23 Αυγούστου 2016

Η επιστροφή της Μόρφου

Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη-Το θέμα δεν είναι εάν η Κύπρος στη δεύτερη εισβολή όφειλε να αντισταθεί στρατιωτικά. Το ζήτημα που τίθεται είναι πώς είναι δυνατόν να παραδίδεται ελληνικός χώρος, χωριά και πόλεις, θεωρώντας πως η Τουρκία και οι τουρκικές δυνάμεις εισβολής διέθεταν a priori το πλεονέκτημα της νίκης

Στις 16 Αυγούστου 1974 τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής εισήλθαν στην έρημη, εγκαταλελειμμένη και ανυπεράσπιστη πόλη της Μόρφου, ολοκληρώνοντας έτσι τον δεύτερο κύκλο της τουρκικής διεθνούς παρανομίας. Η Μόρφου μαζί με την Αμμόχωστο ουσιαστικά ήσαν οι δύο κύριες περιοχές που διά περιπάτου κατέλαβε ο Αττίλας στη δεύτερη φάση της εισβολής, πραγματοποιώντας έτσι την τελευταία πράξη του κυπριακού δράματος επί του εδάφους. Έκτοτε η Κύπρος παραμένει όμηρος του Αττίλα και της Άγκυρας, ενώ ταυτόχρονα η Αθήνα έγινε περισσότερο ευάλωτη και εκβιάσιμη από την Άγκυρα στο Αιγαίο και όχι μόνο.
Η αναδίπλωση
Είναι πολλά τα ερωτήματα που εγείρονται από τις πολιτικές των κυβερνήσεων Αθηνών - Λευκωσίας μετά την 24η Ιουλίου 1974 και την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας στην Αθήνα, ενώ και στη Λευκωσία ανέλαβε, παράλληλα με την αποχώρηση του Νίκου Σαμψών, η νόμιμη κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων Γλαύκο Κληρίδη τη διακυβέρνηση της χώρας. Οι δύο κυβερνήσεις αρκέστηκαν δυστυχώς να προετοιμάσουν την Κύπρο για τη δεύτερη φάση της εισβολής, όχι αποτρεπτικά και αμυντικά, αλλά εφαρμόζοντας ένα σχέδιο ομαλής υποχώρησης και παράδοσης της κυπριακής γης στις ορδές του Αττίλα.

Το σχέδιο της υποχώρησης ονομάστηκε αναδίπλωση των στρατιωτικών δυνάμεων της Κύπρου, έτσι ώστε να περιοριστούν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα ενδεχόμενα αντίστασης και εμπλοκής ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων με τις δυνάμεις της εισβολής και ταυτόχρονα εκκένωση των πόλεων και των χωριών που διεκδικούσε ο Αττίλας, έτσι ώστε να παραδοθούν αμαχητί. Το θέμα δεν είναι εάν η Κύπρος στη δεύτερη εισβολή όφειλε να αντισταθεί στρατιωτικά. Το ζήτημα που τίθεται είναι πώς είναι δυνατόν να παραδίδεται ελληνικός χώρος, χωριά και πόλεις, θεωρώντας πως η Τουρκία και οι τουρκικές δυνάμεις εισβολής διέθεταν a priori το πλεονέκτημα της νίκης.
Είναι τουλάχιστον περίεργη αυτή η ιστορία της παράδοσης της Μόρφου και της Αμμοχώστου, χωρίς να προετοιμαστεί και να εφαρμοστεί μια αποτρεπτική στρατηγική, τόσο σε εθνικό, κυπριακό, όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Η «συναινετική» αντιμετώπιση της εισβολής
Η Τουρκία είχε εκπονήσει ένα σχέδιο από τη δεκαετία του 1950, με το οποίο διεκδικούσε την περιοχή που κατέχεται σήμερα με εξαίρεση την Αμμόχωστο και εμείς ως κυβερνήσεις του Ελληνισμού, που δεχθήκαμε την 20ή Ιουλίου μια απρόκλητη, βάρβαρη εισβολή, αντί να προετοιμάσουμε την αντίσταση και την υπεράσπιση της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διεθνή κινητοποίηση για την αποκατάσταση της νομιμότητας στην κατεχόμενη Κύπρο, παραδώσαμε το υπόλοιπο 30% και πλέον του εδάφους χωρίς καμία απολύτως αντίδραση και κυρίως αντίσταση. Δώσαμε την αίσθηση τότε και σήμερα πως προσαρμοστήκαμε σε μια τουρκική διεκδίκηση, με την οποία εκών άκων συμφωνήσαμε.
Τα ερωτήματα που τίθενται για την 20ή Ιουλίου και την πρώτη φάση της εισβολής είναι τεράστια. Παραπέμπουν σε μια μετά βεβαιότητος προδοσία κύκλων στην Αθήνα και στη Λευκωσία, έτσι ώστε να ευνοηθεί το αγγλοαμερικανικό σχέδιο του ελέγχου της Κύπρου από τις νατοϊκές δυνάμεις. Η δεύτερη φάση, δηλαδή της 14ης - 16ης Αυγούστου, όπου κατελήφθη το μεγαλύτερο τμήμα της κατεχόμενης ώς σήμερα Κύπρου, εξακολουθεί να προβληματίζει ως προς την ανυπαρξία οποιασδήποτε θέλησης να προβληθεί η στοιχειώδης αντίσταση και, όπως είπαμε, διεθνής κινητοποίηση για την αποτροπή της και ενεργοποίηση των Αθηνών με τη δημοκρατική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Όλη αυτή η «συναινετική» αντιμετώπιση της εισβολής, δηλαδή του δεύτερου Αττίλα από την Αθήνα και τη Λευκωσία, δημιουργεί ερωτηματικά που υπερβαίνουν την άποψη που διαχέεται γενικώς, πως τα δύο κράτη του Ελληνισμού είχαν αποφασίσει να παραδώσουν τις δύο πόλεις της Κύπρου στον Αττίλα για να αποφευχθεί περαιτέρω αιματοχυσία. Εδόθη η αίσθηση πως όλο αυτό το σκηνικό ήταν ενταγμένο στην προσαρμογή Αθήνας και Λευκωσίας στις από μακρού χρόνου διατυπωθείσες τουρκικές διεκδικήσεις περί της εδαφικής έκτασης του διεκδικούμενου τμήματος της βόρειας περιοχής της Κύπρου. Απλώς η Αμμόχωστος δεν περιλαμβανόταν σε αυτό το σχέδιο. Παρεδόθη η πόλη εγκαταλειφθείσα από τους κατοίκους και τα στρατεύματα υπεράσπισής της.
Όλο αυτό αποτελεί ένα σκηνικό προδοσίας, ανικανότητας, αδιαφορίας των τότε κυβερνήσεων, στρατιωτικών και πολιτικών, πράγμα που αφορά όχι μόνο στις ημέρες του Ιουλίου, αλλά και στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου, όπου θα έπρεπε να οργανωθεί με κάθε τρόπο η αποτροπή της ολοκλήρωσης της τουρκικής εισβολής με την εφαρμογή του σχεδίου Αττίλας 2, που άπτεται των περιοχών Μόρφου και Αμμοχώστου.

