H
Deutsche Bank πέρασε δέκα δύσκολες ημέρες. Την περασμένη εβδομάδα, μία
από τις θυγατρικές της στις ΗΠΑ απέτυχε για δεύτερη συνεχή χρονιά στα
stress tests της Fed.
Πριν από επτά ημέρες, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τη χαρακτήρισε ως
τον «πιο σημαντικό καθαρό συνεισφορέα στα συστημικά ρίσκα» από όλες τις
τράπεζες στον κόσμο.
Την Παρασκευή, η μετοχή της -η οποία έχει έντονες διακυμάνσεις όλη τη
χρονιά- υποχώρησε σε ιστορικό χαμηλό. Αν και ανέκαμψε, κλείνοντας τη
συνεδρίαση με άνοδο 3%, στα 11,76 ευρώ, η πτώση σημαίνει πως η
χρηματιστηριακή αξία της μεγαλύτερης τράπεζας της Γερμανίας έχασε σχεδόν
το 50% το 2016 και τώρα αντιστοιχεί σε λιγότερο από το ένα τρίτο της
λογιστικής αξίας του ενεργητικού της.
Mε το Brexit να προστίθεται στις ανησυχίες για την επιβράδυνση της
ανάπτυξης και τα χαμηλά επιτόκια, η Deutsche δεν είναι η μοναδική
τράπεζα που έχει δει τη μετοχή της να καταρρέει. Η μετοχή της UniCredit
έχει διολισθήσει πάνω από 60% φέτος, της Credit Suisse έχει μειωθεί στο
μισό, ενώ της Barclays έχει υποχωρήσει πάνω από 30%. Εκτός από μερικές
εξαιρέσεις, οι μετοχές των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών κινούνται από τα
μέσα του 2010 σε επίπεδα χαμηλότερα της λογιστικής αξίας.
Σε κάθε περίπτωση, η κατρακύλα της μετοχής της Deutsche Bank αντανακλά τον εντυπωσιακό κατήφορο μιας τράπεζας που βρισκόταν σταθερά μεταξύ των τριών κορυφαίων επενδυτικών τραπεζών την περίοδο 2008-2014, σύμφωνα με στοιχεία της Coalition. Tην περασμένη χρονιά, υποχώρησε στην πέμπτη θέση, εγείροντας ερωτήματα για τη στρατηγική της.
Τις τελευταίες ημέρες, είναι το τμήμα συναλλαγών της τράπεζας που έχει βρεθεί στο επίκεντρο. Την Τετάρτη, ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι υποστήριξε -σε μια παρέμβαση που πολλοί ερμήνευσαν ως επίθεση στην Deutsche Bank- ότι οι προβληματικές ιταλικές τράπεζες αποτελούν μικρότερη ανησυχία από ό,τι το «ζήτημα των παραγώγων σε άλλες τράπεζες, μεγάλες τράπεζες».
Ανάλογα σχόλια έχουν κάνει και στελέχη ανταγωνιστικών τραπεζών, προκαλώντας ανησυχία για το μεγάλο απόθεμα της Deutsche Bank σε στοιχεία ενεργητικού «επιπέδου τρία», τα οποία είναι τόσο δύσκολο να ρευστοποιηθούν, που δεν μπορούν να αποτιμηθούν με βάση τις τιμές στην αγορά.
Στο τέλος Μαρτίου, η εύλογη αξία (fair value) του ενεργητικού αυτού -στο οποίο περιλαμβάνονται περίπλοκα παράγωγα και δάνεια σε ντιλ με private equity- ήταν 31 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό είναι αρκετά χαμηλότερο από τα 88 δισ. ευρώ που είχε η Deutsche Bank τον Δεκέμβριο του 2008 και όσοι γνωρίζουν, λένε πως η γερμανική τράπεζα έχει γίνει «πολύ προσεκτική» στην αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού «επιπέδου τρία» την τελευταία χρονιά.
«Υπήρχε μεγάλη πίεση από το 2012, από τις ΗΠΑ ειδικότερα. Το "επίπεδο τρία" έτυχε μεγάλης προσοχής», ανέφερε ένας εξ αυτών.
