by
Η χούντα και οι συνέπειες της 15ης Ιουλίου στις ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας
Η απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία το βράδυ της 15ης
Ιουλίου 2016, έχει εμβαθύνει περαιτέρω τα κοινωνικά ρήγματα και άφησε
πίσω της τραύματα που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να ξεπεραστούν το
αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Οι αρνητικές συνέπειες είναι τέτοιες
που εξαναγκάζουν πλέον σε μια συνολική αναθεώρηση της αντίληψης για τις
επικρατούσες κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες μιας χώρας, η οποία στο
άμεσο μέλλον φαίνεται να παράγει περισσότερα ερωτηματικά παρά
απαντήσεις. Γιατί όντως η απόπειρα πραξικοπήματος ήταν σοβαρή, μεγάλη σε
διάσταση και βίαιη. Ήταν με όλες της τις πτυχές ένα εξαιρετικής
σημασίας πολιτικό γεγονός. Η πληρέστερη αποκωδικοποίηση της φύσης και
των συνεπειών μιας τόσο μεγάλης κλίμακας γεγονότων, απαιτεί προηγουμένως
μια βαθιά κατανόηση των εμπλεκομένων πλευρών, των μεταξύ τους σχέσεων,
των συμφερόντων και των στόχων τους.
Οι δύο θεωρίες του πραξικοπήματος και η πραγματική βία
Αμέσως μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, εμφανίστηκαν στην Τουρκία δύο κύριες θεωρίες εξήγησης των εξελίξεων. Η πρώτη, η οποία εκφράζεται κυρίως από την κυβέρνηση και το τεράστιο δίκτυο εξουσίας που ελέγχει, υπογραμμίζει ότι η απόπειρα πραξικοπήματος οργανώθηκε και εκτελέστηκε από την κοινότητα Γκιουλέν. Αυτή η θεωρία επιδιώκει μεταξύ άλλων να αποδείξει την εγκληματικότητα του «ορκισμένου εχθρού» του Έρντογαν, να νομιμοποιήσει την επόμενη σκληρή αντιμετώπιση των ακολούθων της κοινότητας και να δικαιώσει τη μέχρι σήμερα πολιτική στοχοποίησης του Γκιουλέν ως ενός τρομοκράτη-δημιουργό του λεγόμενου παράλληλου κράτους στην Τουρκία. Χωρίς να το επιδιώκει, αυτή η αντίληψη που προωθείται «εξιδανικεύει» και ίσως υπερβάλλει για την επιρροή της εν λόγω κοινότητας εντός του στρατού.
Η δεύτερη θεωρία εκτίμησης της πραξικοπηματικής απόπειρας ισχυρίζεται ότι τα γεγονότα ήταν αποκλειστικά και μόνο μια συνωμοσία του Έρντογαν. Αυτή η προσέγγιση εξάγει το συμπέρασμα ότι όλα έγιναν με στόχο την περαιτέρω ισχυροποίηση της εξουσίας του Έρντογαν και εκπροσωπείται από μια πολυσύνθετη διαστρωμάτωση εντός της ευρύτερης αντιπολίτευσης. Μια τέτοια εξήγηση βασίζεται και στην υπόθεση ότι ο Πρόεδρος της Τουρκίας έχει αποδείξει ότι μπορεί να θυσιάσει τα πάντα στο βωμό της εξουσίας. Βεβαίως θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δεύτερη θεωρία, θρέφεται καθόλου τυχαία από την όντως ρεαλιστική εκτίμηση ότι η απόπειρα πραξικοπήματος θα χρησιμοποιηθεί από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) προς όφελος του για σαρωτικές αλλαγές στην κρατική δομή και όχι μόνο.
