Του Κώστα Ράπτη-Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα γνωρίσματα
της κατάστασης που προέκυψε στην Τουρκία μετά την απόπειρα
πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου είναι το (άγνωστο σε περισσότερο ομαλούς
καιρούς) πνεύμα συνεννόησης που προέκυψε μεταξύ των κυβερνώντων και των
μεγάλων κομμάτων της αντιπολίτευσης. Βέβαια, αυτού του τύπου η νέα "εθνική
ενότητα” επιδεικτικά αποκλείει το φιλοκουρδικό κόμμα HDP και συνολικά το
κουρδικό στοιχείο –ωστόσο, ακόμη και έτσι, το καθεστώς του Tayyip
Erdoğan έχει κάθε λόγο να καλλιεργεί, ιδίως προς διεθνή κατανάλωση, την
εικόνα της πάνδημης στήριξής του απέναντι στις επιβουλές των επίδοξων
πραξικοπηματιών.
Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η
πρόσκληση προς τους ηγέτες του κεντροαριστερού-κεμαλιστικού Λαϊκού
Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP) και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης
(MHP) να συμμετάσχουν και να λάβουν τον λόγο στο συλλαλητήριο που
διοργανώνεται στις 7 Αυγούστου στο Yenikapı της Κωνσταντινούπολης εις
μνήμην των "Μαρτύρων της Δημοκρατίας”, δηλ. όσων έχασαν την ζωή τους
κατά την απόκρουση του πραξικοπήματος, με κεντρικό ομιλητή τον ίδιο τον
Tayyip Erdoğan – δύο ημέρες προτού αυτός μεταβεί στην Αγία Πετρούπολη
για την κρίσιμη συνάντηση με τον Vladimir Putin.
Ένα άλλο δείγμα αποτελεί η απόσυρση των
κατηγοριών που εκκρεμούσαν εναντίον των ηγετών της αντιπολίτευσης
(εξαιρουμένου και πάλι του HDP) για προσβολή του Erdoğan κ.ο.κ.
Οι χειρονομίες αυτές συνοδεύονται και
από τις απαραίτητες ρητορικές αναπροσαρμογές. "Οι εμπνευστές του
πραξικοπήματος δεν είναι κεμαλιστές: δεν ανήκουν στις ένοπλες δυνάμεις
και δεν βρίσκονται καν στη χώρα” δήλωσε ο πρωθυπουργός Binali Yıldırım,
"δείχνοντας” και πάλι προς την Πενσιλβάνια των ΗΠΑ όπου κατοικεί ο πρώην
σύμμαχος και νυν μέγας αντίπαλος των κυβερνώντων Fethullah Gülen. Οι
πραξικοπηματίες βομβάρδισαν την Τουρκική Εθνοσυνέλευση που πρώτος
συγκάλεσε ο ίδιος ο Atatürk, πρόσθεσε, απευθυνόμενος προς την
κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του, ο Yıldırım, ο οποίος κατά τα
λοιπά υποστήριξε ότι οι σαρωτικές αλλαγές που πραγματοποιούνται στο
στράτευμα αποβλέπουν ούτε λίγο ούτε πολύ στην ενίσχυση του αξιόμαχού
του.
Μέχρι τώρα τα αντιπολιτευόμενα κόμματα
έδειχναν να στηρίζουν τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, εξαιρουμένων των
ασθενικών αντιρρήσεών τους σε διώξεις ατόμων, λ.χ. δημοσιογράφων, που
εμφανώς δεν είχαν σχέση με τους πραξικοπηματίες.
Ωστόσο, το "φλέρτ” έχει όρια. Ήδη ο
επικεφαλής του CHP Kemal Kılıçdaroğlu έκανε γνωστό ότι δεν θα παραστεί
στη συγκέντρωση του Yenikapı, παρά θα αποστείλει κομματική
αντιπροσωπεία.
Ο δε αρχηγός του MHP, Devlet Bahçeli, σε
ομιλία στην κοινοβουλευτική του ομάδα τόνισε ότι οι αλλαγές στη δομή
των ενόπλων δυνάμεων καίτοι "αναγκαίες” πραγματοποιούνται "βιαστικά”.