Ακόμα και έτσι, αυτά τα στοιχεία ενεργητικού αντιστοιχούν σε περίπου 70% των κοινών ίδιων κεφαλαίων της Deutsche Bank, επίπεδο χαμηλότερο από αυτό των Barclays και Credit Suisse, αλλά υψηλότερο από αμερικανικών τραπεζών όπως οι JP Morgan, Goldman Sachs και Morgan Stanley.
Εξαιτίας του ότι τα στοιχεία αυτά είναι δύσκολο να ρευστοποιηθούν, οι ρυθμιστικές αρχές αναγκάζουν τις τράπεζες να έχουν υψηλά επίπεδα κεφαλαίου για την κάλυψή τους. Αυτός είναι ο λόγος που η Deutsche Bank έχει έναν ξεκάθαρο λόγο να προσπαθήσει να τα μειώσει, καθώς επιχειρεί να μαζέψει τον ισολογισμό της και να συμμορφωθεί με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Ωστόσο, αναλυτές υποστηρίζουν πως αυτό δεν θα είναι τόσο απλό. «Στη μετα-Brexit εποχή, αυτά τα στοιχεία ενεργητικού (του επιπέδου τρία) είναι πιο δύσκολο να πουληθούν», λέει ο Amit Goel, αναλυτής τραπεζών στην Exane.
Ανεξάρτητα από την εστίαση των τραπεζών σε αυτά τα πιο εξωτικά στοιχεία ενεργητικού, αναλυτές και επενδυτές εκτιμούν πως οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η τράπεζα αφορούν πιο κοινότοπα ζητήματα.
«Το πρόβλημα με την Deutsche είναι πως έχουν αδύναμα έσοδα, έχουν πολλά νομικά έξοδα και έχουν αδύναμα κεφάλαια», σημειώνει ένας από τους 20 μεγαλύτερους επενδυτές της τράπεζας.
Η κεφαλαιακή θέση της Deutsche αποτελεί εδώ και καιρό πηγή ανησυχίας. Το 2013, ο τότε επικεφαλής της γερμανικής τράπεζας, Anshu Jain, είχε υποστηρίξει πως μετά την άντληση 3 δισ. ευρώ από επενδυτές, η «πορεία πείνας» της Deutsche είχε τελειώσει. Ένα χρόνο αργότερα, επέστρεψε για να μαζέψει και άλλα 8 δισ. ευρώ. Μετά από δύο χρόνια, ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας (CET1) είναι στο 10,7% και παραμένει χαμηλότερος από αυτόν πολλών ανταγωνιστών της. Είναι πάνω από τα επίπεδα που ζητούν οι ρυθμιστικές αρχές και θα ενισχυθεί μόλις η τράπεζα γράψει στα βιβλία της την πώληση του μεριδίου της στην κινεζική τράπεζα Huaxia. Αλλά μπορεί και πάλι να δεχθεί χτύπημα και οι περισσότεροι αναλυτές προβλέπουν ότι η Deutsche Bank θα αντλήσει κεφάλαια την επόμενη χρονιά.
Η αντιμετώπιση ενδεχόμενων χτυπημάτων στο μέλλον θα ήταν πιο εύκολη, αν η επιχείρηση απέφερε κέρδη. Αλλά αυτή τη στιγμή δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Την περασμένη χρονιά, η τράπεζα είχε καθαρές ζημίες 6,8 δισ. ευρώ. Αυτό οφείλεται κυρίως σε νομικά έξοδα και απομειώσεις.
Αλλά υπό πίεση βρίσκονται και οι μονάδες-κλειδιά της Detsche Bank. Η μονάδα επενδυτικής τραπεζικής έχει δεχθεί πλήγμα από τις αυστηρότερες ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν μετά την κρίση και από τη στασιμότητα στις αγορές. Εν τω μεταξύ, η μονάδα λιανικής έχει δεχθεί πλήγμα από τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Περιορίζοντας τον αριθμό των νέων ντιλ και μεταθέτοντας για αργότερα μια μελλοντική αύξηση επιτοκίου, το Brexit αναμένεται να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση.
