Του Κώστα Ράπτη
Το παζάρι είναι σκληρό και διεξάγεται σχεδόν δημόσια, καθώς η Τουρκία
μετατρέπει την ίδια της την αποσταθεροποίηση σε διαπραγματευτικό όπλο. Η
Μόσχα έχει μόνο να κερδίσει. Η Ουάσιγκτον έχει τη δυνατότητα να μη
χάσει. Το Λονδίνο διατρανώνει την διακριτότητά του. Όμως η Ευρώπη των
"27”, και μαζί της η Ελλάδα, κινδυνεύει να καταγράψει άλλη μία μεγάλη
αποτυχία.
Η καλλιέργεια της εικόνας μιας μεγάλης
στροφής στην εξωτερική της πολιτική, στον απόηχο της αποτυχημένης
απόπειρας πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, δίνει το πλαίσιο των κινήσεων
της Άγκυρας. Η προγραμματισμένη για τις 9 Αυγούστου συνάντηση
Putin-Erdoğan στην Αγία Πετρούπολη, συνιστά το χρονικό ορόσημο μέχρι το
οποίο οι παραδοσιακοί σύμμαχοι της γείτονος θα πρέπει να αποσαφηνίσουν
τις προθέσεις τους, ενώ ο προγραμματισμένος για τις 31 του μηνός φιλικός
αγώνας των Εθνικών Ομάδων Ποδοσφαίρου της Τουρκίας
και της Ρωσίας στην Αττάλεια (κατεξοχήν προορισμό των Ρώσων τουριστών)
θα αποτελέσει την συμβολική επικύρωση της αποκατάστασης των σχέσεων δύο
χωρών μεταξύ των οποίων μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες ουδείς φανταζόταν
ότι μπορεί να υπάρξει οτιδήποτε το "φιλικό”.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ζητήματα των
ρωσικών οικονομικών κυρώσεων έναντι της Τουρκίας έχουν ήδη επιλυθεί με
τις επαφές των αντιπροέδρων της τουρκικής κυβέρνησης Mehmet Şimşek
Nurettin Canikli, καθώς και του υπουργού Οικονομίας Nihat Zeybekci στη
Μόσχα την προηγούμενη εβδομάδα. Με τις τουριστικές, επενδυτικές και
εμπορικές σχέσεις να οδεύουν προς εξομάλυνση, είναι σαφές ότι η ατζέντα
της συνάντησης Putin-Erdoğan θα επικεντρωθεί σε ζητήματα "υψηλής
πολιτικής” - ήτοι την συριακή κρίση, η οποία μέχρι τώρα είχε οδηγήσει
τις δύο χώρες σε αντιδιαμετρικές τοποθετήσεις.
Ωστόσο, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών
Mevlüt Çavuşoğlu έχει προειδοποιήσει, τουλάχιστον όσους ακούν
προσεκτικά, ότι η εξομάλυνση των σχέσεων με την Ρωσία, δε αποτελεί
υποκατάστατο του ευρωατλαντικού προσανατολισμού της χώρας του. Άλλωστε, η
φιλοδοξία της επαναπροσέγγισης με τη Ρωσία, τη Συρία, το Ισραήλ και την
Αίγυπτο είχε εκφρασθεί από τον νέο πρωθυπουργό της Τουρκίας Binali
Yıldırım ήδη από τον Ιούνιο, πολύ πριν τις ανατροπές της 15ης Ιουλίου.
Η Ουάσιγκτον δείχνει να λαμβάνει το
μήνυμα – εξ ού και η επίσκεψη τη Δευτέρα στην Άγκυρα του αρχηγού του
αμερικανικού Γενικού Επιτελείου στρατηγού Joseph Dunford, ο οποίος
επισκέφθηκε το βομβαρδισμένο από τους πραξικοπηματίες κτήριο της
Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης (καθώς και την πολυσυζητημένη αεροπορική βάση
του Ιντσιρλίκ) και είχε συναντήσεις με τον ομόλογό του Hulusi Akar και
Yıldırım. Η κίνηση του στρατηγού Dunford προσφέρει στην αμερικανική
πλευρά την ευχέρεια να κρατήσει ανοιχτό τον δίαυλο με την Άγκυρα (κυρίως
μέσω του Akar, ο οποίος διέσωσε πολιτικά τον Erdoğan, αρνούμενος να
συνταχθεί με τους πραξικοπηματίες οι οποίοι τον είχαν αιχμαλωτίσει την
15η Ιουλίου, και παρέμεινε στη θέση του, παρά τις σαρωτικές εκκαθαρίσεις
που ακολούθησαν στο στράτευμα), παρακάμπτοντας τις προστριβές που θα
προκαλούσε η επίσκεψη κάποιου πολιτικού προσώπου. Είναι προφανές ότι
εφόσον ο Dunford δεν είναι αρμόδιος να συζητήσει το ακανθώδες ζήτημα της
έκδοσης από τις ΗΠΑ του ιεροκήρυκα και φερόμενου ως εγκεφάλου του
πραξικοπήματος Fethullah Gülen στις επαφές του επικεντρώθηκε στην
συριακή κρίση, τον κοινό αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους και βέβαια την
αμερικανική στήριξη προς τους Κούρδους της Συρίας.
