Η έκτακτη ανάγκη στην Τουρκία, οι αντιφάσεις και η κοινωνική ρευστότητα
Η απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία απέτυχε, αλλά οι μετασεισμοί
που προκάλεσε συνεχίζουν να τροφοδοτούν τις μεγάλες αντιφάσεις της
χώρας. Ένα πραξικόπημα έχει στόχο την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών,
οι οποίοι όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση είχαν ήδη διαβρωθεί
προηγουμένως. Συνεπώς σε ένα πλαίσιο στο οποίο σχεδόν όλες οι δημοκρατικές λειτουργίες βρίσκονταν ήδη από πριν σε κατάσταση βαθιάς αμφισβήτησης, οι δυναμικές που γέννησαν την πραξικοπηματική απόπειρα, αλλά και μέρος των δυναμικών εκείνων που την οδήγησαν σε αποτυχία συγκροτούν ένα εκρηκτικό μείγμα αστάθειας. Η πιο χαρακτηριστική έκφραση της αντίφασης είναι η εξής: Η επικράτηση του πραξικοπήματος, όπως η ιστορική εμπειρία δείχνει, μάλλον θα οδηγούσε στην εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και σε μαζικές εκκαθαρίσεις πολιτικών αντιπάλων. Δηλαδή σε εξελίξεις και φαινόμενα που βιώνει σήμερα η Τουρκία, μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος. Με αυτό το σκεπτικό η κήρυξη καθεστώτος έκτακτης ανάγκης αργά το βράδυ της 20ης Ιουλίου 2016, δε μπορεί να αποσυνδεθεί από το ευρύτερο πλαίσιο των αντιφάσεων και της κρισιακής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα τα τελευταία χρόνια. Αλλά ούτε και φαίνεται να συμβαδίζει με τις κοινωνικές δυναμικές εναντίον του πραξικοπήματος, οι οποίες φυσικά δεν περιορίζονται στους κύκλους του ισλαμικού κινήματος.
Παρελθόν και παρόν της έκτακτης ανάγκης στην Τουρκία
Η κήρυξη καθεστώτος έκτακτης ανάγκης στην Τουρκία δεν είναι ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο. Τα θεμέλια σε νομικό επίπεδο τέθηκαν πιο ολοκληρωμένα στο πραξικοπηματικό Σύνταγμα του 1982. Λίγο αργότερα, το 1983, υιοθετήθηκε η νομοθεσία που διέπει το καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Το 1987 άρχισε επίσημα η εφαρμογή του, τότε με τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Τουργκούτ Οζάλ και της διακυβέρνησης του Κόμματος Μητέρας Πατρίδας. Από τότε μέχρι και το 2002, η Εθνοσυνέλευση αποφάσισε την επιμήκυνση της εφαρμογής του σε διάστημα περίπου 15 χρόνων με αφορμή διάφορες εξελίξεις σε σχέση με το Κουρδικό πρόβλημα. Σχεδόν σε όλη αυτή τη χρονική περίοδο είναι γεγονός ότι η έκτακτη ανάγκη εφαρμοζόταν βασικά στις νοτιοανατολικές-κουρδικές περιοχές της Τουρκίας. Το αιτιολογικό επιβολής ενός τέτοιου καθεστώτος ήταν συνήθως η «αύξηση τρομοκρατικών δραστηριοτήτων». Όμως καθόλου τυχαία, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης ταυτίστηκε ολοκληρωτικά με τις δολοφονίες και εκτελέσεις πολιτών, με απαγωγές, καθώς και με την έξαρση στην εμφάνιση και δραστηριότητα παρακρατικών ακροδεξιών οργανώσεων και ένοπλων ομάδων της μαφίας.