Όμως όπως δείχνουν τα στοιχεία των πρωτογενών πηγών, τουλάχιστον σε αυτά τα αρχικά στάδια μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, η κατάσταση είναι αρκετά πιο περίπλοκη από τις προαναφερθείσες δύο προσεγγίσεις. Έτσι όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα από το βράδυ της 15ης Ιουλίου παραπέμπουν στην ύπαρξη ενός σχεδίου μεγάλης κλίμακας πραξικοπήματος, αρκετά βίαιου και με υπολογισμένες κάποιες καταστροφικές συνέπειες. Η τελική αποτυχία της πραξικοπηματικής απόπειρας οφείλεται σαφώς σε πολλούς παράγοντες, ενώ είναι αλήθεια ότι ο τρόπος ανάπτυξης της αφήνει πίσω δύσκολα ερωτηματικά, των οποίων η απάντηση μπορεί να μην βρεθεί ποτέ. Ανεξαρτήτως αυτού όμως, το μέγεθος της κινητοποίησης της χούντας και οι συνέπειες που προκάλεσε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, δεν μπορούν να εξηγηθούν ούτε ως μια πράξη αποκλειστικά και μόνο της κοινότητας Γκιουλέν, αλλά ούτε και ως συνωμοσία του Έρντογαν. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία υπάρχουν περισσότεροι από 250 νεκροί και πάνω από 1500 τραυματίες, κάτι που έγινε μόνο μέσα σε μερικές ώρες μέχρι τα ξημερώματα της 16ης Ιουλίου 2016. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν φαινόμενα όπως η δημόσια διαπόμπευση και φυσικό λιντσάρισμα κληρωτών στρατιωτών, συγκρούσεις μεταξύ στρατού και αστυνομίας, καταλήψεις και αποκλεισμοί γειτονιών Κούρδων και Αλεβιτών. Περαιτέρω και σε αντίθεση με τη γενική εικόνα που επικράτησε από τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα στις πρώτες ώρες της νύχτας της 15ης Ιουλίου, οι συγκρούσεις σταδιακά επεκτάθηκαν σε πάρα πολλές πόλεις της Τουρκίας. Το επίκεντρο ήταν η Άγκυρα και η Κωνσταντινούπολη, αλλά η διεύρυνση των συγκρούσεων έφτασε και σε δεκάδες πόλεις της δυτικής, κεντρικής και νοτιοανατολικής Τουρκίας.
Ανατομία των ανταγωνισμών εξουσίας και της χούντας
Ιστορικά και σε διάφορα μέρη του κόσμου, ο στρατός είχε και έχει στρατηγική σημασία στον καθορισμό των σχέσεων εξουσίας. Δύναμη που δεν ελέγχει το στρατό, δεν μπορεί να μετατραπεί σε ολοκληρωτική εξουσία. Σε μια χώρα όπως η Τουρκία, με τη συγκεκριμένη ιστορική εμπειρία και την πολιτική επιρροή που είχε ο στρατός κατά το πρόσφατο παρελθόν, οι ανταγωνισμοί για έλεγχο των ένοπλων δυνάμεων είναι σαφέστατα πιο βίαιοι και φανεροί. Τόσο το κυβερνών ΑΚΡ, όσο και η ισλαμική κοινότητα του Γκιουλέν, κατανόησαν πολύ σύντομα ότι η θεμελίωση της εξουσίας τους θα περνούσε, μεταξύ άλλων, και μέσα από την αύξηση της επιρροής τους εντός του στρατού. Ενός σώματος ενόπλων που ιστορικά ήταν την ίδια στιγμή μια αυτόνομη πολιτικο-κοινωνική τάξη, μια οικονομική και ιδεολογική δύναμη. Συνεπώς η υπόθεση μείωσης της πολιτικής επιρροής του στρατού και αλλαγής του ιδεολογικού του πλαισίου, ήταν ένας κοινός στόχος των εκπροσώπων του Ισλάμ, ήταν όμως και μια βάση έντασης της ενδοϊσλαμικής αντιπαράθεσης. Έτσι από τη μια η κοινότητα Γκιουλέν προσπάθησε να επεκτείνει την επιρροή της στο στράτευμα τόσο με διορισμούς «δικών της», όσο και με συνεργασίες με άλλες ομάδες στρατιωτικών. Η μαζική διείσδυση της κοινότητας Γκιουλέν στο στρατό φαίνεται ήδη από τη δεκαετία του 1990. Από την άλλη, ο Έρντογαν τα τελευταία χρόνια επιδίωξε τη συγκρότηση μιας πιο σταθερής συνεργασίας με την ανώτατη ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων, η οποία συνοδεύτηκε με την ενίσχυση της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας, καθώς και με την «παραχώρηση» νέων πεδίων στρατιωτικής δράσης εξαιτίας της επιλογής του για ένοπλη σύγκρουση με το ΡΚΚ.
