12 Ιουλίου 2016

Οι διπλωματικές «στροφές» του Έρντογαν

erdogan-sakin
Πως και γιατί η Άγκυρα δοκιμάζει αλλαγές στην εξωτερική πολιτική;
Η Τουρκία εισέρχεται και πάλι στα μονοπάτια των «ασυνήθιστων εποχών». Πέραν από τη νέα τρομοκρατική επίθεση του «Ισλαμικού Κράτους» στο αεροδρόμιο Ατατούρκ της Κωνσταντινούπολης, η Άγκυρα δοκιμάζει κυριολεκτικά στροφή 180 μοιρών στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Οι βηματισμοί της τουρκικής διπλωματίας το τελευταίο χρονικό διάστημα φαίνεται ότι θέλουν να αμφισβητήσουν τα βασικά γνωρίσματα της πολιτικής που ακολούθησε τα τελευταία πέντε χρόνια. Στο παρόν στάδιο και ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος, οι αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της χώρας είναι τέτοιες που δημιουργούν δυναμικές συνέχισης και δοκιμών ομαλοποίησης και σε άλλα ανοιχτά μέτωπα.
Μετά τη συμφωνία με το Ισραήλ και την απολογία προς τη Μόσχα, ήδη αυξάνονται οι πληροφορίες για προσπάθειες συνεννόησης με την Αίγυπτο, αλλά και αλλαγές προσεγγίσεων σε ότι αφορά στη Συρία. Είναι γεγονός ότι αυτού του τύπου οι αλλαγές προκύπτουν ως αποτέλεσμα των αδυσώπητων πραγματικοτήτων που δημιουργήθηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια τόσο εντός της Τουρκίας, όσο και στην άμεση της περιφέρεια. Οι αρνητικές συνέπειες των δομικών προβλημάτων με τα οποία είναι αντιμέτωπη η Άγκυρα, έχουν ένα είδος «νομοτελειακού» χαρακτήρα. Εκείνο όμως που σε κάποιο βαθμό ξενίζει δεν είναι η προσπάθεια της Τουρκίας να διορθώσει την κατάσταση, αλλά η ταχύτητα με την οποία προχωρεί στην υλοποίηση των νέων της πολιτικών. Ποιοι είναι λοιπόν οι βαθύτεροι λόγοι και οι εξελίξεις σε δομικό επίπεδο που εξανάγκασαν τον Έρντογαν στην αναθεώρηση της εξωτερικής πολιτικής το τελευταίο χρονικό διάστημα; Πως μπορεί να εξηγηθεί η ταχύτητα με την οποία εκφράζονται δημοσίως τα βήματα της Άγκυρας; Ασφαλώς η περιεκτική ανάλυση της πορείας της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας απαιτεί ολοκληρωμένες και συνεχόμενες μελέτες. Εντούτοις πρέπει να θεωρείται κεκτημένο ότι για την πληρέστερη κατανόηση των πρόσφατων γεγονότων χρειάζεται ένα πολύ σύντομο ταξίδι στο πολύ κοντινό παρελθόν της περιοχής.


Η μεσανατολική έκδοση ενός «χολιγουντιανού» ονείρου
Από τη δεύτερη επικράτηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στις γενικές εκλογές του 2007 με ποσοστό 47% μέχρι και τις απαρχές της λεγόμενης αραβικής άνοιξης το 2011, το κυβερνών κόμμα βρισκόταν σε μια διαδικασία σταδιακής διεύρυνσης των φιλοδοξιών του για ενίσχυση της επιρροής της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης τότε επικεντρώνονταν περισσότερο σε πολιτικές περιφερειακής ενσωμάτωσης, οι οποίες στην προοπτική τους – σύμφωνα με τους στόχους του ΑΚΡ – θα οδηγούσαν σε μια νέα τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία της Άγκυρας. Η συγκεκριμένη προσπάθεια βασίστηκε περισσότερο στην ανάπτυξη οικονομικών συνεργασιών, η επιτυχία των οποίων θα οδηγούσε και σε αντίστοιχες μορφές πολιτικής συνεργασίας. Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση της Τουρκίας κατά την περίοδο 2007-2011 επιδίωξε να μεταφέρει μορφές του μοντέλου ενσωματώσεων που ανέπτυξε η Ε.Ε, προς τη δική της άμεση περιφέρεια. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του εγχειρήματος ήταν η υπογραφή συμφωνίας εγκαθίδρυσης μιας ζώνης ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Τουρκίας, Συρίας, Λιβάνου και Ιορδανίας το καλοκαίρι του 2010.

