Δύο εβδομάδες μετά το σοκ του
δημοψηφίσματος, οι πολιτικές ελίτ του Λονδίνου φιγουράρουν ως τα μαύρα
πρόβατα του ευρωπαϊκού κατεστημένου. Οι εταίροι του Ντέιβιντ Κάμερον δεν
μπορούν να ξεχάσουν ότι τον περασμένο Δεκέμβριο ο Βρετανός πρωθυπουργός
τούς καθησύχαζε στις Βρυξέλλες, λέγοντάς τους: «Μην ανησυχείτε. Ξέρω να
κερδίζω τις μάχες μου. Οπως κέρδισα το δημοψήφισμα για τη Σκωτία, έτσι
θα κερδίσω και το δημοψήφισμα για την Ε.Ε.». Σήμερα, τον καυτηριάζουν
όχι μόνο για την ήττα του, αλλά και για το γεγονός ότι δεν είχε
επεξεργαστεί ένα στοιχειώδες Σχέδιο Β΄ για τη διαχείριση του Brexit.
Εξίσου οργισμένοι εμφανίζονται οι Ευρωπαίοι ηγέτες με τους πρωταγωνιστές
του Leave, όπως ο Μπόρις Τζόνσον και ο Νάιτζελ Φάρατζ, οι οποίοι, αντί
να αναλάβουν τις ευθύνες τους, αποσύρονται, ο ένας μετά τον άλλο, σαν
ποντίκια που εγκαταλείπουν το πλοίο που βυθίζεται.
Δικαιολογημένα όλα αυτά, μόνο που οι ιθύνοντες της Ε.Ε. θα έπρεπε να επικρίνουν τους εαυτούς τους όχι λιγότερο από τους Βρετανούς ηγέτες. Είναι πλέον φανερό ότι ούτε οι Βρυξέλλες ούτε το Βερολίνο ούτε το Παρίσι είχαν επεξεργαστεί κάποιο στοιχειώδες σχέδιο διαχείρισης του Brexit. Επαναπαύθηκαν, για μεγάλο διάστημα, στις διαβεβαιώσεις του Κάμερον και όταν επιτέλους αφυπνίστηκαν, δεν είχαν τον χρόνο για να διαμορφώσουν εναλλακτική στρατηγική. Ακόμη και σήμερα κάποιοι εξ αυτών, όπως η Αγκελα Μέρκελ, εξακολουθούν να ευελπιστούν ότι το Brexit τελικά θα αποτραπεί – ενδεχομένως με ένα νέο δημοψήφισμα ή έπειτα από πρόωρες βουλευτικές εκλογές.
Το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί, φαίνεται όμως απίθανο. Η επικρατέστερη διάδοχος του Κάμερον, η Τερέζα Μέι, αν και είχε τοποθετηθεί (πολύ ανόρεκτα) υπέρ του Remain, ξεκαθαρίζει τώρα ότι «Brexit σημαίνει Brexit» και ότι το μόνο που εννοεί να συζητήσει με τις Βρυξέλλες είναι οι όροι του διαζυγίου. Πράγματι, η παραβίαση της εκπεφρασμένης βούλησης ενός μεγάλου έθνους, στη χώρα που γέννησε τον κοινοβουλευτισμό, θα αποτελούσε τεράστιο πολιτικό σκάνδαλο.
Ο μοναδικός παράγοντας που θα μπορούσε να αλλάξει τα πολιτικά δεδομένα στη Βρετανία θα ήταν μια αγρίως τιμωρητική αντίδραση των αγορών. Για την ώρα, όμως, ο Αρμαγεδδών που προεξοφλούσαν οι οπαδοί του Remain δεν φαίνεται επί θύραις. Είναι αλήθεια ότι οι αγορές πασχίζουν ακόμη να απορροφήσουν το σοκ του Brexit. Ωστόσο, οι κλυδωνισμοί στα χρηματιστήρια της ηπειρωτικής Ευρώπης είναι εξίσου έντονοι, αν όχι και εντονότεροι από εκείνους στη Βρετανία. Στην πιο δεινή θέση βρίσκονται οι τραπεζικοί κολοσσοί, πρώτα απ’ όλα της Ιταλίας, η οποία τείνει να αναδειχθεί στον πολύ μεγάλο αδύναμο κρίκο της Eυρωζώνης, με τις επισφάλειες των τραπεζών της να φτάνουν τα 360 δισ. ευρώ. Ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι επιμένει να σώσει τις τράπεζες με κρατικό χρήμα, κάτι που δεν θέλουν ούτε να ακούνε οι Γερμανοί, καθώς θα παραβίαζε τους «ιερούς» κανόνες της τραπεζικής ένωσης.