Όλες οι περίπλοκες και ανταγωνιστικές σχέσεις εντός του στρατού, η ιδεολογική σύγκρουση των τελευταίων χρόνων, και το μεγάλο ζήτημα της εξουσίας, αντικατοπτρίστηκαν στην απόπειρα πραξικοπηματικής ανατροπής του Έρντογαν. Η επίδοξη χούντα προσπάθησε να αναπτύξει το πραξικόπημα σε τρία βασικά επίπεδα, τα οποία κινούνταν παράλληλα. Το πρώτο επίπεδο ήταν η κατάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας και ο έλεγχος στρατηγικών πόλεων όπως η Άγκυρα και η Κωνσταντινούπολη. Άλλωστε από τα δημοσιευμένα στοιχεία των συλληφθέντων υπόπτων, το 30% είναι αξιωματικοί που είχαν έδρα την Άγκυρα, ενώ το 20% είχαν έδρα την Κωνσταντινούπολη. Το δεύτερο επίπεδο ήταν η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας με τη δολοφονία ή σύλληψη του Προέδρου της χώρας. Το τρίτο επίπεδο ήταν η διάχυση του πραξικοπηματικού ελέγχου στους τοπικούς πυρήνες εξουσίας, όπως οι μικρότερες κρατικές δομές σε περιφερειακές πόλεις και χωριά. Σύμφωνα με την πιο πάνω χαρτογράφηση των κινήσεων των πραξικοπηματιών φαίνεται ξεκάθαρα ότι η απόπειρα αποτέλεσε έμπνευση μιας χούντας εντός του στρατού που λειτουργούσε εκτός της ιεραρχίας και του κεντρικού μηχανισμού λήψης αποφάσεων. Αυτό άλλωστε ήταν και το πρώτο σημείο όπου έσπασε η «αλυσίδα» που θα οδηγούσε στη νίκη των πραξικοπηματιών. Ο σχεδιασμός τους έγινε γνωστός τόσο στον Έρντογαν, όσο και στον αρχηγό του στρατού, Χουλουσί Ακάρ, νωρίς το απόγευμα της 15ης Ιουλίου. Αναγκάστηκαν συνεπώς να επισπεύσουν την υλοποίηση του σχεδίου και επιπλέον δεν κατάφεραν να ελέγξουν πλήρως την ανώτατη στρατιωτική ιεραρχία. Λίγες ώρες μετά, επίσης εξαιτίας των παρακολουθήσεων των συνδιαλέξεων των πραξικοπηματιών, ο Έρντογαν κατάφερε να επιβιώσει ανατρέποντας το δεύτερο επίπεδο του πραξικοπηματικού σχεδίου.
Ο κεντρικός πυρήνας των πραξικοπηματιών προήλθε από όλα τα σώματα στρατού, όμως η παρουσία της αεροπορίας, της χωροφυλακής και του ναυτικού ήταν πιο έντονη ιδιαίτερα κατά τις πρώτες ώρες της απόπειρας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η πολεμική αεροπορία αποτελεί περίπου το 8% των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, η χωροφυλακή 15% και το ναυτικό περίπου 12%, τότε μια φανερή αδυναμία της χούντας ήταν η σχετική της απουσία εντός των χερσαίων δυνάμεων που είναι το μεγαλύτερο. Από τις ίδιες διαρροές στον Τύπο, φαίνεται ότι οι υποστηριχτές του πραξικοπήματος στην πλειοψηφία τους ήταν συνταγματάρχες, αντισυνταγματάρχες και ταγματάρχες. Υπήρχαν περίπου 10% του συνόλου των υποστράτηγων και το 1/3 του συνόλου των ταξίαρχων. Επομένως όντως η κλίμακα κάτω από την ανώτατη ιεραρχία του στρατού ήταν αρκετά διαβρωμένη. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στοιχεία, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η κοινότητα Γκιουλέν σταδιακά άρχισε να αποκτά σοβαρή επιρροή στις μεσαίες και κατώτερες βαθμίδες του στρατεύματος. Όμως δεν μπόρεσε να μεταλλάξει συνολικά την στρατιωτική ηγεσία και το βασικό ιδεολογικό χαρακτηριστικό του στρατού, δηλαδή του κεμαλισμού. Με βάση τα αριθμητικά στοιχεία των συλληφθέντων γίνεται κατανοητό ότι η απόπειρα πραξικοπήματος έγινε με τη συμμετοχή της κοινότητας Γκιουλέν ή/και τον πρωταγωνιστικό της ρόλο, όμως σε συμμαχία με άλλες ομάδες μέσα στο στράτευμα.
Η αποτυχία του πραξικοπήματος στο επίπεδο του στρατού
Όπως έχει προαναφερθεί, η αποτυχία του πραξικοπήματος οφείλεται σε πάρα πολλούς λόγους μεταξύ των οποίων είναι η επιβίωση της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, η αποτυχία ελέγχου της στρατιωτικής ηγεσίας από τη χούντας, καθώς και η μαζική λαϊκή κινητοποίηση στα βασικά κέντρα των ένοπλων συγκρούσεων. Σε ότι αφορά όμως στο επίπεδο του στρατού, η αποτυχία της πραξικοπηματικής απόπειρας, μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση βαθύτερων δυναμικών που επικράτησαν εκείνο το βράδυ, καθώς και δυναμικών που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα επηρεάζουν ολόκληρη τη χώρα τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Η αποτυχία των χουντικών στον έλεγχο της ανώτατης βαθμίδας των στρατιωτικών, φαίνεται ότι επηρέασε και άλλες ομάδες αξιωματικών στην τελική τους απόφαση. Όσο προχωρούσε η νύχτα και τα δεδομένα ωφελούσαν την κυβέρνηση της χώρας πολλές ομάδες αξιωματικών, ιδιαίτερα αυτών που ήταν ξεκομμένοι από το επίκεντρο των γεγονότων, αποφάσισαν τελεσίδικα να ταυτιστούν με τη νομιμότητα. Λειτούργησαν τα ιδιότυπα πραγματιστικά ένστικτα του στρατιωτικού σε ένα πλέγμα απόλυτης εξάρτησης από τους κρατικούς θεσμούς και την ιεραρχία. Οι ίδιοι οι πραξικοπηματίες, παρόλο που κατάφεραν να αποκτήσουν προσωρινά τον έλεγχο πολλών στρατηγικών σημείων, εντούτοις ποτέ κατά τη διάρκεια της νύχτας δεν κατάφεραν να οικοδομήσουν ένα συγκεκριμένο κέντρο λήψης αποφάσεων και χειρισμού της κρίσης. Δεν έφτασαν στο σημείο μιας συμβολικής και ουσιαστικής εξουσίας που θα έστελνε το μήνυμα ότι απέκτησε πλήρως και οριστικά τον έλεγχο τη χώρας.