Σε μια απόπειρα να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες, ο επικεφαλής John Cryan μίλησε την περασμένη χρονιά για μια νέα στρατηγική. Τα επόμενα πέντε χρόνια, η τράπεζα θα πουλήσει την Postbank, θα ξεφορτωθεί στοιχεία ενεργητικού, θα κάνει περικοπές κόστους 3,5 δισ. ευρώ και θα αποχωρήσει από 10 χώρες. Ο στόχος της είναι να επιστρέψει σε ενσώματα ίδια κεφάλαια τουλάχιστον 10% και βασικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) στο 12,5% ως το τέλος του 2018.
Επιπλέον, ο κ. Cryan έχει φέρει αλλαγές στην κορυφή της διοικητικής πυραμίδας της τράπεζας και έχει κάνει πιο αυστηρές τις διαδικασίες για την ανάληψη πελατών, σε μια προσπάθεια να ελέγξει καλύτερα τα ρίσκα που αντιμετωπίζει.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η τράπεζα θα έπρεπε να ξεφορτωθεί περισσότερα στοιχεία ενεργητικού. Ο Neil Smith της Bankhaus Lampe λέει ότι με την πώληση της Postbank να μετατίθεται για την επόμενη χρονιά, η Deutsche μπορεί να προσπαθήσει να πουλήσει ορισμένα από τα ενυπόθηκα δάνειά της σε ασφαλιστικές.
Ωστόσο, άλλοι είναι επιφυλακτικοί κατά πόσον η απάντηση είναι η περαιτέρω πώληση στοιχείων ενεργητικού. «Το περιθώριο για τη μείωση του ενεργητικού περιορίζεται από την ανάγκη να μείνει ενεργή και να δημιουργήσει κέρδη», αναφέρει ο Jernej Omahen της Goldman Sachs. «Δεν πιστεύουμε ότι η μείωση των στοιχείων ενεργητικού πέρα από το επίπεδο που έχει ανακοινωθεί ως τώρα θα αντιμετωπιστεί ως λύση από την αγορά. Αντίθετα, θα ερμηνευτεί ως πλήγμα στη λειτουργική κερδοφορία».
Μολονότι η Deutsche Bank επέμενε πάντοτε πως η αλλαγή πορείας θα είναι ένα πολυετές εγχείρημα, ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν πως πρέπει να κάνει περισσότερα. Ο Kian Abouhossein της JP Morgan προβλέπει ότι τα έσοδα της Deutsche θα υποχωρήσουν κατά 13% και θεωρεί πως πρέπει να γίνουν περικοπές. «Όταν έχεις 100.000 άτομα προσωπικό και 30.000 συμβούλους, δεν είναι δύσκολο να μειώσεις το κόστος», σημειώνει.
Eίναι αλήθεια πως η μεγαλύτερη δυσκολία για την Deutsche μπορεί να είναι πως υπάρχουν λίγες εναλλακτικές, εάν η τρέχουσα στρατηγική αποτύχει να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Σε αντίθεση με τη UBS, η οποία κατάφερε να μειώσει δραστικά τα μη αποδοτικά τμήματα της επενδυτικής τράπεζας και να ανασυγκροτηθεί γύρω από την κερδοφόρα μονάδα του wealth management, η δύναμη της γερμανικής τράπεζας πηγάζει από την επενδυτική της τράπεζα. Οι άλλες δραστηριότητές της -στο asset management και στο transaction banking- δεν μπορούν να αποκτήσουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
«Δεν υπάρχουν και πολλά που μπορεί να κάνεις από το να περιμένεις», τονίζει ο ένα από τους 20 μεγαλύτερους επενδυτές της τράπεζας. «Πρέπει να ξεκαθαρίσουν τις νομικές διαμάχες και να ελπίζουν ότι οι αγορές θα ανακάμψουν και θα είναι και πάλι σε θέση να δανείζουν χρήματα».
Νομικά προβλήματα: Οι αισιόδοξες προβλέψεις βάζουν τον πήχη πολύ χαμηλά
Στις προβλέψεις για το 2016, η Deutsche Bank ανέφερε ότι τα νομικά κόστη θα συνεχίσουν να είναι ένα «βάρος», αλλά αναμένεται να είναι «κάτω από τα επίπεδα του 2015». Για τη μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας, o στόχος αυτός δεν είναι και πολύ φιλόδοξος.