Το σημερινό πλαίσιο της επιβολής του τρίμηνου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης στην Τουρκία είναι βεβαίως κάπως διαφορετικό από τα προηγούμενα. Όμως διατηρούνται τα βασικά χαρακτηριστικά της καταστολής και της περιθωριοποίησης βασικών δημοκρατικών λειτουργιών. Καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος του εν λόγω καθεστώτος, το υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησης συνέρχεται υπό την προεδρία Έρντογαν και αποφασίζει διαμέσου της έκδοσης κυβερνητικών διαταγμάτων, τα οποία σε καμιά περίπτωση δε μπορούν να γίνουν αντικείμενο δικαστικών διαδικασιών. Ταυτόχρονα ο Πρόεδρος συγκεντρώνει ένα τεράστιο μέρος των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων. Έτσι στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης ουσιαστικά περιθωριοποιούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό τόσο η δικαστική όσο και η νομοθετική εξουσία. Ιδιαίτερα στη δεύτερη περίπτωση, η συγκεκριμένη εξέλιξη οδηγεί σε περαιτέρω συρρίκνωση της δυνατότητας δημοκρατικής διαβούλευσης και αντιπαράθεσης εντός της Εθνοσυνέλευσης.
Το αριθμητικό μέγεθος της κρατικής αναδιάρθρωσης
Η πολιτική απόφαση για επιβολή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, διαθέτει στρατηγικές πτυχές και αποκαλύπτει στόχους της εξουσίας Έρντογαν. Είναι με λίγα λόγια μια απόφαση επιτάχυνσης της διαδικασίας ριζικής αναδιάρθρωσης του κράτους και της «επανίδρυσης» του σύμφωνα με το ιδεολογικό πρόγραμμα του ισλαμικού κινήματος της χώρας. Διαμέσου του τεράστιου κοινωνικού τραύματος που άφησε πίσω της η νύχτα της 15ης Ιουλίου, η κυβέρνηση επιδιώκει να εντοπίσει πεδία νομιμοποίησης και μιας πλατύτερης έγκρισης του βασικού προσανατολισμού για ενίσχυση και συγκέντρωση της εκτελεστικής εξουσίας. Στο όνομα του «να μην ξαναγίνει ποτέ» μια πραξικοπηματική απόπειρα, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) θέλει να εκβιάσει την αλλαγή ισορροπιών εντός των κρατικών δομών, τις οποίες δεν μπορούσε να επηρεάσει σε τόσο πυκνό χρόνο εκτός του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης.
Χαρακτηριστικά, μέχρι και το βράδυ της 21ης Ιουλίου 2016, ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων διαφορετικών βαθμίδων που είτε απολύθηκαν, είτε τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, είτε συνελήφθησαν, ξεπέρασε τις 60 χιλιάδες άτομα. Πέραν από το στρατό που βρίσκεται φυσιολογικά στο επίκεντρο, 257 εργαζόμενοι στην Πρωθυπουργία τέθηκαν σε διαθεσιμότητα και ακόμα 492 στη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων είχαν την ίδια τύχη. Από το Υπουργείο Παιδείας τέθηκαν σε διαθεσιμότητα 15.200 υπάλληλοι, ενώ ακυρώθηκαν οι άδειες διδασκαλίας από 21 χιλιάδες εκπαιδευτικούς ιδιωτικών ιδρυμάτων. Πάνω από 2.500 δικαστές και εισαγγελείς απομακρύνθηκαν από τα καθήκοντα τους. Το ίδιο συνέβηκε σε 1.500 εργαζομένους του Υπουργείου δημοσιονομικών και σε 8.777 εργαζομένους στο Υπουργείο Εσωτερικών. Η πολιτική σκούπα της εκκαθάρισης άγγιξε τις μυστικές υπηρεσίες, την αστυνομία, τα πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ. Οι συγκεκριμένοι αριθμοί που φαίνεται ότι θα αυξάνονται το επόμενο χρονικό διάστημα, είναι διαφωτιστικοί τόσο της σχετικής επιρροής της κοινότητας Γκιουλέν στις κρατικές δομές, αλλά πολύ περισσότερο του χαρακτήρα της ριζικής αλλαγής που επιδιώκει ο Έρντογαν. Οι «νέες» κρατικές δομές και οι κύκλοι συμφερόντων που βρίσκονται στην περιφέρεια τους, θα πρέπει να αναμένεται ότι θα εκφράζουν εν πολλής και τις νέες πολιτικές συμμαχίες που θα επιδιώξει το κυβερνών κόμμα με βασική συνιστώσα την ολοκληρωτική καταστολή της κοινότητας Γκιουλέν. Παραμένει φυσικά αναπάντητο το ερώτημα εάν ο Έρντογαν και το ΑΚΡ θα συνεχίσουν με την ίδια αδιαλλαξία να εντάσσουν στην ιδεολογικο-πολιτική τους συμμαχία τα πιο συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας.