Είναι αλήθεια ότι η επιλογή πολλαπλασιασμού της επιρροής της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή μέσα από πολιτικές οικονομικής και εμπορικής ενσωμάτωσης, κατέγραφε μια σχετικά πετυχημένη πορεία τουλάχιστον μέχρι και το ξέσπασμα των λαϊκών κινητοποιήσεων σε μια σειρά από χώρες της περιοχής. Με το σύνθημα «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες», η Τουρκία γινόταν εύκολα αποδεχτή ως μια χώρα πετυχημένη στο συνδυασμό της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης με την ισχυροποίηση της δημόσιας παρουσίας του Ισλάμ. Η αυξημένη πολιτική συμμετοχή που καταγράφει το τουρκικό πολιτικό σύστημα σε σύγκριση με πολλές χώρες της περιφέρειας, η διαφορετικότητα στην ερμηνεία του σουνιτικού Ισλάμ, καθώς και η ενισχυμένη παρουσία της Τουρκίας στην καθημερινή ζωή των μεσανοτολίτικων κοινωνιών μέσα από την εξαγωγή καταναλωτικών προϊόντων μέχρι και τα ρεκόρ αγορών τουρκικής σαπουνόπερας, αποτελούσαν μερικά από τα βασικά στοιχεία της «ήπιας ισχύος» του ΑΚΡ. Ήταν μια περίοδος που η Τουρκία ήθελε, αλλά και ενθαρρύνθηκε, να γίνει η «μικρή ανατολίτικη Αμερική» της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.

Τα πρώτα βήματα ενός στρατηγικού βάθους
Όταν το Μάιο του 2010 στην επίθεση ισραηλινών δυνάμεων στο Mavi Marmara έχασαν τη ζωή του δέκα άνθρωποι, ο Αχμέτ Νταβούρογλου υπηρετούσε από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας για δώδεκα σχεδόν μήνες. Ήταν όμως ήδη από προηγουμένως πολύ γνωστός ως σύμβουλος για θέματα εξωτερικής πολιτικής τόσο του Αμπντουλλάχ Γκιούλ, όσο και του Ταγίπ Έρντογαν. Ήταν τότε που οι εφημερίδες και τα ακαδημαϊκά περιοδικά δημοσίευαν κατά συρροήν αναλύσεις για την αποτελεσματικότητα της τουρκικής ήπιας ισχύος και για τον πετυχημένο γάμο του Ισλάμ με την «ελεύθερη αγορά», ως κάτι που θα έπρεπε να αποτελέσει το δρόμο ανάπτυξης των υπόλοιπων κοινωνιών της περιοχής. Η σχετική απόσταση του χρόνου σήμερα μάλλον συμβάλλει στο συμπέρασμα ότι με βάση τα όσα ακολούθησαν, το επεισόδιο στο Mavi Marmara ήταν η πρώτη ουσιαστική και μεγάλη αμφισβήτηση της έννοιας της ήπιας ισχύος.

Με την ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών σε πλήρη συντονισμό με τον Πρωθυπουργό Έρντογαν και ολόκληρο το οικοδόμημα του ΑΚΡ, άρχισε άμεσα να εισέρχεται σε μια προσπάθεια αλλαγής της ίδιας της περιφερειακής τάξης πραγμάτων. Η περιοχή της Μέσης Ανατολής, στα ιδεολογικά πλαίσια του Νταβούτογλου και άλλων της μουσουλμανικής διανόησης, ήταν άλλωστε η «αναπόφευκτη ενδοχώρα» της Τουρκίας, ένα δομικό κομμάτι του λεγόμενου στρατηγικού της βάθους. Υπό αυτή την έννοια το επεισόδιο στο Mavi Marmara, η υπόθεση άρσης του αποκλεισμού της Γάζας και οι υψηλοί τόνοι στην αντιπαράθεση με το Ισραήλ, αποτέλεσαν μικρά τμήματα της μεγάλης εικόνας: Της επιδίωξης για ηγεσία της Τουρκίας σε μια μεγάλη περιοχή από την Τυνησία μέχρι και τη Συρία, την οποία θα διασφάλιζε η επικράτηση των διαφορετικών εκδόσεων της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.

