Το είπε και το έκανε ο Ματέο Ρέντσι. Την Τρίτη, το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε τον αναθεωρημένο προϋπολογισμό για το 2017, αγνοώντας τις ενστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με το επίπεδο του ιταλικού ελλείμματος.
Το νέο οικονομικό ντοκουμέντο αναφέρει πως το τρέχων έτος θα κλείσει με αύξηση του ΑΕΠ στο 0,8%, αντί του 1,2% που η κυβέρνηση είχε υπολογίσει τον Απρίλιο. Ο στόχος της αύξησης του ιταλικού ΑΕΠ κατά μια μονάδα αναβάλλεται για το προσεχές έτος, αλλά με μια προϋπόθεση: να αυξηθεί το ιταλικό έλλειμμα, όπως είχε πολλές φορές αναγγείλει ο Ιταλός Πρωθυπουργός μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Μπρατισλάβα, επικαλούμενος τις ανάγκες αντισεισμικής θωράκισης της χώρας και το μεταναστευτικό.
Πρόκειται για πραγματική πρόκληση προς τις Βρυξέλλες, αφού ξεκινά μια διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με τη Γερμανία που όλοι χαρακτηρίζουν πολύ δύσκολη. Η ίδια η επιμονή με την οποία η Επιτροπή τις τελευταίες ημέρες επαναλάμβανε συνεχώς πως οι αριθμοί που θα περιέχονται στο σχέδιο προϋπολογισμού θα αποτελούν «αποκλειστική ευθύνη της ιταλικής κυβέρνησης», ήταν σημάδι πως στις Βρυξέλλες ήταν ήδη με το όπλο παρά πόδα.
Φέτος το έλλειμμα θα φτάσει το 2,4%, κατά το 0,2% περισσότερο από την αρχική υπόδειξη της Επιτροπής, στο όνομα της ευελιξίας που διεκδικεί ο Ρέντσι. Για το 2017 η ΕΕ απαιτεί από την Ιταλία το έλλειμμα να μην ξεπεράσει το 2% του ΑΕΠ, αυξάνοντας, πάλι στο όνομα της ευελιξίας, το προηγούμενο 1,8%. Η ιταλική κυβέρνηση αποδέχτηκε κατ΄αρχήν το ποσοστό αυτό αλλά θεωρεί πως δεν θα αποδειχτεί ικανοποιητικό: εν ονόματι της έκτακτης κατάστασης που δημιουργήθηκε, το ανώτατο όριο πρέπει, κατά τη Ρώμη, να αυξηθεί στο 2,4%. «Η κατάσταση είναι η εξής: όσο το έλλειμμα αυξάνεται, τόσο και το ΑΕΠ αυξάνεται μεν αλλά με ρυθμό λιγότερο γοργό από εκείνο που θα θέλαμε», εξήγησε ο Ρέντσι στην παρουσίαση του νέου προϋπολογισμού.
Εκείνο το 0,4% που δεν δέχεται η ΕΕ και που απαιτεί η ιταλική κυβέρνηση ισοδυναμεί με αύξηση του ήδη σημαντικού χρέους της Ιταλίας κατά 9,5 δισεκατομμύρια, τα οποία προστίθενται στα 6 δισεκατομμύρια που ήδη αποδέχτηκε η ΕΕ. Με άλλα λόγια, οι ελιγμοί της Ιταλίας επάνω στο θέμα του ελλείμματος αφορούν το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 15,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Και το ιταλικό χρέος, που έπρεπε σύμφωνα με την Επιτροπή να μειωθεί φέτος στο 132,4% του ΑΕΠ, θα είναι τελικά στο τέλος του έτους στο 132,8%. Το 2017, αν όλα πάνε καλά, θα είναι στο 132,2% του ιταλικού ΑΕΠ.
Ο στόχος του Ρέντσι είναι να αποφύγει εκείνη τη νέα αύξηση του ΦΠΑ που οι Βρυξέλλες είχαν θέσει επί τάπητος ήδη από το 2012, όταν επικεφαλής της κυβέρνησης ήταν ο τεχνοκράτης Μάριο Μόντι και που θα έπρεπε να επιφέρει στα ταμεία της Ιταλίας περίπου 15 δισεκατομμύρια. Ταυτοχρόνως, η Ρώμη θα είναι σε θέση να επενδύσει φρέσκο χρήμα στην οικονομία ώστε να δώσει «γερή ώθηση προς τα πάνω» στο μελαγχολικό δείκτη του ΑΕΠ, ο οποίος από το 2014 θα έπρεπε, στις προθέσεις του Ιταλού Πρωθυπουργού, να αυξηθεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αλλά δυστυχώς παραμένει καρφωμένος στο 1%, στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Κοντά στα δισεκατομμύρια του ελλείμματος, σύμφωνα με όσα πληροφορεί το πρωθυπουργικό Μέγαρο Κίτζι, ο Ρέντσι μελετά τον τρόπο να εξασφαλίσει άλλα 7 ή 8 δισεκατομμύρια ώστε να τα προωθήσει για την τόνωση της οικονομίας. Τα μέτρα υπό μελέτη είναι η επιστροφή κεφαλαίων από το εξωτερικό, εξορθολογισμός των δαπανών του δημοσίου και ίσως μειώσεις στις συντάξεις.