Η αστάθεια στις τάξεις των πραξικοπηματιών, η αποτυχία τους στην κατοχή χώρου – συμβολικού και μη – αλλά και η επιβίωση Έρντογαν σε συνδυασμό με την ορθή επιλογή άμεσης εμφάνισης στα ΜΜΕ, ήταν κάποιες άλλες εξελίξεις που συνέβαλαν ούτως ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες των πραξικοπηματιών να βρουν νέους συμμάχους εντός και εκτός στρατεύματος. Καθόλου τυχαία, μόνο μερικές ώρες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, πολλοί ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί εμφανίστηκαν με συγκεκριμένες δηλώσεις τους στα ΜΜΕ, καταδικάζοντας τους στασιαστές και διακηρύσσοντας αφοσίωση στο κράτος και τη νόμιμη κυβέρνηση. Με αυτό τον τρόπο μείωσαν καθοριστικά την προοπτική η χούντα να αποκτήσει νέες δυναμικές εντός των κύκλων του στρατιωτικού προσωπικού. Όμως εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός, ότι πολλοί από αυτούς που εκφράστηκαν δημοσίως εναντίον του πραξικοπήματος στη συνέχεια συνελήφθησαν ως ύποπτοι για συμμετοχή στη χούντα, τότε είναι ξεκάθαρο ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας άλλαξαν οι εσωτερικές ισορροπίες της στρατιωτικής συμμαχίας που είχε στόχο της την ανατροπή Έρντογαν.
Άμεσες επιπτώσεις στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις
Σύμφωνα με την πολυπλοκότητα που εμφανίστηκε το βράδυ της 15ης Ιουλίου, αλλά πολύ περισσότερο σύμφωνα με τον πολιτικό απολογισμό της τραγικής νύχτας, φαίνεται ότι στο επίπεδο του τουρκικού στρατού αρχίζει μια ενδιαφέρουσα νέα και δύσκολη περίοδος. Ο στρατός της Τουρκίας σταδιακά στα επόμενα χρόνια δε θα παρουσιάζει την μέχρι πρότινος ιδεολογική ομοιογένεια. Ιστορικά οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας εμφανίστηκαν περίπου ως ένα ολοκληρωμένο ιδεολογικό, πολιτικό και οικονομικό σύνολο, με συγκεκριμένα συμφέροντα και επιδιώξεις. Ο Κεμαλισμός, η κοσμικότητα και η αντίληψη της μοναδικότητας του ρόλου θεματοφύλακα του τουρκικού κράτους, ήταν οι κεντρικοί πυλώνες της ιδεολογικής φαντασίωσης που ένωνε τις ανώτερες και κατώτερες βαθμίδες του στρατού. Η απόπειρα πραξικοπήματος και η αποτυχία της, δείχνουν ότι πλέον τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, κάτι που προοπτικά θα μεταβάλει (άγνωστο στο παρόν στάδιο προς ποια κατεύθυνση) και τη θέση του στρατού στις σχέσεις εξουσίας της χώρας.