Μολονότι η επιμονή της Άγκυρας ως προς
την έκδοση του Gülen δυσκολεύει απεριόριστα την εξεύρεση μιας φόρμουλας
που να διασώζει τα προσχήματα και για τις δύο πλευρές, το πραγματικό
αντικείμενο διαπραγμάτευσης φαίνεται πως είναι το ακόμη κρισιμότερο για
την Τουρκία κουρδικό ζήτημα.
Την ίδια στιγμή, η (ευρισκόμενη με το
ένα πόδι εκτός Ε.Ε.) Βρετανία ξεδιπλώνει μιαν αυτόνομη δράση, η οποία
ενδεχομένως λειτουργεί μεσολαβητικά για τον περιορισμό των ζημιών στις
τουρκοαμερικανικές σχέσεις. Ο Βρετανός υφυπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος
για τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές υποθέσεις, Alan Duncan είναι ο μόνος
πολιτικός από την Ευρώπη που επισκέφθηκε την Άγκυρα το τελευταίο
δεκαπενθήμερο, ενώ ο πρεσβευτής του Ηνωμένου Βασιλείου στη γείτονα
Richard Moore πήγε πιο μακριά, εκφράζοντας σε συνέντευξή του στην
εφημερίδα Hürriyet την πεποίθηση ότι η αποτυχία του πραξικοπήματος της
15ης Ιουλίου αποδεικνύει την "δημοκρατική ωριμότητα” της Τουρκίας.
Μάλιστα, έδειξε κατανόηση για τις σαρωτικές εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν
στις ένοπλες δυνάμεις ("δεν μπορείς να συνεχίσεις σαν να μην τρέχει
τίποτε”) ενώ χαρακτήρισε "πιστευτή” την κατηγορία ότι το δίκτυο του
Gülen σχεδίασε την εκτροπή.
Αυτή η τυπικά βρετανική ευελιξία είναι
που λείπει από την πλευρά των "27”, οι οποίοι, όπως το προσλαμβάνουν
ακόμη και αντιπολιτευόμενοι Τούρκοι, αρνείται να ακούσει την τουρκική
εκδοχή των πραγμάτων, παραβλέπει το ερώτημα των ευθυνών του Gülen και
υποβαθμίζει την απειλή που αντιμετώπισε το δημοκρατικό πολίτευμα της
Τουρκίας. Μια περισσότερο ηχηρή τοποθέτηση σε αυτά τα ζητήματα θα έδινε
στην ευρωπαϊκή πλευρά τη δυνατότητα να στηρίξει καλύτερα τις επικρίσεις
της για τις ακρότητες που ακολούθησαν την καταστολή του πραξικοπήματος. Η
δε δικαστική απαγόρευση της μετάδοσης μηνύματος του Erdoğan σε
συγκέντρωση οπαδών του στην Κολωνία έχει ρίξει στις τουρκογερμανικές
σχέσεις σκιά ενδεχομένως μεγαλύτερη και από αυτήν που δημιουργεί στις
τουρκοαμερικανικές σχέσεις το ζήτημα της έκδοσης του Gülen.
Το αποτέλεσμα είναι ο τωρινός "πόλεμος
τελεσιγράφων” μεταξύ Άγκυρας και Βρυξελλών-Βερολίνου, με τον Çavuşoğlu
να απειλεί ότι θα ακυρωθεί η ευρωτουρκική συμφωνία για το προσφυγικό εάν
δεν προσφερθεί σαφής ημερομηνία κατάργησης της βίζας, τους δε υπουργούς
Εξωτερικών της Γερμανίας και της Αυστρίας να διαμηνύουν ότι η Ευρώπη
δεν θα δεχθεί "εκβιασμούς”.
Πρόκειται για ένα τοπίο στο οποίο η Ελλάδα
ασφαλώς αναβαθμίζεται στα μάτια των εταίρων και συμμάχων της, ως
"αγκωνάρι” της δυτικής ηγεμονίας σε μία περιοχή του κόσμου όπου αυτή
δείχνει να αμφισβητείται, αλλά και εκτίθεται σε ρίσκα των οποίων δεν
έχει τον παραμικρό έλεγχο.