Την περασμένη χρονιά, η Deutsche Bank αποκάλυψε πως αντιμετωπίζει 7.000 ξεχωριστές μηνύσεις και ρυθμιστικές πράξεις, που την ανάγκασαν να εγγράψει δαπάνες για επίλυση δικαστικών διαφορών 1,2 δισ. ευρώ και προβλέψεις 5,2 δισ. ευρώ, ένα από τα μεγαλύτερα ποσά που έχουν βάλει στην άκρη ευρωπαϊκές τράπεζες.
Στα πιο πρόσφατα αποτελέσματα, η λίστα με μια επιλογή μόνο των εκκρεμών νομικών υποθέσεων και των προβλημάτων με τις ρυθμιστικές αρχές ανέρχεται σε 10 σελίδες. Αλλά ακόμα και στη λίστα αυτή, ορισμένες υποθέσεις ξεχωρίζουν: η κοινή δίωξη από ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο σε συναλλαγές 10 δισ. δολαρίων για την αποφυγή κυρώσεων στη Ρωσία, οι έρευνες στις ΗΠΑ για τη χειραγώγηση της αγοράς συναλλάγματος, μια νέα δίωξη στις ΗΠΑ για την πρόσληψη κρατικών αξιωματούχων στην Ασία και μια τριετής αμερικανική έρευνα για στρεβλώσεις στις πωλήσεις ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων.
Aλλά είναι τόσο μεγάλο το μέγεθος των νομικών προβλημάτων της Deutsche Bank, που ακόμα και η παραμικρή θετική είδηση στο μέτωπο αυτό ενθουσιάζει τους επενδυτές.
Παρά τη βουτιά 58% στα καθαρά κέρδη, η μετοχή της εταιρείας ενισχύθηκε 4% την ημέρα των αποτελεσμάτων πρώτου τριμήνου τον Απρίλιο, απλά επειδή τα κόστη για την επίλυση δικαστικών διαφορών δεν ήταν τόσο μεγάλα όσο προβλεπόταν.
H γερμανική τράπεζα πρόσθεσε επίσης πως οι προβλέψεις για τα νομικά κόστη βρίσκονταν στα 5,4 δισ. ευρώ.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, αναλυτές της JP Morgan υπολόγισαν το πιθανό χτύπημα από επιπλέον νομικά κόστη στα 3,4 δισ. ευρώ τα επόμενα τρία χρόνια. «Αν οι διακανονισμοί των υποθέσεων ευθυγραμμίζονται με τις προβλέψεις, θα είναι ένα πολύ θετικό στοιχεία για την τιμή της μετοχής», εκτιμά ο αναλυτής της JP Morgan, Kian Abouhossein.
Πηγή: Euro2day.gr
Σε κάθε περίπτωση, η κατρακύλα της μετοχής της Deutsche Bank αντανακλά τον εντυπωσιακό κατήφορο μιας τράπεζας που βρισκόταν σταθερά μεταξύ των τριών κορυφαίων επενδυτικών τραπεζών την περίοδο 2008-2014, σύμφωνα με στοιχεία της Coalition. Tην περασμένη χρονιά, υποχώρησε στην πέμπτη θέση, εγείροντας ερωτήματα για τη στρατηγική της.
Τις τελευταίες ημέρες, είναι το τμήμα συναλλαγών της τράπεζας που έχει βρεθεί στο επίκεντρο. Την Τετάρτη, ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι υποστήριξε -σε μια παρέμβαση που πολλοί ερμήνευσαν ως επίθεση στην Deutsche Bank- ότι οι προβληματικές ιταλικές τράπεζες αποτελούν μικρότερη ανησυχία από ό,τι το «ζήτημα των παραγώγων σε άλλες τράπεζες, μεγάλες τράπεζες».