Οι θεσμικές συνέχειες ενός αντιδημοκρατικού πλαισίου
Στο επίπεδο του κράτους, η απόπειρα πραξικοπήματος, δείχνει την ύπαρξη μιας «θεσμικής συνέχειας» αντιδημοκρατικού περιεχομένου και προσανατολισμού. Ιστορικά η χώρα είχε περίπου «συνηθίσει» τα στρατιωτικά πραξικοπήματα. Ταυτόχρονα όμως η αποτυχία αυτής της απόπειρας, δείχνει μεταξύ άλλων τις αλλαγές που έγιναν τα τελευταία χρόνια, οι οποίες μετέβαλαν σε μεγάλο βαθμό το προηγούμενο ιδεολογικό προφίλ των ενόπλων δυνάμεων και σε κάποιο βαθμό στη θεσμική τους διάσταση. Η επανεμφάνιση πραξικοπηματικής απόπειρας στην Τουρκία ως ένας συνδυασμός των προαναφερθέντων, είναι τελικά αποτέλεσμα του ότι η προσπάθεια του ΑΚΡ ενάντια στις πολιτικές παρεμβάσεις του στρατού δεν έγιναν με άξονα τη δημοκρατία, αλλά την απόσπαση μεγαλύτερου μέρους από την πίτα της εξουσίας. Για παράδειγμα, κρατικοί θεσμοί όπως το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, το Ίδρυμα Ραδιοτηλεόρασης, το Ανώτατο Συμβούλιο Εκπαίδευσης που παλαιότερα ήταν οργανικά μέρη των πραξικοπημάτων, δεν καταργήθηκαν, ούτε και άλλαξαν το βαθύτερο περιεχόμενο της λειτουργίας τους. Άλλαξαν ίσως ιδιοκτήτες.
Με λίγα λόγια, όντως το ΑΚΡ εδραίωσε την εξουσία του εναντίον των πολιτικών παρεμβάσεων του στρατού. Τουλάχιστον τρία πραξικοπηματικά σχέδια και μια απόπειρα, κατέληξαν σε αποτυχία. Όμως είναι επίσης γεγονός ότι ο περιορισμός των πολιτικών δραστηριοτήτων του στρατού έγινε διαμέσου των υφιστάμενων θεσμών που προηγουμένως στήριζαν, σχεδίαζαν και εκτελούσαν τα πραξικοπήματα. Ο Έρντογαν δεν επέλεξε να ανατρέψει την «θεσμική συνέχεια» των ελλειμμάτων δημοκρατίας, αλλά να τη διατηρήσει μέσα σε ένα νέο ιδεολογικο-πολιτικό πλαίσιο. Έτσι η ανακήρυξη καθεστώτος έκτακτης ανάγκης με την ενεργοποίηση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, του Υπουργικού Συμβουλίου και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του ΑΚΡ, παραπέμπει σε ένα ακόμα βήμα εμβάθυνσης της αντιδημοκρατικής θεσμικής συνέχειας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η εξουσία Έρντογαν δεν προτίμησε μια ευρεία συναίνεση σε επίπεδο Εθνοσυνέλευσης που να ανταποκρίνεται στην καθολική αντιπραξικοπηματική στάση των κομμάτων. Αντίθετα επέλεξε μια πορεία υπερσυγκέντρωσης της εξουσίας σε ένα «μη κανονικό καθεστώς».