Στα θεωρητικά πλαίσια του ΑΚΡ κατά την εν λόγω περίοδο, η υπόθεση άρσης του αποκλεισμού της Γάζας αποτελούσε τον κεντρικό πυρήνα ολόκληρου του Παλαιστινιακού προβλήματος. Δε θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι το κυβερνών κόμμα της Τουρκίας είχε «αντικαταστήσει» το Παλαιστινιακό πρόβλημα με ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό περίβλημα της Γάζας και της κυρίαρχης παρουσίας της Χαμάς. Το αίτημα για δημόσια απολογία του Ισραήλ και βήματα για την άρση του εμπάργκο κατά της Γάζας τέθηκαν στην προτεραιότητα της τουρκικής διπλωματίας, αφού προηγουμένως μετατράπηκαν σε εργαλεία για τον ευρύτερο στόχο μετασχηματισμού στη Μέση Ανατολή. Την ίδια στιγμή σε κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο το ΑΚΡ κατάφερε να δημιουργήσει κάποιες βάσεις μεταφοράς του λεγόμενου ισλαμικού κεφαλαίου στην περιοχή, είτε μέσα από συμφωνίες με ισχυρότερες δυτικές δυνάμεις, είτε αξιοποιώντας τις διαφωνίες και ανταγωνισμούς δυτικών δυνάμεων. Η κρίση στην Ε.Ε, ήταν ένας επιπλέον βασικός παράγοντας που μέχρι και το 2011 ευνοούσε την προαναφερθείσα στρατηγική της τουρκικής κυβέρνησης.

Μέση Ανατολή: ο «ζωτικός χώρος» του πανισλαμισμού
Η Γάζα και η Χαμάς ήταν ο φακός μέσα από τον οποίο το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ αντιμετώπιζε τη Μέση Ανατολή με ένα διπλό τρόπο: Από τη μια ήταν η γεωγραφία στην οποία υποτίθεται ότι θα εφαρμοζόταν πρακτικά το όραμα του πανισλαμισμού. Δηλαδή της οικονομικής και πολιτικής ενότητας όλων των Μουσουλμάνων υπό την «υψηλή καθοδήγηση» της Τουρκίας του Έρντογαν. Από την άλλη, οι λεγόμενοι ισλαμικοί επιχειρηματικοί κύκλοι της Τουρκίας θα μπορούσαν στην εν λόγω περιοχή να αναπτυχθούν περισσότερο και να γίνουν φορέας διαμεσολάβησης της αγοράς με το ισχυρότερο δυτικό κεφάλαιο. Όλα αυτά όμως δεν ήταν στο επίκεντρο μιας γνήσιας στρατηγικής δικαίωσης των διεκδικήσεων των Παλαιστινίων ή ευρύτερα του Μουσουλμανικού κόσμου. Αντίθετα η αντιπαράθεση με το Ισραήλ ήταν εργαλειακή σε μια υπόθεση ανταγωνισμών μέσα από τους οποίους η Τουρκία διεκδικούσε περισσότερο οικονομικό και πολιτικό μέρισμα. Ο Ομέρ Τσελίκ, τότε επικεφαλής των διεθνών σχέσεων του ΑΚΡ, είχε γράψει το Σεπτέμβριο του 2011 στον προσωπικό του λογαριασμό στο twitter: «Το παλαιστινιακό πρόβλημα είναι η μητέρα όλων των προβλημάτων μέσα στον εγγύς ζωτικό μας χώρο. Η λύση του θα σημαίνει την αύξηση των δυνατοτήτων και των ικανοτήτων της Τουρκίας στο δικό της ζωτικό χώρο».