Τουλάχιστον σε ότι αφορά στις σημερινές συγκυρίες, ο τουρκικός στρατός φαίνεται να περνά από ένα στάδιο εσωτερικού διχασμού, πολιτικών και ιδεολογικών διαφωνιών, στοιχεία που εξωτερικεύτηκαν με το χειρότερο τρόπο το βράδυ της 15ης Ιουλίου 2016. Η περίοδος της εσωστρέφειας των ενόπλων δυνάμεων σημαίνει ουσιαστικά μια φάση διευκόλυνσης πολλών και έντονων αναδιαρθρώσεων με επίσημο σημείο εκκίνησης την επικείμενη σύνοδο του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου τον Αύγουστο. Πλέον οι πιθανότητες για την έναρξη των σχεδιασμών δημιουργίας ενός πιο «μικρού και ευέλικτου» τουρκικού στρατού, αυξάνονται. Όπως αυξάνονται και οι πιθανότητας για μια γενική αναθεώρηση του συστήματος εθνικής ασφάλειας της χώρας και του ιδεολογικού του περιβλήματος. Κάτι όμως που θα εξαρτηθεί από την τελική βούληση του Έρντογαν. Τουλάχιστον στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα φαίνεται ότι θα υπάρξει ένας μεγαλύτερος συντονισμός της «καθαρής» ηγεσίας του στρατού και της πολιτικής εξουσίας σε ότι αφορά στον πολλαπλασιασμό των καταδιώξεων ακολούθων της κοινότητας Γκιουλέν.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 24 Ιουλίου 2016
Οι δύο θεωρίες του πραξικοπήματος και η πραγματική βία
Αμέσως μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, εμφανίστηκαν στην Τουρκία δύο κύριες θεωρίες εξήγησης των εξελίξεων. Η πρώτη, η οποία εκφράζεται κυρίως από την κυβέρνηση και το τεράστιο δίκτυο εξουσίας που ελέγχει, υπογραμμίζει ότι η απόπειρα πραξικοπήματος οργανώθηκε και εκτελέστηκε από την κοινότητα Γκιουλέν. Αυτή η θεωρία επιδιώκει μεταξύ άλλων να αποδείξει την εγκληματικότητα του «ορκισμένου εχθρού» του Έρντογαν, να νομιμοποιήσει την επόμενη σκληρή αντιμετώπιση των ακολούθων της κοινότητας και να δικαιώσει τη μέχρι σήμερα πολιτική στοχοποίησης του Γκιουλέν ως ενός τρομοκράτη-δημιουργό του λεγόμενου παράλληλου κράτους στην Τουρκία. Χωρίς να το επιδιώκει, αυτή η αντίληψη που προωθείται «εξιδανικεύει» και ίσως υπερβάλλει για την επιρροή της εν λόγω κοινότητας εντός του στρατού.
Η δεύτερη θεωρία εκτίμησης της πραξικοπηματικής απόπειρας ισχυρίζεται ότι τα γεγονότα ήταν αποκλειστικά και μόνο μια συνωμοσία του Έρντογαν. Αυτή η προσέγγιση εξάγει το συμπέρασμα ότι όλα έγιναν με στόχο την περαιτέρω ισχυροποίηση της εξουσίας του Έρντογαν και εκπροσωπείται από μια πολυσύνθετη διαστρωμάτωση εντός της ευρύτερης αντιπολίτευσης. Μια τέτοια εξήγηση βασίζεται και στην υπόθεση ότι ο Πρόεδρος της Τουρκίας έχει αποδείξει ότι μπορεί να θυσιάσει τα πάντα στο βωμό της εξουσίας. Βεβαίως θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δεύτερη θεωρία, θρέφεται καθόλου τυχαία από την όντως ρεαλιστική εκτίμηση ότι η απόπειρα πραξικοπήματος θα χρησιμοποιηθεί από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) προς όφελος του για σαρωτικές αλλαγές στην κρατική δομή και όχι μόνο.
Όμως όπως δείχνουν τα στοιχεία των πρωτογενών πηγών, τουλάχιστον σε αυτά τα αρχικά στάδια μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, η κατάσταση είναι αρκετά πιο περίπλοκη από τις προαναφερθείσες δύο προσεγγίσεις. Έτσι όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα από το βράδυ της 15ης Ιουλίου παραπέμπουν στην ύπαρξη ενός σχεδίου μεγάλης κλίμακας πραξικοπήματος, αρκετά βίαιου και με υπολογισμένες κάποιες καταστροφικές συνέπειες. Η τελική αποτυχία της πραξικοπηματικής απόπειρας οφείλεται σαφώς σε πολλούς παράγοντες, ενώ είναι αλήθεια ότι ο τρόπος ανάπτυξης της αφήνει πίσω δύσκολα ερωτηματικά, των οποίων η απάντηση μπορεί να μην βρεθεί ποτέ. Ανεξαρτήτως αυτού όμως, το μέγεθος της κινητοποίησης της χούντας και οι συνέπειες που προκάλεσε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, δεν μπορούν να εξηγηθούν ούτε ως μια πράξη αποκλειστικά και μόνο της κοινότητας Γκιουλέν, αλλά ούτε και ως συνωμοσία του Έρντογαν. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία υπάρχουν περισσότεροι από 250 νεκροί και πάνω από 1500 τραυματίες, κάτι που έγινε μόνο μέσα σε μερικές ώρες μέχρι τα ξημερώματα της 16ης Ιουλίου 2016. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν φαινόμενα όπως η δημόσια διαπόμπευση και φυσικό λιντσάρισμα κληρωτών στρατιωτών, συγκρούσεις μεταξύ στρατού και αστυνομίας, καταλήψεις και αποκλεισμοί γειτονιών Κούρδων και Αλεβιτών. Περαιτέρω και σε αντίθεση με τη γενική εικόνα που επικράτησε από τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα στις πρώτες ώρες της νύχτας της 15ης Ιουλίου, οι συγκρούσεις σταδιακά επεκτάθηκαν σε πάρα πολλές πόλεις της Τουρκίας. Το επίκεντρο ήταν η Άγκυρα και η Κωνσταντινούπολη, αλλά η διεύρυνση των συγκρούσεων έφτασε και σε δεκάδες πόλεις της δυτικής, κεντρικής και νοτιοανατολικής Τουρκίας.