Η σαλαμοποίηση του Κυπριακού
Το ζήτημα που τίθεται σήμερα είναι διαχρονικό και στρατηγικής σημασίας για την επιβίωση του Ελληνισμού, στον βαθμό που η κατοχή κυπριακού εδάφους από τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις και η εγκατάσταση εποίκων και τα συν αυτώ δεν μπορούν να αποτελέσουν τμήμα της διαπραγμάτευσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Η Τουρκία κατέχει εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρανομεί εφ’ όλης της ύλης και σε απόλυτη αντίθεση με το διεθνές δίκαιο, καθώς και με τις Συνθήκες Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και κάθε κανόνα δικαίου.
Εμείς διαπραγματευόμαστε με τον κύριο Ακιντζί για τις αρμοδιότητες των δύο «ομοσπόνδων κρατιδίων» ωσάν να έχουμε επιλύσει το Κυπριακό και οικοδομήθηκε η νέα κρατική οντότητα, ενώ το μέγα ζήτημα που υφίσταται είναι οι έποικοι, τα στρατεύματα κατοχής και οι τουρκικές «εγγυήσεις» ως προϋπόθεση οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης που να αφορά στην εσωτερική συνταγματική και κρατική δομή της Κυπριακής Δημοκρατίας, είτε ως μετεξέλιξη, είτε ως επανοικοδόμηση.
Δεν έχουμε κανένα λόγο πολιτικό, ούτε συμφέρον εθνικό να παζαρεύουμε την κυπριακή γη με τον κύριο Ακιντζί, εκλιπαρώντας τους Τούρκους με ψίχουλα ελεημοσύνης ωσάν να ανακτούσαμε την ελευθερία μας και την εθνική μας αξιοπρέπεια με την παραχώρηση της νέας πόλης της Αμμοχώστου στους Έλληνες. Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η διαρκής προσχώρησή μας στις παραπλανητικές υποσχέσεις των Τούρκων, αλλά η σταθερή εμμονή της ηγεσίας του Ελληνισμού, Αθήνας και Λευκωσίας, στην αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας στην κατεχόμενη Κύπρο ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την έναρξη οποιασδήποτε περαιτέρω διαπραγμάτευσης. Η σαλαμοποίηση του Κυπριακού εξυπηρετεί τα σχέδια της Άγκυρας και μας οδηγεί στην αποδοχή των όρων και κανόνων παιχνιδιού της τουρκικής πλευράς.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού,
Πάντειο Πανεπιστήμιο