Η αντίληψη για τη Μέση Ανατολή ως μια «πίσω αυλή» της Τουρκίας, μέσα από τη συνεχιζόμενη ένταση στις σχέσεις με το Ισραήλ, μπορούσε αρχικά να βοηθήσει την Άγκυρα σε κάποιες οικονομικές και πολιτικές επιτυχίες. Η συγκεκριμένη θεώρηση φαινόταν να κερδίζει έδαφος, όμως μόνο σε συνθήκες στις οποίες το περιφερειακό περιβάλλον δεν ήταν εγκλωβισμένο σε προκλήσεις ενάντια στην ασφάλεια κρατών. Η επικράτηση της βίας και η μετατροπή της λεγόμενης αραβικής άνοιξης σε ένα κατακερματισμένο πόλεμο δια αντιπροσώπων, άλλαξαν άρδην όχι μόνο τον αποδέκτη της τουρκικής πολιτικής, δηλαδή τη Μέση Ανατολή, αλλά και την ίδια την πολιτική στην Άγκυρα. Πολύ σύντομα, οι λαϊκές κινητοποιήσεις σε μια σειρά από χώρες αντικαταστάθηκαν από πολωμένες εθνο-θρησκευτικές ταυτότητες που εκφράζονταν κυρίως μέσα από ένοπλες ομάδες. Τα δημοκρατικά αιτήματα της πρώτης περιόδου αντικαταστάθηκαν από αιματηρές και σεχταριστικές συγκρούσεις. Σε αυτή ακριβώς την αυταρχική στροφή των εξελίξεων, η Τουρκία θεώρησε ότι έφτασε η στιγμή της εγκαθίδρυσης του «κόσμου των Μουσουλμάνων Αδελφών». Η άμεση παρέμβαση της Άγκυρας και άλλων κέντρων εξουσίας της περιοχής και όχι μόνο, τελικά δεν ενίσχυσαν παρόμοιες με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα οργανώσεις. Αντίθετα δημιούργησαν ένα γερό υπόστρωμα ανάπτυξης της πιο ακραίας μορφής τζιχαντισμού.

Ο «οπορτουνιστικός» ρεαλισμός του Έρντογαν
Ως αποτέλεσμα των εξελίξεων στην περιοχή σε συνδυασμό με την επιθετική πολιτική της Άγκυρας τα τελευταία πέντε χρόνια, η Τουρκία βρέθηκε σχεδόν σε ολοκληρωτική απομόνωση. Από τη θεώρηση ότι η Μέση Ανατολή θα μπορούσε να γίνει η «πίσω αυλή» της Τουρκίας, τα δεδομένα σήμερα μαρτυρούν ότι μάλλον η Τουρκία κινδυνεύει να γίνει η «πίσω αυλή» της Μέσης Ανατολής. Ακριβώς αυτή είναι και η τραγική εξέλιξη που οδήγησε την Άγκυρα σε βήματα ομαλοποίησης, τα οποία στοχεύουν στο να ανοίξουν κάποιες διόδους «αναπνοής». Ο Έρντογαν δείχνει να παραδέχεται σιωπηλά μια μεγάλη ιδεολογική ήττα, αφού το όραμα για να μετατρέψει τη χώρα του σε «ιδιοκτήτη» της περιοχής αμφισβητήθηκε ακόμα και με τη βία που εισήχθηκε στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Οι τελευταίες κινήσεις του Προέδρου της Τουρκίας στην εξωτερική πολιτική, αναδεικνύουν ότι πέρα από την αφοσίωση που δείχνει στις ιδεολογικές παραδόσεις του χώρου που τον ανέδειξε πολιτικά, διακρίνεται από ένα είδος «οπορτουνιστικού» ρεαλισμού. Δε διστάζει να μετατρέψει σε «θύτες» τους προηγούμενους του συνεργάτες για να δικαιολογήσει τις αλλαγές στους προσανατολισμούς της πολιτικής του. Για παράδειγμα η σκληρή κριτική που δέχεται ο Νταβούτογλου από κύκλους του Έρντογαν για τις επιλογές του στην εξωτερική πολιτική, δεν είναι μόνο μια υποκριτική στάση. Είναι την ίδια στιγμή και μια ένδειξη ότι ο Πρόεδρος της Τουρκίας είναι έτοιμος να προχωρήσει σε κάθε κίνηση που εκτιμά ότι θα ωφελήσει τους επόμενους στόχους για συνολική αναδόμηση του πολιτικού συστήματος της χώρας.Η ταχύτητα με την οποία γίνονται αυτές οι διορθωτικές κινήσεις στην εξωτερική πολιτική, αλλά και η χρονική συγκυρία που επιλέχθηκε για να υλοποιηθούν, δεν είναι τυχαία στοιχεία. Ούτε και είναι αποκομμένα από τις εσωτερικές ισορροπίες της Τουρκίας, τις οποίες ο Έρντογαν θέλει να προστατεύσει για να φτάσει στο προεδρικό σύστημα. Τη στιγμή που είχε κατανοήσει ότι η ακολουθούμενη εξωτερική πολιτική προκαλούσε βαθύτερα ρήγματα στην ίδια την κοινωνία της Τουρκίας, ο Πρόεδρος της χώρας αποφάσισε να κάνει τα νέα του βήματα.

