ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΛAΚΑΣ-Γράφονται πολλά και ακούγονται ακόμα περισσότερα για το τι ακριβώς
έγινε στην Τουρκία με το αποτυχημένο πραξικόπημα και τι θα ακολουθήσει
μετά από αυτό. Παρά τον πληθωρισμό της «πληροφόρησης» και των αναλύσεων
από ειδικούς ή μη, η εικόνα παραμένει θολή: Τι έγινε τελικά την
περασμένη Παρασκευή στην Τουρκία; Γιατί απέτυχε και τι σημαίνει η
αποτυχία του πραξικοπήματος και η επικράτηση του Ερτνογάν; Πώς όλη αυτή η
κατάσταση μπορεί να επηρεάσει δραματικά τις εξελίξεις εντός της
Τουρκίας και στον περίγυρό της; Πώς μπορούν να επηρεαστούν οι
ελληνοτουρκικές σχέσεις και τα ελληνικά συμφέροντα;
Επιχειρώντας μια σκιαγράφηση των απαντήσεων στα παραπάνω ερωτήματα,
είναι απαραίτητη μια πρώτη παρατήρηση: Η εσωτερική αποσταθεροποίηση της
Τουρκίας λόγω του μεγέθους και του γεωπολιτικού της βάρους μπορεί να
παρασύρει σε δίνη αστάθειας με απρόβλεπτες συνέπειες ολόκληρη την
περιοχή. Καλό είναι λοιπόν να μη λησμονούμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στον
τουρκικό περίγυρο, με ανοιχτά μάλιστα μια σειρά από ζητήματα που
δημιουργούν τριβές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εδώ και δεκαετίες…
Το πραξικόπημα
Κρατώντας προς το παρόν κατά μέρος την πιο πάνω επισήμανση, ας
«μαζέψουμε» από τα γεγονότα που ήδη είναι γνωστά τις ψηφίδες, για να
δούμε την εικόνα της περασμένης δραματικής Παρασκευής.
Όπως γράφτηκε (Γιάννης Θεοδωράτος, mignatiou.com), «η ένοπλη
εξέγερση ισχυρής μερίδας των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων κατά του
ισλαμιστικού καθεστώτος Ερντογάν απέτυχε, από τη στιγμή που ο ηγέτης και
βασικός ΑΝΣΚ (Αντικειμενικός Σκοπός) της όλης επιχειρήσεως διέφυγε τον
θάνατο ή τη σύλληψη και δεν κατέστη εφικτή η κατάληψη της έδρας της ΜΙΤ
και ο έλεγχος των ΜΜΕ και των κοινωνικών δικτύων».
Αφήνοντας κατά μέρος τις πρόωρες εκτιμήσεις που σημειώνουν
οργανωτικές και άλλες επιχειρησιακές ανεπάρκειες των πραξικοπηματιών,
ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η κίνηση του στρατού απέτυχε γιατί, αν
και το επιχείρησε, δεν κατάφερε να εξοντώσει τον Ερντογάν. Ο Τούρκος
πρόεδρος, είτε γιατί ήταν εγκαίρως ενημερωμένος είτε γιατί η ασφάλειά
του λειτούργησε άψογα είτε γιατί, όπως λέει ο ίδιος, τον βοήθησε ο
Αλλάχ, κατόρθωσε να διαφύγει από μια καταδρομική επιχείρηση εναντίον του
στο ξενοδοχείο όπου παραθέριζε. Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι
πραξικοπηματίες έχασαν τον πρώτο και κύριο αντικειμενικό τους στόχο (που
ήταν η εξόντωση του Ερντογάν, έχασαν και την πρωτοβουλία των κινήσεων,
καθώς πράγματι δεν ήταν ολόκληρο το στράτευμα που συμμετείχε στο
πραξικόπημα.
Μαζί με την αποτυχία του πραξικοπήματος, απέτυχε (προς το παρόν)
και η προσπάθεια επαναπρόσδεσης της Τουρκίας στη δυτική / αμερικανική
ατζέντα. Ο Ερντογάν (και το καθεστώς του) όχι απλώς επιβίωσε, αλλά
απέδειξε τις βαθιές ρίζες που πρόλαβε να δημιουργήσει (από το 2003) στην
κοινωνία και τις δομές (στρατός) του κράτους. Μάλιστα η τουρκική ηγεσία
φρόντισε άμεσα να «δείξει» τους ηθικούς αυτουργούς του πραξικοπήματος
που βρίσκονται έξω από την Τουρκία: Τον αυτοεξόριστο Ιμάμη Γκιουλέν και
τους Αμερικανούς που τον προστατεύουν (και τον χρησιμοποιούν)
αξιοποιώντας την τεράστια επιρροή του εντός του τουρκικού κρατικού
μηχανισμού.