Ανατομία των ανταγωνισμών εξουσίας και της χούντας
Ιστορικά και σε διάφορα μέρη του κόσμου, ο στρατός είχε και έχει στρατηγική σημασία στον καθορισμό των σχέσεων εξουσίας. Δύναμη που δεν ελέγχει το στρατό, δεν μπορεί να μετατραπεί σε ολοκληρωτική εξουσία. Σε μια χώρα όπως η Τουρκία, με τη συγκεκριμένη ιστορική εμπειρία και την πολιτική επιρροή που είχε ο στρατός κατά το πρόσφατο παρελθόν, οι ανταγωνισμοί για έλεγχο των ένοπλων δυνάμεων είναι σαφέστατα πιο βίαιοι και φανεροί. Τόσο το κυβερνών ΑΚΡ, όσο και η ισλαμική κοινότητα του Γκιουλέν, κατανόησαν πολύ σύντομα ότι η θεμελίωση της εξουσίας τους θα περνούσε, μεταξύ άλλων, και μέσα από την αύξηση της επιρροής τους εντός του στρατού. Ενός σώματος ενόπλων που ιστορικά ήταν την ίδια στιγμή μια αυτόνομη πολιτικο-κοινωνική τάξη, μια οικονομική και ιδεολογική δύναμη. Συνεπώς η υπόθεση μείωσης της πολιτικής επιρροής του στρατού και αλλαγής του ιδεολογικού του πλαισίου, ήταν ένας κοινός στόχος των εκπροσώπων του Ισλάμ, ήταν όμως και μια βάση έντασης της ενδοϊσλαμικής αντιπαράθεσης. Έτσι από τη μια η κοινότητα Γκιουλέν προσπάθησε να επεκτείνει την επιρροή της στο στράτευμα τόσο με διορισμούς «δικών της», όσο και με συνεργασίες με άλλες ομάδες στρατιωτικών. Η μαζική διείσδυση της κοινότητας Γκιουλέν στο στρατό φαίνεται ήδη από τη δεκαετία του 1990. Από την άλλη, ο Έρντογαν τα τελευταία χρόνια επιδίωξε τη συγκρότηση μιας πιο σταθερής συνεργασίας με την ανώτατη ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων, η οποία συνοδεύτηκε με την ενίσχυση της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας, καθώς και με την «παραχώρηση» νέων πεδίων στρατιωτικής δράσης εξαιτίας της επιλογής του για ένοπλη σύγκρουση με το ΡΚΚ.
Όλες οι περίπλοκες και ανταγωνιστικές σχέσεις εντός του στρατού, η ιδεολογική σύγκρουση των τελευταίων χρόνων, και το μεγάλο ζήτημα της εξουσίας, αντικατοπτρίστηκαν στην απόπειρα πραξικοπηματικής ανατροπής του Έρντογαν. Η επίδοξη χούντα προσπάθησε να αναπτύξει το πραξικόπημα σε τρία βασικά επίπεδα, τα οποία κινούνταν παράλληλα. Το πρώτο επίπεδο ήταν η κατάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας και ο έλεγχος στρατηγικών πόλεων όπως η Άγκυρα και η Κωνσταντινούπολη. Άλλωστε από τα δημοσιευμένα στοιχεία των συλληφθέντων υπόπτων, το 30% είναι αξιωματικοί που είχαν έδρα την Άγκυρα, ενώ το 20% είχαν έδρα την Κωνσταντινούπολη. Το δεύτερο επίπεδο ήταν η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας με τη δολοφονία ή σύλληψη του Προέδρου της χώρας. Το τρίτο επίπεδο ήταν η διάχυση του πραξικοπηματικού ελέγχου στους τοπικούς πυρήνες εξουσίας, όπως οι μικρότερες κρατικές δομές σε περιφερειακές πόλεις και χωριά. Σύμφωνα με την πιο πάνω χαρτογράφηση των κινήσεων των πραξικοπηματιών φαίνεται ξεκάθαρα ότι η απόπειρα αποτέλεσε έμπνευση μιας χούντας εντός του στρατού που λειτουργούσε εκτός της ιεραρχίας και του κεντρικού μηχανισμού λήψης αποφάσεων. Αυτό άλλωστε ήταν και το πρώτο σημείο όπου έσπασε η «αλυσίδα» που θα οδηγούσε στη νίκη των πραξικοπηματιών. Ο σχεδιασμός τους έγινε γνωστός τόσο στον Έρντογαν, όσο και στον αρχηγό του στρατού, Χουλουσί Ακάρ, νωρίς το απόγευμα της 15ης Ιουλίου. Αναγκάστηκαν συνεπώς να επισπεύσουν την υλοποίηση του σχεδίου και επιπλέον δεν κατάφεραν να ελέγξουν πλήρως την ανώτατη στρατιωτική ιεραρχία. Λίγες ώρες μετά, επίσης εξαιτίας των παρακολουθήσεων των συνδιαλέξεων των πραξικοπηματιών, ο Έρντογαν κατάφερε να επιβιώσει ανατρέποντας το δεύτερο επίπεδο του πραξικοπηματικού σχεδίου.