Το ιταλικό πρόβλημα αποτελεί σύμπτωμα μιας πολύ ευρύτερης σύγκρουσης στρατηγικών για το μέλλον της ακρωτηριασμένης Ε.Ε. των «27». Την επαύριο του βρετανικού δημοψηφίσματος, ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν- Κλοντ Γιούνκερ, οι ηγέτες της Γαλλίας και της Ιταλίας, όπως και παράγοντες της σοσιαλδημοκρατίας, όπως ο Μάρτιν Σουλτς και ο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, σχημάτισαν άτυπο μέτωπο, ζητώντας, ως απάντηση στο Brexit, «περισσότερη Ευρώπη»: κάτι σαν φυγή προς τα εμπρός, με περισσότερη οικονομική και πολιτική ενοποίηση, χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και αναπτυξιακές «ενέσεις». Προβλέψιμα, η κυβέρνηση Μέρκελ κινείται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Οπως αποκάλυψε η εφημερίδα Handelsblatt, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και οι συνεργάτες του έχουν επεξεργαστεί το δικό τους σχέδιο για τη μετα-Brexit Ε.Ε. με κεντρικό άξονα όχι το «περισσότερη Ευρώπη», αλλά το «περισσότερη πειθαρχία». Το σχέδιο Σόιμπλε επιτρέπει να συμπεράνει κανείς ότι το Βερολίνο επιδιώκει να εκμεταλλευθεί τα νέα δεδομένα του Brexit για να αποδυναμώσει την Κομισιόν προς όφελος της διακυβερνητικής συνεργασίας και την ΕΚΤ προς όφελος του ESM, όπου το βάρος της Γερμανίας είναι μεγαλύτερο. Ηδη, η πίεση του Βερολίνου για «πειθάρχηση» της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, που έχουν ξεφύγει από τους δημοσιονομικούς στόχους τους, στέλνει σαφέστατο μήνυμα.
Φορολογικός πόλεμος
Αντί για την αναζήτηση συλλογικών απαντήσεων στις προκλήσεις του Brexit, οι πιο σημαντικοί «παίκτες» της ηπειρωτικής Ευρώπης, μηδενός εξαιρουμένου, φαίνεται να το αντιμετωπίζουν ως ευκαιρία για την απόσπαση εκείνου ή του άλλου οφέλους απέναντι στους εταίρους και ανταγωνιστές τους.Την περασμένη Τετάρτη, ο Γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς εξήγγειλε, ενώπιον διευθυντικών στελεχών του χρηματοπιστωτικού τομέα, γενναία φορολογικά και άλλα κίνητρα για την προσέλκυση κεφαλαίων και επιχειρήσεων από το Λονδίνο στο Παρίσι. Τα εν λόγω κίνητρα περιλαμβάνουν μείωση της φορολογίας επιχειρήσεων, προνομιακό καθεστώς για οκτώ χρόνια για όσους επαναπατρίζουν κεφάλαια από το εξωτερικό και, βέβαια, τον νόμο που φέρνει τα πάνω-κάτω στις εργασιακές σχέσεις, διευκολύνοντας τις απολύσεις και αποδυναμώνοντας τα συνδικάτα. Με άλλα λόγια, η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση της Γαλλίας προθυμοποιείται να αποδυναμώσει το κοινωνικό της κράτος, ευελπιστώντας ότι η Ντεφάνς του Παρισιού θα πάρει τη θέση του Σίτι του Λονδίνου, ως το υπ’ αριθμόν ένα χρηματοπιστωτικό κέντρο της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Την ίδια περίπου ώρα, ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Οσμπορν ανακοίνωνε και αυτός την πρόθεσή του να μειώσει τη φορολογία των επιχειρήσεων, σε μια προσπάθεια να τις κρατήσει στο Σίτι. Με το δίκιο του, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εξερράγη και προειδοποίησε τους ένθεν κακείθεν της Μάγχης ηγέτες για τις επιπτώσεις που εγκυμονεί αυτή η επαπειλούμενη «κούρσα προς τον κατώτατο κοινό παρονομαστή» στο πεδίο της φορολογίας. Μια εξέλιξη που θα απειλούσε να μετατρέψει ολόκληρη την Eυρώπη σε έναν μεγάλο... Παναμά!