Γιατί απέτυχε
Το πραξικόπημα απέτυχε γιατί, όπως είπαμε, δεν υλοποιήθηκαν οι δυο
πρώτοι κύριοι και βασικοί του στόχοι: Η εξόντωση του Ερντογάν και η
κατάληψη του αρχηγείου των μυστικών υπηρεσιών (ΜΙΤ). Ωστόσο, αν θέλουμε
να γενικεύσουμε και να εμβαθύνουμε στους λόγους αποτυχίας των
πραξικοπηματιών – πέρα από τις επιχειρησιακές και οργανωτικές τους
ανεπάρκειες, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι:
1 Ο στρατός ως σύστημα εξουσίας αποδείχτηκε ότι έχει πάψει να είναι
«αυτοτελής». Ο Ερντογάν κατάφερε στα χρόνια της διακυβέρνησής του να
τον «διαβρώσει» κρατώντας υπό την εξουσία του κρίσιμα τμήματά του – όπως
η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες.
2 Το κόμμα του Ερντογάν (ΑΚΡ) εξακολουθεί να ηγεμονεύει στην
πολιτική σκηνή και να ασκεί ισχυρότατη επιρροή (και γοητεία) σε μεγάλο
τμήμα (50% τουλάχιστον) της τουρκικής κοινωνίας.
Η επιβολή του Ερντογάν στο παλιό σύστημα εξουσίας (με εγγυητή και
«επόπτη» τον στρατό) έγινε δυνατή γιατί η πολιτική του Ερντογάν όλα αυτά
τα χρόνια αποσκοπούσε:
♦ στην ανόρθωση της οικονομίας της χώρας,
♦στο ξεδόντιασμα των παρα-μηχανισμών (όπως ο στρατός), που είχαν τον τελευταίο λόγο για τις πολιτικές επιλογές στη χώρα,
♦ στη σύλληψη και προώθηση μιας στρατηγικής για την εξωτερική
πολιτική της Τουρκίας με γνώμονα τα ιδιαίτερα συμφέροντα και τις
φιλοδοξίες της.
Ακριβώς αυτός ο στόχος, δηλαδή η αποσύνδεση της Τουρκίας από την
ομάδα χωρών - προτεκτοράτων της Δύσης / ΗΠΑ, ενίσχυσε εσωτερικά τον
Ερντογάν, ταυτόχρονα όμως δημιούργησε το σημείο τριβής του καθεστώτος με
τη Δύση. Οι επιδιώξεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής δεν
συμπίπτουν με την ατζέντα της Δύσης και η πετυχημένη επιμονή του
Ερντογάν να μην είναι, αυτός, οι κυβερνήσεις και η χώρα του, δυτικές
μαριονέτες, τον καθιστούν στόχο…
Μια χώρα στα τρία
Ο Ερντογάν την περασμένη Παρασκευή νίκησε, Αλλά η νίκη του είναι
Πύρρειος. Κι αυτό γιατί τόσο το πραξικόπημα αυτό καθεαυτό όσο και η
αντίδραση του Ερνταγάν μετά την επικράτησή του επιβεβαιώνουν τη βαθιά
διαίρεση της Τουρκίας.