Το σημερινό καθεστώς έκτακτης ανάγκης και οι μαζικές εκκαθαρίσεις που γίνονται, δείχνουν ότι για τη σημερινή κυρίαρχη ιδεολογικο-πολιτική τάξη στην Τουρκία το ίδιο το κράτος συνεχίζει να είναι ένας χώρος, ένα πεδίο που θα πρέπει να «κατακτηθεί». Δηλαδή μια δυναμική διαδικασία χωρίς συγκεκριμένο τελικό ορίζοντα. Διαμέσου της αντίληψης για συνεχή κατάχτηση κρατικής εξουσίας, είναι πιο εύκολη η αναπαραγωγή της αντιδημοκρατικής θεσμικής συνέχειας και συνεπώς της ανατροφοδότησης «πραξικοπηματικών νοοτροπιών», είτε αυτές τελικά πετυχαίνουν, είτε όχι όπως στο παράδειγμα της 15ης Ιουλίου 2016. Με την ενεργοποίηση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, η κρατική εξουσία δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο διαμοιρασμού, ούτε και μπορεί να «ανοίξει» σε πλουραλιστική συμμετοχή από διαφορετικά μέρη της κοινωνίας. Σε τέτοια καθεστώτα, η κάθε έννοια της κυρίαρχης εξουσίας υπερσυγκεντρώνεται και τελικά ενισχύει τις αντιδημοκρατικές παραδόσεις που υποτίθεται ότι θέλει να καταπολεμήσει.
Σε ένα άλλο εξίσου σημαντικό επίπεδο, η απόφαση για κήρυξη καθεστώτος έκτακτης ανάγκης στο μεταπραξικοπηματικό πλαίσιο, αποτελεί συνέχεια της ιδιότυπης κατάστασης εξαίρεσης που επιβλήθηκε στις νοτιοανατολικές-κουρδικές περιοχές της χώρας το τελευταίο χρονικό διάστημα. Η διακοπή της διαδικασίας ειρήνευσης στο Κουρδικό και η επιλογή για κορύφωση του ακήρυχτου πολέμου μεταξύ στρατού και ΡΚΚ από το καλοκαίρι του 2015 μέχρι και σήμερα, είναι επίσης μια έκφραση συνέχισης της αντιδημοκρατικής θεσμικής συνέχειας πάνω στην οποία βασίστηκε η επίδοξη χούντα της 15ης Ιουλίου. Η στρατιωτική πολιορκία των Κούρδων, η μαζική απώλεια ανθρώπινων ζωών και η βίαιη προσφυγοποίηση περίπου μισού εκατομμυρίου ανθρώπων, σε συνδυασμό με την προσπάθεια ποινικοποίησης της πολιτικής έκφρασης του κουρδικού κινήματος, ήταν στρατηγικές επιλογές του Έρντογαν που άνοιξαν νέα πεδία τροφοδοσίας της αυταρχικότητας του στρατιωτικού πλαισίου. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης εμφανίζει τις αντιφάσεις του μέσα από μια συνέχεια με το πρόσφατο παρελθόν.
Η πολυπλοκότητα της ισλαμικής κινητοποίησης
Η πρόσφατη απόφαση για επιβολή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης λήφθηκε σε μια στιγμή πολύπλοκων κοινωνικών εξισώσεων στην Τουρκία. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Έρντογαν και το ΑΚΡ προσπαθούν να θέσουν στα δικά τους ηγεμονικά πλαίσια ολόκληρη την κινητοποίηση του κόσμου ενάντια στο πραξικόπημα. Όμως η επιτυχής υλοποίηση αυτού του στόχου τους είναι ακόμα αβέβαιη, λαμβάνοντας υπόψη ότι το καθεστώς έκτακτης ανάγκης παρουσιάζει από την πρώτη στιγμή ρήγματα και αμφισβητήσεις. Η αντιπραξικοπηματική κινητοποίηση της κοινωνίας ήταν και παραμένει μαζική, αλλά καθόλου ομοιογενής. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο.
Είναι αλήθεια ότι η πρώτη δημόσια εμφάνιση του Έρντογαν στα ΜΜΕ το βράδυ της 15ης Ιουλίου και το κάλεσμα του σε μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στους πραξικοπηματίες, αποτέλεσε ένα από τα βασικότερα κομβικά σημεία που τελικά εμπόδισαν την επικράτηση της χούντας. Το μήνυμα του Προέδρου της Τουρκίας συνέβαλε με καθοριστικό τρόπο στην επανάκτηση της εμπιστοσύνης του κόσμου απέναντι στους κρατικούς θεσμούς, τους οποίους και παρακολουθούσε να καταρρέουν. Περαιτέρω όμως, ο Έρντογαν κατάφερε να μεταδώσει αμέσως το μήνυμα ότι δεν υπήρχε κενό εξουσίας και συνεπώς οι πιθανότητες αποτυχίας της χούντας ήταν αρκετά ισχυρές. Αρχικά, εκατομμύρια πολίτες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του. Οι εικόνες απλών ανθρώπων να προσπαθούν να παρεμποδίσουν τη διέλευση των τεθωρακισμένων, να ανεβαίνουν στα τανκς και να βοηθούν στη σύλληψη των πραξικοπηματιών, αποτελούν τους συμβολισμούς μιας νέας ιστορικής αφήγησης που φτιάχνεται στη χώρα. Αυτές ήταν και οι στιγμές που εξέφραζαν τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, η οποία δεν ήθελε με κανένα τρόπο να επιστρέψει στον εφιάλτη του πραξικοπηματικού παρελθόντος.