Ανάλογα σχόλια έχουν κάνει και στελέχη ανταγωνιστικών τραπεζών, προκαλώντας ανησυχία για το μεγάλο απόθεμα της Deutsche Bank σε στοιχεία ενεργητικού «επιπέδου τρία», τα οποία είναι τόσο δύσκολο να ρευστοποιηθούν, που δεν μπορούν να αποτιμηθούν με βάση τις τιμές στην αγορά.
Στο τέλος Μαρτίου, η εύλογη αξία (fair value) του ενεργητικού αυτού -στο οποίο περιλαμβάνονται περίπλοκα παράγωγα και δάνεια σε ντιλ με private equity- ήταν 31 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό είναι αρκετά χαμηλότερο από τα 88 δισ. ευρώ που είχε η Deutsche Bank τον Δεκέμβριο του 2008 και όσοι γνωρίζουν, λένε πως η γερμανική τράπεζα έχει γίνει «πολύ προσεκτική» στην αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού «επιπέδου τρία» την τελευταία χρονιά.
«Υπήρχε μεγάλη πίεση από το 2012, από τις ΗΠΑ ειδικότερα. Το "επίπεδο τρία" έτυχε μεγάλης προσοχής», ανέφερε ένας εξ αυτών.
Ακόμα και έτσι, αυτά τα στοιχεία ενεργητικού αντιστοιχούν σε περίπου 70% των κοινών ίδιων κεφαλαίων της Deutsche Bank, επίπεδο χαμηλότερο από αυτό των Barclays και Credit Suisse, αλλά υψηλότερο από αμερικανικών τραπεζών όπως οι JP Morgan, Goldman Sachs και Morgan Stanley.
Εξαιτίας του ότι τα στοιχεία αυτά είναι δύσκολο να ρευστοποιηθούν, οι ρυθμιστικές αρχές αναγκάζουν τις τράπεζες να έχουν υψηλά επίπεδα κεφαλαίου για την κάλυψή τους. Αυτός είναι ο λόγος που η Deutsche Bank έχει έναν ξεκάθαρο λόγο να προσπαθήσει να τα μειώσει, καθώς επιχειρεί να μαζέψει τον ισολογισμό της και να συμμορφωθεί με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Ωστόσο, αναλυτές υποστηρίζουν πως αυτό δεν θα είναι τόσο απλό. «Στη μετα-Brexit εποχή, αυτά τα στοιχεία ενεργητικού (του επιπέδου τρία) είναι πιο δύσκολο να πουληθούν», λέει ο Amit Goel, αναλυτής τραπεζών στην Exane.
Ανεξάρτητα από την εστίαση των τραπεζών σε αυτά τα πιο εξωτικά στοιχεία ενεργητικού, αναλυτές και επενδυτές εκτιμούν πως οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η τράπεζα αφορούν πιο κοινότοπα ζητήματα.
«Το πρόβλημα με την Deutsche είναι πως έχουν αδύναμα έσοδα, έχουν πολλά νομικά έξοδα και έχουν αδύναμα κεφάλαια», σημειώνει ένας από τους 20 μεγαλύτερους επενδυτές της τράπεζας.
Η κεφαλαιακή θέση της Deutsche αποτελεί εδώ και καιρό πηγή ανησυχίας. Το 2013, ο τότε επικεφαλής της γερμανικής τράπεζας, Anshu Jain, είχε υποστηρίξει πως μετά την άντληση 3 δισ. ευρώ από επενδυτές, η «πορεία πείνας» της Deutsche είχε τελειώσει. Ένα χρόνο αργότερα, επέστρεψε για να μαζέψει και άλλα 8 δισ. ευρώ. Μετά από δύο χρόνια, ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας (CET1) είναι στο 10,7% και παραμένει χαμηλότερος από αυτόν πολλών ανταγωνιστών της. Είναι πάνω από τα επίπεδα που ζητούν οι ρυθμιστικές αρχές και θα ενισχυθεί μόλις η τράπεζα γράψει στα βιβλία της την πώληση του μεριδίου της στην κινεζική τράπεζα Huaxia. Αλλά μπορεί και πάλι να δεχθεί χτύπημα και οι περισσότεροι αναλυτές προβλέπουν ότι η Deutsche Bank θα αντλήσει κεφάλαια την επόμενη χρονιά.