Η δεδηλωμένη πρόθεση όμως του Ρέντσι να τονώσει την ιταλική οικονομία έρχεται όμως σε αντίθεση με τις έκτακτες ανάγκες που επικαλείται και αυτή η αντίφαση δεν αναμένεται να περάσει απαρατήρητη ούτε στις Βρυξέλλες ούτε στο Βερολίνο.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι πως η διαμάχη μεταξύ Ιταλίας κι Ευρώπης για τα δημοσιονομικά έχει στοιχεία, παραμέτρους και όψεις ιδιαίτερα πολύπλοκες και είναι δύσκολο να βρει λύση σε εκείνο το αυστηρό τεχνοκρατικό επίπεδο που επιδιώκουν οι Γερμανοί.
Είναι όλο και πιο διαδεδομένη στους κόλπους της κυβέρνησης και του κυβερνόντος Δημοκρατικού Κόμματος η πεποίθηση πως η λύση ανήκει στην πολιτική: εκείνη την ίδια πολιτική που μέσα σε ένα μήνα είδε να καταρρέει το Διευθυντήριο που μόλις είχαν σχηματίσει το Βερολίνο, το Παρίσι και η Ρώμη.
Αν η ιταλική κυβέρνηση δεν λάβει σοβαρά μέτρα υπέρ της ανάπτυξης πριν από το δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου, τότε το κύμα αποσταθεροποίησης που ήδη έπληξε τη Βρετανία και αναμένεται σύντομα να χτυπήσει το Βερολίνο και το Παρίσι, θα περάσει πρώτα από τη Ρώμη. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν το όχι να προηγείται σταθερά και ο Ρέντσι αισθάνεται την καρέκλα του να κλυδωνίζεται. Πρέπει να υψώσει την φωνή του εναντίον της λιτότητας, αλλιώς, όπως εκμυστηρεύτηκε πολλάκις ο ίδιος στους στενούς συνεργάτες του, θα έχει «το τέλος του ελληνικού ΠΑΣΟΚ». Είναι κάτι που οι Βρυξέλλες γνωρίζουν καλά, όπως το γνωρίζει καλά και η Μέρκελ και ο Ολάντ.
Είναι όμως σαφές πως η Ιταλία δεν μπορεί επ΄ άπειρον να επινοεί έκτακτες καταστάσεις για να αποσπά, μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις, κάποια δέκατα από την ΕΕ. Ο Ρέντσι μέχρι τώρα δεν κατάφερε να δώσει συγκεκριμένο περιεχόμενο στις διαμαρτυρίες του για την ισχύουσα οικονομική πολιτική της ευρωζώνης. Θα μπορούσε, επί παραδείγματι, να κάνει γνωστά στους εταίρους δυο πράγματα: ότι ώσπου να εξασφαλιστεί ένα σημαντικό επίπεδο ανάπτυξης του ΑΕΠ, το ιταλικό έλλειμμα θα είναι ελαφρώς κατώτερο του νόμιμου 3%. Το δεύτερο αφορά τον προϋπολογισμό του 2017: αντί να αναγγέλλει προεκλογικά, σαν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, πανάκριβα και φαραωνικά έργα, όπως η γέφυρα της Μεσσήνης στη Σικελία, που όλοι ξέρουν ότι ποτέ δεν θα πραγματοποιηθούν, θα ήταν καλύτερα να ξεκινήσει μια πολιτική δημόσιων επενδύσεων. Ακολουθώντας την πετυχημένη συνταγή της μικτής οικονομίας δημοσίου- ιδιωτών που για δεκαετίες εφήρμωσε η πάλαι ποτέ χριστιανοδημοκρατία.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Ιταλία δεν έχει πάρει δάνεια και δεν βρίσκεται υπό επιτροπεία. Οι απειλές αναφορικά με την κατάσταση των ιταλικών τραπεζών μοιάζουν αστείες μπροστά στην κρίση της Ντόϊτσε Μπάνκ, ούτε είναι ρεαλιστικό να χρησιμοποιηθεί ξανά το όπλο του spread, όπως συνέβη με την ανατροπή του Μπερλουσκόνι το Νοέμβριο του 2011. Ο Ρέντσι όμως δεν είναι άνθρωπος της ρήξης και της ανατροπής. Αν τύχει και κερδίσει το δημοψήφισμα, αυτομάτως θα βελτιωθούν και οι σχέσεις του με τους ισχυρούς της Ευρώπης