Όμως παράλληλα με την κινητοποίηση του κόσμου από όλα τα φάσματα της κοινωνίας, πολύ γρήγορα καταγράφηκε και μια πιο «στενή» συντηρητική κινητοποίηση. Επίσης στρατηγικής σημασίας για την κατάρρευση της χούντας, αλλά και ενδεικτική των κυριάρχων ιδεολογικών προσανατολισμών. Χιλιάδες τζαμιά στην Τουρκία ξεκίνησαν τη μετάδοση θρησκευτικών καλεσμάτων μετά από σχετικές εντολές της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων. Ισλαμιστικές οργανώσεις εμφανίστηκαν με συνθήματα που παρέπεμπαν στη διεκδίκηση υιοθέτησης της Σαρία (ισλαμικού νόμου). Ένα μέρος αυτών των οργανώσεων σε συνεργασία με ακροδεξιές ομάδες επιτέθηκαν σε κουρδικές και αλεβίτικες γειτονιές μεγαλουπόλεων, προσπάθησαν να καταστρέψουν γραφεία του κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών. Χτυπήθηκαν νέοι επειδή κατανάλωναν αλκοόλ. Τις αμέσως επόμενες μέρες στις κηδείες των θυμάτων του πραξικοπήματος μαζικοποιήθηκαν τα συνθήματα για επιστροφή της θανατικής ποινής.
Όλα αυτά ήταν βεβαίως σε πλήρη αντίθεση με τα αιτήματα της επίσης μαζικής κινητοποίησης που διοργάνωσε το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα στη πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης στις 24 Ιουλίου 2016. Εκεί, το πλήθος ερχόταν από ένα άλλο «ξένο» προς το αξιακό σύστημα του Έρντογαν, κόσμο. Η πλειοψηφία των οργανώσεων στην Τάξιμ ζητούσε προστασία της δημοκρατίας και της κοσμικότητας, υπογράμμιζε την αντίθεση της προς το πραξικόπημα, αλλά και κάθε άλλου είδους αυταρχισμό. Έθεσε στο επίκεντρο των διεκδικήσεων της την ανασυγκρότηση του κοινοβουλευτικού συστήματος και όχι τη μετάβαση της Τουρκίας σε ένα συγκεντρωτικό προεδρικό σύστημα. Συνεπώς, η εικόνα της «εθνικής ενότητας» που ήθελε να δώσει μετά τη συγκεκριμένη εκδήλωση ο Έρντογαν μέσα από τη συνάντηση των τριών κομματικών ηγετών στο προεδρικό μέγαρο, υποδηλώνει μια άλλη πτυχή της δύσκολης πραγματικότητας: σε αυτή τη συγκυρία ο Έρντογαν έχει ανάγκη την λαϊκή κινητοποίηση εξαιτίας των διχασμών που καταγράφονται σε όλες τις κρατικές δομές. Έχει ανάγκη νέων «οχυρωμάτων» απέναντι στην ανασφάλεια που έχει δημιουργήσει η κρίση στις εξουσιαστικές δομές. Όμως ο μελλοντικός περιορισμός της αντιπολίτευσης του δρόμου (και του κουρδικού κινήματος), δεν είναι διασφαλισμένος και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δική του πολιτική συμπεριφορά. Η συναίνεση που καταγράφεται σε σχέση με τον ύποπτο ρόλο της κοινότητας Γκιουλέν και την ανάγκη καταστολής της, μπορεί τελικά να μην έχει αντοχές σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα ως το μοναδικό ηγεμονικό πλαίσιο.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 31 Ιουλίου 2016