Μια μέρα του '44 ο καθοδηγητής τον πλησίασε και του είπε:
• «Προφέσορα», έτσι τον έλεγε πειραχτικά, γιατί ο Αλέκος αγαπούσε από τότε τα γράμματα, «την Κυριακή θα βγάλεις λόγο στον κόσμο».
• «Ποιος εγώ;»
• «Μάλιστα!»
• «Και πού θα βγάλω λόγο;»
• «Πού αλλού; Στην εκκλησία. Μη σε νοιάζει. Ο παπάς έχει κατανόηση».
Οπερ και εγένετο. Μετά τη λειτουργία ο Αλέκος ανέβηκε στον άμβωνα και ξεπερνώντας την αρχική τρεμούλα έβγαλε έναν πύρινο αντιστασιακό, εθνοαπελευθερωτικό λόγο.
Ετσι τον σταμπάρανε και οι Χίτες και μετά τα Δεκεμβριανά τον περίμεναν έξω από το σπίτι του και τον τσακίζανε σε καθημερινή βάση στο ξύλο.
Και όταν πήγε στον στρατό, στον εμφύλιο, τον στείλανε να κάνει αποναρκοθέτηση, για να σκοτωθεί μια ώρα αρχύτερα, αλλά ο Αλέκος καταλάβαινε από εκρηκτικά και τη γλίτωσε.
Και γι' αυτό τον παρέλαβαν με τα ηλεκτροσόκ, για να ομολογήσει πως τάχα έκανε σαμποτάζ στον στρατό.
Πράγμα που του άφησε και κάποια διά βίου σημάδια.
Οσο για τον παπά, που είχε όντως κατανόηση, τη γλίτωσε μάλλον φτηνά, αν και -έστω και αν δεν ήταν ΕΑΜίτης, όπως τον κατηγόρησαν- σαφώς συμπαθούσε την Αντίσταση.
Ελεγαν μάλιστα πως ένα βράδυ μέσα στα Δεκεμβριανά ξενύχτησε το πτώμα ενός αριστερού νέου και μέθυσε πολύ, έτσι που την άλλη μέρα ζαλισμένος στην κηδεία έβλεπε το φέρετρο του παιδιού να χορεύει και έψελνε ένα δικής του εμπνεύσεως τροπάρι μείγμα του «μακαρία η οδός» και του «μπέμπη, μην κουνιέσαι μπέμπη».
Πέρασε καιρός για να υποπτευθώ ότι η ζάλη του αγαθού ιερέα δεν ήταν τόσο από το ποτό όσο από τον πόνο.
Θυμήθηκα τον Αλέκο, που συνέχισε μια ζωή αριστερός, αναρχικός και πατριώτης, όταν έμαθα τα σχετικά με κάποιους που, αν οι πληροφορίες είναι σωστές, διέκοψαν τη λειτουργία σε μια εκκλησία στη Θεσσαλονίκη για να μιλήσουν για τα δίκαια των προσφύγων/μεταναστών, και μια παράλογη σκέψη πέρασε από τον νου μου.
Τι θα συνέβαινε αν κάποιος παρενέβαινε και, για τον δικαιότερο έστω λόγο, διέκοπτε μια λειτουργία όπου παρευρισκόταν ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ, ο Αρης, και χοροστατούσε ο πατήρ Ανυπόμονος;
Μάλλον, φοβούμαι, ο χαμός. Θα μου πείτε, ο Αρης εκτός από «δηλωσίας» και «μιζέριας», που έλεγε και ο σύντροφός του Ζαχαριάδης, ήταν και λίγο «εθνικιστής».
Και ο πατήρ Ανυπόμονος που στάθηκε δίπλα του, δεν θύμιζε κάποιους σύγχρονους παπάδες -πολλώ μάλλον μητροπολίτες.
Το ζήτημα είναι αλλού. Ακόμα και όταν δεν μιλάμε για τη θρησκεία της δικής μας παράδοσης και κοινωνίας -ή μάλλον ιδίως τότε- ή ακόμα και όταν μιλάμε για λειτουργούς οποιασδήποτε θρησκείας με τους οποίους τυχαίνει δίκαια ή άδικα να διαφωνούμε, το να περιφρονούμε και να υποτιμούμε εκδηλώσεις του ιερού έχει αποδειχθεί με τραγικό τρόπο ότι μπορεί να καταλήξει θανάσιμα επικίνδυνο.
Δεν θα διέκοπτα ποτέ την τελετή σε ένα ινδικό Ασραμ (μοναστήρι) ακόμα και αν δεν εκτιμούσα τον γκουρού του. Δεν θα προσπαθούσα να διακόψω μια ιερουργία δερβίσηδων ή πιστών του Αφρικανικού Βουντού ή της κουβανικής Γιορούμπα, όπου το πλαίσιο είναι ακόμα πιο αυστηρό.
Και αυτό διότι η περιφρόνηση της ιερουργίας του άλλου, ή, αλλιώς, η διαμάχη ανάμεσα σε δύο εκφράσεις της τάξεως του συμβολικού, στην περίπτωσή μας ανάμεσα στην ιδεολογία και την πίστη, εύκολα μπορεί να τροφοδοτήσει, ιδίως στις μέρες μας και ερήμην των προθέσεών μας, τις διαδικασίες που μετατρέπουν το ιερό σε μιαρό και φονικό.
Και όλα αυτά υπό το βλέμμα του ιερατείου των Βρυξελλών, που διαφυλάττει το άβατον στους χώρους του, έχοντας υιοθετήσει πολιτικές εξαίρεσης για τον άλλον, τον ξένο, τον κυνηγημένο.
Και για τη χώρα μας πολιτικές ακραίας λιτότητας και υποτέλειας που μας καθιστούν έρμαιο του θυμικού μας, βλέποντας την αδικία που υφιστάμεθα.
Το σημείωμα αυτό θέλει να συμβάλει στο να μην ακολουθήσουμε τον προτεινόμενο δρόμο να φαγωθούμε μεταξύ μας.