Η αντιμετώπιση ενδεχόμενων χτυπημάτων στο μέλλον θα ήταν πιο εύκολη, αν η επιχείρηση απέφερε κέρδη. Αλλά αυτή τη στιγμή δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Την περασμένη χρονιά, η τράπεζα είχε καθαρές ζημίες 6,8 δισ. ευρώ. Αυτό οφείλεται κυρίως σε νομικά έξοδα και απομειώσεις.
Αλλά υπό πίεση βρίσκονται και οι μονάδες-κλειδιά της Detsche Bank. Η μονάδα επενδυτικής τραπεζικής έχει δεχθεί πλήγμα από τις αυστηρότερες ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν μετά την κρίση και από τη στασιμότητα στις αγορές. Εν τω μεταξύ, η μονάδα λιανικής έχει δεχθεί πλήγμα από τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Περιορίζοντας τον αριθμό των νέων ντιλ και μεταθέτοντας για αργότερα μια μελλοντική αύξηση επιτοκίου, το Brexit αναμένεται να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση.
Σε μια απόπειρα να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες, ο επικεφαλής John Cryan μίλησε την περασμένη χρονιά για μια νέα στρατηγική. Τα επόμενα πέντε χρόνια, η τράπεζα θα πουλήσει την Postbank, θα ξεφορτωθεί στοιχεία ενεργητικού, θα κάνει περικοπές κόστους 3,5 δισ. ευρώ και θα αποχωρήσει από 10 χώρες. Ο στόχος της είναι να επιστρέψει σε ενσώματα ίδια κεφάλαια τουλάχιστον 10% και βασικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) στο 12,5% ως το τέλος του 2018.
Επιπλέον, ο κ. Cryan έχει φέρει αλλαγές στην κορυφή της διοικητικής πυραμίδας της τράπεζας και έχει κάνει πιο αυστηρές τις διαδικασίες για την ανάληψη πελατών, σε μια προσπάθεια να ελέγξει καλύτερα τα ρίσκα που αντιμετωπίζει.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η τράπεζα θα έπρεπε να ξεφορτωθεί περισσότερα στοιχεία ενεργητικού. Ο Neil Smith της Bankhaus Lampe λέει ότι με την πώληση της Postbank να μετατίθεται για την επόμενη χρονιά, η Deutsche μπορεί να προσπαθήσει να πουλήσει ορισμένα από τα ενυπόθηκα δάνειά της σε ασφαλιστικές.
Ωστόσο, άλλοι είναι επιφυλακτικοί κατά πόσον η απάντηση είναι η περαιτέρω πώληση στοιχείων ενεργητικού. «Το περιθώριο για τη μείωση του ενεργητικού περιορίζεται από την ανάγκη να μείνει ενεργή και να δημιουργήσει κέρδη», αναφέρει ο Jernej Omahen της Goldman Sachs. «Δεν πιστεύουμε ότι η μείωση των στοιχείων ενεργητικού πέρα από το επίπεδο που έχει ανακοινωθεί ως τώρα θα αντιμετωπιστεί ως λύση από την αγορά. Αντίθετα, θα ερμηνευτεί ως πλήγμα στη λειτουργική κερδοφορία».
Μολονότι η Deutsche Bank επέμενε πάντοτε πως η αλλαγή πορείας θα είναι ένα πολυετές εγχείρημα, ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν πως πρέπει να κάνει περισσότερα. Ο Kian Abouhossein της JP Morgan προβλέπει ότι τα έσοδα της Deutsche θα υποχωρήσουν κατά 13% και θεωρεί πως πρέπει να γίνουν περικοπές. «Όταν έχεις 100.000 άτομα προσωπικό και 30.000 συμβούλους, δεν είναι δύσκολο να μειώσεις το κόστος», σημειώνει.