Δικαιολογημένα όλα αυτά, μόνο που οι ιθύνοντες της Ε.Ε. θα έπρεπε να επικρίνουν τους εαυτούς τους όχι λιγότερο από τους Βρετανούς ηγέτες. Είναι πλέον φανερό ότι ούτε οι Βρυξέλλες ούτε το Βερολίνο ούτε το Παρίσι είχαν επεξεργαστεί κάποιο στοιχειώδες σχέδιο διαχείρισης του Brexit. Επαναπαύθηκαν, για μεγάλο διάστημα, στις διαβεβαιώσεις του Κάμερον και όταν επιτέλους αφυπνίστηκαν, δεν είχαν τον χρόνο για να διαμορφώσουν εναλλακτική στρατηγική. Ακόμη και σήμερα κάποιοι εξ αυτών, όπως η Αγκελα Μέρκελ, εξακολουθούν να ευελπιστούν ότι το Brexit τελικά θα αποτραπεί – ενδεχομένως με ένα νέο δημοψήφισμα ή έπειτα από πρόωρες βουλευτικές εκλογές.
Το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί, φαίνεται όμως απίθανο. Η επικρατέστερη διάδοχος του Κάμερον, η Τερέζα Μέι, αν και είχε τοποθετηθεί (πολύ ανόρεκτα) υπέρ του Remain, ξεκαθαρίζει τώρα ότι «Brexit σημαίνει Brexit» και ότι το μόνο που εννοεί να συζητήσει με τις Βρυξέλλες είναι οι όροι του διαζυγίου. Πράγματι, η παραβίαση της εκπεφρασμένης βούλησης ενός μεγάλου έθνους, στη χώρα που γέννησε τον κοινοβουλευτισμό, θα αποτελούσε τεράστιο πολιτικό σκάνδαλο.
Ο μοναδικός παράγοντας που θα μπορούσε να αλλάξει τα πολιτικά δεδομένα στη Βρετανία θα ήταν μια αγρίως τιμωρητική αντίδραση των αγορών. Για την ώρα, όμως, ο Αρμαγεδδών που προεξοφλούσαν οι οπαδοί του Remain δεν φαίνεται επί θύραις. Είναι αλήθεια ότι οι αγορές πασχίζουν ακόμη να απορροφήσουν το σοκ του Brexit. Ωστόσο, οι κλυδωνισμοί στα χρηματιστήρια της ηπειρωτικής Ευρώπης είναι εξίσου έντονοι, αν όχι και εντονότεροι από εκείνους στη Βρετανία. Στην πιο δεινή θέση βρίσκονται οι τραπεζικοί κολοσσοί, πρώτα απ’ όλα της Ιταλίας, η οποία τείνει να αναδειχθεί στον πολύ μεγάλο αδύναμο κρίκο της Eυρωζώνης, με τις επισφάλειες των τραπεζών της να φτάνουν τα 360 δισ. ευρώ. Ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι επιμένει να σώσει τις τράπεζες με κρατικό χρήμα, κάτι που δεν θέλουν ούτε να ακούνε οι Γερμανοί, καθώς θα παραβίαζε τους «ιερούς» κανόνες της τραπεζικής ένωσης.