Κατά τον Bahçeli το να παρουσιάζεται ο στρατός στο σύνολό του ως εστία
πραξικοπηματιών και το να διασύρονται ή λιντσάρονται στρατιώτες
προοιωνίζεται μεγάλες δοκιμασίες για μία χώρα η οποία αντιμετωπίζει
πρόβλημα ασφαλείας (βλ. το αντάρτικο του ΡΚΚ) και περιφερειακές
προκλήσεις στις οποίες θέλει να παίζει ρόλο.
Σημειώνεται ότι και οι δύο αυτοί ηγέτες
της αντιπολίτευσης εξαρτώνται σε κάποιο βαθμό για την διατήρηση της
θέσης τους από την καλή θέληση των κυβερνώντων. Λ.χ. προ μηνών, η
αστυνομία παρεμπόδισε την διεξαγωγή συνεδρίου "ανταρτών” του MHP, οι
οποίοι αμφισβητούσαν τον Bahçeli, λόγω των εκλογικών του αποτυχιών (που
όμως αποτέλεσαν το μυστικό της επιστροφής του Κόμματος Δικαιοσύνης και
Ανάπτυξης στην αυτοδυναμία). Επιπλέον, σκιές στην ανάρρηση του
Kılıçdaroğlu στην κομματική ηγεσία ρίχνει η ανάσυρση των ερωτικών βίντεο
που οδήγησαν το 2010 τον προκάτοχό του Deniz Baykal στην παραίτηση. Στο
πνεύμα των μετά την 15η Ιουλίου εκκαθαρίσεων υποστηρίζεται πλέον ότι
και η βιντεοσκόπηση των εξωσυζυγικών περιπετειών του Baykal με
βουλευτίνα του κόμματός του αποτελούσε συνωμοσία του "παράλληλου
κράτους”, για την οποία ήδη πραγματοποιήθηκαν 36 συλλήψεις, κυρίως
αστυνομικών.
Ωστόσο, η "ομηρία” του CHP και του MHP
έχει πιο βαθιά χαρακτηριστικά. Αφορά αφενός το βαθύ αποτύπωμα που έχει
αφήσει στην τουρκική συλλογική συνείδηση η πικρή εμπειρία της
δικτατορίας του Evren τη δεκαετία του '80 και την πραγματική απειλή που
συνιστούσε για την πολιτική σκηνή της γείτονος (όσο και αν αυτό
υποτιμάται στην Ευρώπη) το ενδεχόμενο επικράτησης των πραξικοπηματιών
της 15ης Ιουλίου.
Αφορά επίσης την εξάντληση της
κληρονομιάς (ταυτόχρονα φιλοδυτικής, αλλά και καχύποπτης προς τη Δύση,
εθνικιστικής αλλά και επιφυλακτικής απέναντι στους τυχοδιωκτισμούς εκτός
συνόρων) του κεμαλισμού και άρα το πραγματικό αδιέξοδο όσων αναφέρονται
με οποιονδήποτε τρόπο σε αυτήν.
Όταν ο πρώην αρχηγός του Γενικού
Επιτελείου στρατηγός İlker Başbuğ υποστηρίζει σε συνέντευξή του ότι το
κίνημα της 15ης Ιουλίου δεν αποτελούσε "πραξικόπημα του στρατού με την
κλασική έννοια” (δηλ. υπό την καθοδήγηση της ανώτατης στρατιωτικής
ιεραρχίας), αλλά "στρατιωτική δράση του δικτύου του Gülen” με τις
ευλογίες της CIA, εικονογραφεί χαρακτηριστικά τις αντιφάσεις και την
ουσιαστική αποδυνάμωση του στρατού και της πολιτικής παράδοσης της
οποίας αυτός αποτελούσε τον θεματοφύλακα. "Μας χρησιμοποίησαν για την
εκκαθάριση ενός αντίπαλου κινήματος” διαπιστώνει ο Başbuğ,
υπενθυμίζοντας ότι καμία απόταξη της περιόδου 2002-2010 (οπότε οι
γιουλενικοί μεσουρανούσαν) δεν αφορούσε μέλος του δικτύου του πανίσχυρου
ιμάμη.