Ο κεντρικός πυρήνας των πραξικοπηματιών προήλθε από όλα τα σώματα στρατού, όμως η παρουσία της αεροπορίας, της χωροφυλακής και του ναυτικού ήταν πιο έντονη ιδιαίτερα κατά τις πρώτες ώρες της απόπειρας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η πολεμική αεροπορία αποτελεί περίπου το 8% των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, η χωροφυλακή 15% και το ναυτικό περίπου 12%, τότε μια φανερή αδυναμία της χούντας ήταν η σχετική της απουσία εντός των χερσαίων δυνάμεων που είναι το μεγαλύτερο. Από τις ίδιες διαρροές στον Τύπο, φαίνεται ότι οι υποστηριχτές του πραξικοπήματος στην πλειοψηφία τους ήταν συνταγματάρχες, αντισυνταγματάρχες και ταγματάρχες. Υπήρχαν περίπου 10% του συνόλου των υποστράτηγων και το 1/3 του συνόλου των ταξίαρχων. Επομένως όντως η κλίμακα κάτω από την ανώτατη ιεραρχία του στρατού ήταν αρκετά διαβρωμένη. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στοιχεία, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η κοινότητα Γκιουλέν σταδιακά άρχισε να αποκτά σοβαρή επιρροή στις μεσαίες και κατώτερες βαθμίδες του στρατεύματος. Όμως δεν μπόρεσε να μεταλλάξει συνολικά την στρατιωτική ηγεσία και το βασικό ιδεολογικό χαρακτηριστικό του στρατού, δηλαδή του κεμαλισμού. Με βάση τα αριθμητικά στοιχεία των συλληφθέντων γίνεται κατανοητό ότι η απόπειρα πραξικοπήματος έγινε με τη συμμετοχή της κοινότητας Γκιουλέν ή/και τον πρωταγωνιστικό της ρόλο, όμως σε συμμαχία με άλλες ομάδες μέσα στο στράτευμα.
Η αποτυχία του πραξικοπήματος στο επίπεδο του στρατού
Όπως έχει προαναφερθεί, η αποτυχία του πραξικοπήματος οφείλεται σε πάρα πολλούς λόγους μεταξύ των οποίων είναι η επιβίωση της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, η αποτυχία ελέγχου της στρατιωτικής ηγεσίας από τη χούντας, καθώς και η μαζική λαϊκή κινητοποίηση στα βασικά κέντρα των ένοπλων συγκρούσεων. Σε ότι αφορά όμως στο επίπεδο του στρατού, η αποτυχία της πραξικοπηματικής απόπειρας, μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση βαθύτερων δυναμικών που επικράτησαν εκείνο το βράδυ, καθώς και δυναμικών που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα επηρεάζουν ολόκληρη τη χώρα τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Η αποτυχία των χουντικών στον έλεγχο της ανώτατης βαθμίδας των στρατιωτικών, φαίνεται ότι επηρέασε και άλλες ομάδες αξιωματικών στην τελική τους απόφαση. Όσο προχωρούσε η νύχτα και τα δεδομένα ωφελούσαν την κυβέρνηση της χώρας πολλές ομάδες αξιωματικών, ιδιαίτερα αυτών που ήταν ξεκομμένοι από το επίκεντρο των γεγονότων, αποφάσισαν τελεσίδικα να ταυτιστούν με τη νομιμότητα. Λειτούργησαν τα ιδιότυπα πραγματιστικά ένστικτα του στρατιωτικού σε ένα πλέγμα απόλυτης εξάρτησης από τους κρατικούς θεσμούς και την ιεραρχία. Οι ίδιοι οι πραξικοπηματίες, παρόλο που κατάφεραν να αποκτήσουν προσωρινά τον έλεγχο πολλών στρατηγικών σημείων, εντούτοις ποτέ κατά τη διάρκεια της νύχτας δεν κατάφεραν να οικοδομήσουν ένα συγκεκριμένο κέντρο λήψης αποφάσεων και χειρισμού της κρίσης. Δεν έφτασαν στο σημείο μιας συμβολικής και ουσιαστικής εξουσίας που θα έστελνε το μήνυμα ότι απέκτησε πλήρως και οριστικά τον έλεγχο τη χώρας.