Το ιταλικό πρόβλημα αποτελεί σύμπτωμα μιας πολύ ευρύτερης σύγκρουσης στρατηγικών για το μέλλον της ακρωτηριασμένης Ε.Ε. των «27». Την επαύριο του βρετανικού δημοψηφίσματος, ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν- Κλοντ Γιούνκερ, οι ηγέτες της Γαλλίας και της Ιταλίας, όπως και παράγοντες της σοσιαλδημοκρατίας, όπως ο Μάρτιν Σουλτς και ο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, σχημάτισαν άτυπο μέτωπο, ζητώντας, ως απάντηση στο Brexit, «περισσότερη Ευρώπη»: κάτι σαν φυγή προς τα εμπρός, με περισσότερη οικονομική και πολιτική ενοποίηση, χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και αναπτυξιακές «ενέσεις». Προβλέψιμα, η κυβέρνηση Μέρκελ κινείται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Οπως αποκάλυψε η εφημερίδα Handelsblatt, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και οι συνεργάτες του έχουν επεξεργαστεί το δικό τους σχέδιο για τη μετα-Brexit Ε.Ε. με κεντρικό άξονα όχι το «περισσότερη Ευρώπη», αλλά το «περισσότερη πειθαρχία». Το σχέδιο Σόιμπλε επιτρέπει να συμπεράνει κανείς ότι το Βερολίνο επιδιώκει να εκμεταλλευθεί τα νέα δεδομένα του Brexit για να αποδυναμώσει την Κομισιόν προς όφελος της διακυβερνητικής συνεργασίας και την ΕΚΤ προς όφελος του ESM, όπου το βάρος της Γερμανίας είναι μεγαλύτερο. Ηδη, η πίεση του Βερολίνου για «πειθάρχηση» της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, που έχουν ξεφύγει από τους δημοσιονομικούς στόχους τους, στέλνει σαφέστατο μήνυμα.
Φορολογικός πόλεμος
Αντί για την αναζήτηση συλλογικών απαντήσεων στις προκλήσεις του Brexit, οι πιο σημαντικοί «παίκτες» της ηπειρωτικής Ευρώπης, μηδενός εξαιρουμένου, φαίνεται να το αντιμετωπίζουν ως ευκαιρία για την απόσπαση εκείνου ή του άλλου οφέλους απέναντι στους εταίρους και ανταγωνιστές τους.Την περασμένη Τετάρτη, ο Γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς εξήγγειλε, ενώπιον διευθυντικών στελεχών του χρηματοπιστωτικού τομέα, γενναία φορολογικά και άλλα κίνητρα για την προσέλκυση κεφαλαίων και επιχειρήσεων από το Λονδίνο στο Παρίσι. Τα εν λόγω κίνητρα περιλαμβάνουν μείωση της φορολογίας επιχειρήσεων, προνομιακό καθεστώς για οκτώ χρόνια για όσους επαναπατρίζουν κεφάλαια από το εξωτερικό και, βέβαια, τον νόμο που φέρνει τα πάνω-κάτω στις εργασιακές σχέσεις, διευκολύνοντας τις απολύσεις και αποδυναμώνοντας τα συνδικάτα. Με άλλα λόγια, η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση της Γαλλίας προθυμοποιείται να αποδυναμώσει το κοινωνικό της κράτος, ευελπιστώντας ότι η Ντεφάνς του Παρισιού θα πάρει τη θέση του Σίτι του Λονδίνου, ως το υπ’ αριθμόν ένα χρηματοπιστωτικό κέντρο της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Την ίδια περίπου ώρα, ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Οσμπορν ανακοίνωνε και αυτός την πρόθεσή του να μειώσει τη φορολογία των επιχειρήσεων, σε μια προσπάθεια να τις κρατήσει στο Σίτι. Με το δίκιο του, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εξερράγη και προειδοποίησε τους ένθεν κακείθεν της Μάγχης ηγέτες για τις επιπτώσεις που εγκυμονεί αυτή η επαπειλούμενη «κούρσα προς τον κατώτατο κοινό παρονομαστή» στο πεδίο της φορολογίας. Μια εξέλιξη που θα απειλούσε να μετατρέψει ολόκληρη την Eυρώπη σε έναν μεγάλο... Παναμά!