δαπανών, προκειμένου να μην εκτροχιασθεί
δημοσιονομικά.
Από την πλευρά της, η γερμανική
κυβέρνηση, πιεζόμενη πολιτικά από την ξενοφοβική "Εναλλακτική για τη
Γερμανία” (AfD), χρειάζεται να δείξει ότι υιοθετεί μια πιο αποφασιστική
στάση στα ζητήματα αντιμετώπισης της παράνομης μετανάστευσης. Όπως
δήλωσε ο Roderich Kiesewetter, εκπρόσωπος των Χριστιανοδημοκρατών για
θέματα άμυνας στη Bundestag, η αμυντική συνεργασία θα ενισχύσει τις
πωλήσεις όπλων και στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ (αλλά και σε τρίτες χώρες,
όπως η Νότια Κορέα και η Αυστραλία), θα αναβαθμίσει τη θέση της
Γερμανίας στην Ε.Ε. και στους οργανισμούς συλλογικής ασφάλειας,
επιτρέποντας να βρεθεί Γερμανός σε θέσεις, όπως ο γενικός γραμματέας ή ο
επικεφαλής της στρατιωτικής επιτροπής του ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, το εγχείρημα δεν είναι εύκολο
ούτε για τη Γερμανία. Καταρχάς, θα απαιτήσει αύξηση των γερμανικών
αμυντικών δαπανών που παραμένουν κάτω από το ΝΑΤΟϊκό στόχο του 2% του
ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σοβαρά προβλήματα ως προς την συντήρηση
του εξοπλισμού, κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα όταν η πολεμική αεροπορία
παραδέχτηκε ότι μόνο 38 από τα 89 αεριωθούμενά της ήταν σε θέση να
επιχειρούν. Η Χριστιανοδημοκρατία πιέζει για αύξηση των αμυντικών
δαπανών από 1,17% σε 1,5% του ΑΕΠ, όμως, πέραν της παραδοσιακής άρνησης
των Πρασίνων και της Αριστεράς, και οι συγκυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες
επιφυλάσσονται, παρότι πολιτικά στηρίζουν την αμυντική συνεργασία. Όμως,
το κυριότερο πρόβλημα είναι εάν και κατά πόσο η Γερμανία είναι
διατεθειμένη να δει στρατιωτικές δυνάμεις της να αναλαμβάνουν πιο
προωθημένο ρόλο, με όλα τα ρίσκα που αυτό συνεπάγεται. (Οι Γάλλοι
αξιωματικοί θεωρούσαν πάντα δυσμενή τη μετάθεση στην γαλλογερμανική
ταξιαρχία, καθώς αυτή ουδέποτε πήρε εντολή να αναλάβει μάχιμο ρόλο).