Τα επόμενα δύσκολα μονοπάτια…
Οι προσπάθειες που γίνονται με το Ισραήλ και με τη Ρωσία, διαθέτουν βεβαίως προοπτικές επιτυχίας χωρίς ωστόσο να πρόκειται για μια υπόθεση με εγγυημένο τέλος. Οι προοπτικές επιτυχίας εδράζονται περισσότερο στην επιστροφή σε ένα μοντέλο «διαμερισματοποίησης» των σχέσεων των συγκεκριμένων κρατών. Δηλαδή της υπογράμμισης πεδίων που μπορούν πιο εύκολα να επιτευχθούν συγκλίσεις και ο παραμερισμός θεμάτων στα οποία οι αποκλίσεις είναι δεδομένες. Όπως έχει προαναφερθεί, πληροφορίες αναφέρουν επέκταση των προσπαθειών ομαλοποίησης των σχέσεων της Τουρκίας με την Αίγυπτο, καθώς και αλλαγές στον τρόπο αντιμετώπισης του συριακού εκ μέρους της Άγκυρας. Παράλληλα θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επιστροφή σε μια κατάσταση πραγμάτων που να μοιάζει με αυτήν προ του 2011, θεωρείται ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα εξαιτίας των καταστροφικών δομικών χαρακτηριστικών που φέρει μαζί της πλέον ολόκληρη η περιοχή.
Συνεπώς στο επόμενο χρονικό διάστημα υπάρχει η πιθανότητα ενός μεσοπρόθεσμου περιορισμού των πολιτικών στόχων της Τουρκίας για τη Μέση Ανατολή. Οι αναζητήσεις διεξόδων από την απομόνωση, μπορούν να επηρεάσουν σε κάποιο βαθμό τις στοχεύσεις της Άγκυρας για το μέλλον του Άσσαντ στη Συρία, αλλά και να τις επικεντρώσουν ακόμα περισσότερο στο θέμα της αναβάθμισης των Κούρδων. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ανακατατάξεων, οι ισορροπίες στο Κυπριακό επίσης μπορούν να επηρεαστούν. Το γεγονός ότι τις τελευταίες εβδομάδες το Κυπριακό πρόβλημα επανήλθε μετά από πολλή καιρό στην ατζέντα του Υπουργικού Συμβουλίου της τουρκικής κυβέρνησης, μαρτυρεί ότι η Άγκυρα μπορεί να υπογραμμίσει ακόμα πιο εντατικά το χρονικό περιθώριο μέχρι το τέλος του 2016 ως περιθώριο κατάληξης. Κάτι βεβαίως που δεν μπορεί να αποκοπεί εντελώς από τις επόμενες εξελίξεις στο τραπέζι του διαλόγου στην Κύπρο.

Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 10 Ιουλίου 2016