Η αστάθεια στις τάξεις των πραξικοπηματιών, η αποτυχία τους στην κατοχή χώρου – συμβολικού και μη – αλλά και η επιβίωση Έρντογαν σε συνδυασμό με την ορθή επιλογή άμεσης εμφάνισης στα ΜΜΕ, ήταν κάποιες άλλες εξελίξεις που συνέβαλαν ούτως ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες των πραξικοπηματιών να βρουν νέους συμμάχους εντός και εκτός στρατεύματος. Καθόλου τυχαία, μόνο μερικές ώρες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, πολλοί ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί εμφανίστηκαν με συγκεκριμένες δηλώσεις τους στα ΜΜΕ, καταδικάζοντας τους στασιαστές και διακηρύσσοντας αφοσίωση στο κράτος και τη νόμιμη κυβέρνηση. Με αυτό τον τρόπο μείωσαν καθοριστικά την προοπτική η χούντα να αποκτήσει νέες δυναμικές εντός των κύκλων του στρατιωτικού προσωπικού. Όμως εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός, ότι πολλοί από αυτούς που εκφράστηκαν δημοσίως εναντίον του πραξικοπήματος στη συνέχεια συνελήφθησαν ως ύποπτοι για συμμετοχή στη χούντα, τότε είναι ξεκάθαρο ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας άλλαξαν οι εσωτερικές ισορροπίες της στρατιωτικής συμμαχίας που είχε στόχο της την ανατροπή Έρντογαν.
Άμεσες επιπτώσεις στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις
Σύμφωνα με την πολυπλοκότητα που εμφανίστηκε το βράδυ της 15ης Ιουλίου, αλλά πολύ περισσότερο σύμφωνα με τον πολιτικό απολογισμό της τραγικής νύχτας, φαίνεται ότι στο επίπεδο του τουρκικού στρατού αρχίζει μια ενδιαφέρουσα νέα και δύσκολη περίοδος. Ο στρατός της Τουρκίας σταδιακά στα επόμενα χρόνια δε θα παρουσιάζει την μέχρι πρότινος ιδεολογική ομοιογένεια. Ιστορικά οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας εμφανίστηκαν περίπου ως ένα ολοκληρωμένο ιδεολογικό, πολιτικό και οικονομικό σύνολο, με συγκεκριμένα συμφέροντα και επιδιώξεις. Ο Κεμαλισμός, η κοσμικότητα και η αντίληψη της μοναδικότητας του ρόλου θεματοφύλακα του τουρκικού κράτους, ήταν οι κεντρικοί πυλώνες της ιδεολογικής φαντασίωσης που ένωνε τις ανώτερες και κατώτερες βαθμίδες του στρατού. Η απόπειρα πραξικοπήματος και η αποτυχία της, δείχνουν ότι πλέον τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, κάτι που προοπτικά θα μεταβάλει (άγνωστο στο παρόν στάδιο προς ποια κατεύθυνση) και τη θέση του στρατού στις σχέσεις εξουσίας της χώρας.
Τουλάχιστον σε ότι αφορά στις σημερινές συγκυρίες, ο τουρκικός στρατός φαίνεται να περνά από ένα στάδιο εσωτερικού διχασμού, πολιτικών και ιδεολογικών διαφωνιών, στοιχεία που εξωτερικεύτηκαν με το χειρότερο τρόπο το βράδυ της 15ης Ιουλίου 2016. Η περίοδος της εσωστρέφειας των ενόπλων δυνάμεων σημαίνει ουσιαστικά μια φάση διευκόλυνσης πολλών και έντονων αναδιαρθρώσεων με επίσημο σημείο εκκίνησης την επικείμενη σύνοδο του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου τον Αύγουστο. Πλέον οι πιθανότητες για την έναρξη των σχεδιασμών δημιουργίας ενός πιο «μικρού και ευέλικτου» τουρκικού στρατού, αυξάνονται. Όπως αυξάνονται και οι πιθανότητας για μια γενική αναθεώρηση του συστήματος εθνικής ασφάλειας της χώρας και του ιδεολογικού του περιβλήματος. Κάτι όμως που θα εξαρτηθεί από την τελική βούληση του Έρντογαν. Τουλάχιστον στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα φαίνεται ότι θα υπάρξει ένας μεγαλύτερος συντονισμός της «καθαρής» ηγεσίας του στρατού και της πολιτικής εξουσίας σε ότι αφορά στον πολλαπλασιασμό των καταδιώξεων ακολούθων της κοινότητας Γκιουλέν.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 24 Ιουλίου 2016