Eίναι αλήθεια πως η μεγαλύτερη δυσκολία για την Deutsche μπορεί να είναι πως υπάρχουν λίγες εναλλακτικές, εάν η τρέχουσα στρατηγική αποτύχει να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Σε αντίθεση με τη UBS, η οποία κατάφερε να μειώσει δραστικά τα μη αποδοτικά τμήματα της επενδυτικής τράπεζας και να ανασυγκροτηθεί γύρω από την κερδοφόρα μονάδα του wealth management, η δύναμη της γερμανικής τράπεζας πηγάζει από την επενδυτική της τράπεζα. Οι άλλες δραστηριότητές της -στο asset management και στο transaction banking- δεν μπορούν να αποκτήσουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
«Δεν υπάρχουν και πολλά που μπορεί να κάνεις από το να περιμένεις», τονίζει ο ένα από τους 20 μεγαλύτερους επενδυτές της τράπεζας. «Πρέπει να ξεκαθαρίσουν τις νομικές διαμάχες και να ελπίζουν ότι οι αγορές θα ανακάμψουν και θα είναι και πάλι σε θέση να δανείζουν χρήματα».
Νομικά προβλήματα: Οι αισιόδοξες προβλέψεις βάζουν τον πήχη πολύ χαμηλά
Στις προβλέψεις για το 2016, η Deutsche Bank ανέφερε ότι τα νομικά κόστη θα συνεχίσουν να είναι ένα «βάρος», αλλά αναμένεται να είναι «κάτω από τα επίπεδα του 2015». Για τη μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας, o στόχος αυτός δεν είναι και πολύ φιλόδοξος.
Την περασμένη χρονιά, η Deutsche Bank αποκάλυψε πως αντιμετωπίζει 7.000 ξεχωριστές μηνύσεις και ρυθμιστικές πράξεις, που την ανάγκασαν να εγγράψει δαπάνες για επίλυση δικαστικών διαφορών 1,2 δισ. ευρώ και προβλέψεις 5,2 δισ. ευρώ, ένα από τα μεγαλύτερα ποσά που έχουν βάλει στην άκρη ευρωπαϊκές τράπεζες.
Στα πιο πρόσφατα αποτελέσματα, η λίστα με μια επιλογή μόνο των εκκρεμών νομικών υποθέσεων και των προβλημάτων με τις ρυθμιστικές αρχές ανέρχεται σε 10 σελίδες. Αλλά ακόμα και στη λίστα αυτή, ορισμένες υποθέσεις ξεχωρίζουν: η κοινή δίωξη από ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο σε συναλλαγές 10 δισ. δολαρίων για την αποφυγή κυρώσεων στη Ρωσία, οι έρευνες στις ΗΠΑ για τη χειραγώγηση της αγοράς συναλλάγματος, μια νέα δίωξη στις ΗΠΑ για την πρόσληψη κρατικών αξιωματούχων στην Ασία και μια τριετής αμερικανική έρευνα για στρεβλώσεις στις πωλήσεις ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων.
Aλλά είναι τόσο μεγάλο το μέγεθος των νομικών προβλημάτων της Deutsche Bank, που ακόμα και η παραμικρή θετική είδηση στο μέτωπο αυτό ενθουσιάζει τους επενδυτές.
Παρά τη βουτιά 58% στα καθαρά κέρδη, η μετοχή της εταιρείας ενισχύθηκε 4% την ημέρα των αποτελεσμάτων πρώτου τριμήνου τον Απρίλιο, απλά επειδή τα κόστη για την επίλυση δικαστικών διαφορών δεν ήταν τόσο μεγάλα όσο προβλεπόταν.
H γερμανική τράπεζα πρόσθεσε επίσης πως οι προβλέψεις για τα νομικά κόστη βρίσκονταν στα 5,4 δισ. ευρώ.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, αναλυτές της JP Morgan υπολόγισαν το πιθανό χτύπημα από επιπλέον νομικά κόστη στα 3,4 δισ. ευρώ τα επόμενα τρία χρόνια. «Αν οι διακανονισμοί των υποθέσεων ευθυγραμμίζονται με τις προβλέψεις, θα είναι ένα πολύ θετικό στοιχεία για την τιμή της μετοχής», εκτιμά ο αναλυτής της JP Morgan, Kian Abouhossein.
Πηγή: Euro2day.gr
http://www.real.gr/DefaultArthro.aspx?page=arthro&id=521512&catID=2