Παρά, λοιπόν, την επιβεβαιωμένη πολιτική του κυριαρχία, ο Ερντογάν
κυβερνά μια βαθιά διαιρεμένη και μάλιστα σε πολλά επίπεδα χώρα. Και αυτό
ακριβώς περιγράφει και υπονομεύει τα όρια της εξουσίας του. Πάνω απ’
όλα αυτή η διαίρεση προεξοφλεί ότι το παιχνίδι στην Τουρκία δεν έχει
τελειώσει. Πιθανότατα μόλις να αρχίζει…
Οι διαιρέσεις που, όπως φαίνεται, αποτυγχάνουν να γεφυρώσουν ο
Ερντογάν και το καθεστώς του φαίνονταν έτσι κι αλλιώς βαθιές. Μετά το
αποτυχημένο πραξικόπημα αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ο νικητής
Ερντογάν το αξιοποιεί, αυτές οι βαθιές διαιρέσεις εμφανίζονται
αξεπέραστες. Πρόκειται για διαιρέσεις που έχουν να κάνουν με εθνικές και
ιδεολογικές / πολιτισμικές πεποιθήσεις:
♦ Το κουρδικό ζήτημα φαίνεται να είναι αδύνατο προς διαχείριση
καθώς η κουρδική μειονότητα (περί τα 15 με 20 εκατομμύρια) που ζει στην
Τουρκία αποκτά σημείο αναφοράς με τη δημιουργία κουρδικού «κράτους», ως
αποτέλεσμα του πολέμου στη Συρία.
♦ Αδύνατος φαίνεται και ο συμβιβασμός των «δυτικόστροφων» κοσμικών
Τούρκων της Κωνσταντινούπολης και των παραλίων με το ολοένα και
εντεινόμενο άρωμα του ισλάμ που αποπνέει η διοίκηση Ερντογάν.
Το γεωπολιτικό παιχνίδι
Η ισχύς του Ερντογάν και του συστήματος εξουσίας στο εσωτερικό της
Τουρκίας δεν θα ήταν ενοχλητική για τους Δυτικούς / Αμερικανούς όσο η
τουρκική εξωτερική πολιτική ακολουθούσε τη δυτική ατζέντα. Σ’ αυτήν την
περίπτωση ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αντιδημοκρατική
φυσιογνωμία της διοίκησης, ακόμη και η εκτροπή του καθεστώτος από τα
«κοσμικά» δεδομένα των δυτικών δημοκρατιών σε θεολογικές ατραπούς δεν θα
ήταν πρόβλημα για καμία δυτική πρωτεύουσα.
Το πρόβλημα προκύπτει από τη στιγμή που το καθεστώς Ερντογάν
διαφωνεί και αντιδρά έμπρακτα με τους αμερικανικούς σχεδιασμούς στον
χάρτη της Συρίας. Η Ουάσιγκτον οικοδομεί έναν «μηχανισμό» διασφάλισης
της παρουσίας της και των συμφερόντων της στην περιοχή, αξιοποιώντας το
κουρδικό έθνος. Ένα έθνος διαμοιρασμένο μεταξύ Τουρκίας, Συρίας, Ιράκ
και Ιράν, χωρίς εδαφική - κρατική υπόσταση.
Η απόφαση των Αμερικανών να στηρίξουν την παρουσία τους στη
δημιουργία ενός κουρδικού κράτους - προτεκτοράτου δεν θα μπορούσε να μην
προκαλέσει την αντίδραση της Αγκυρας, ακόμα και στην περίπτωση που για
τη δημιουργία αυτού του προτεκτοράτου δεν απαιτούνται (σε πρώτη φάση)
τουρκικά εδάφη.
Η υπονόμευση των αμερικανικών σχεδιασμών στη Συρία από την
κυβέρνηση Ερντογάν εξηγεί επαρκώς τη δυτική (αμερικανική και ευρωπαϊκή)
αντίδραση στον τρόπο με τον οποίο ο Ερντογάν αξιοποιεί το αποτυχημένο
πραξικόπημα για να καθαρίσει πολιτικούς λογαριασμούς και να ελέγξει
απόλυτα τους κρατικούς μηχανισμούς. Ο Ερντογάν όσο θα μπορεί να επιμένει
στη δική του ατζέντα εξωτερικής πολιτικής τόσο θα εμφανίζεται από τη
Δύση όπως πραγματικά είναι: στυγνός δικτάτορας.
Οι μοχλοί πίεσης
Σ’ αυτήν τη δοκιμή πιέσεων και αντοχών ανάμεσα στη Δύση και την
κυβέρνηση Ερντογάν, και οι δύο πλευρές διατηρούν όπλα τα οποία
πιθανότητα θα δούμε να χρησιμοποιούνται το επόμενο διάστημα. Οι Δυτικοί
(Αμερικανοί) μπορούν να υποθάλψουν και να ενισχύσουν το κουρδικό
(αποσχιστικό) κίνημα εντός της Τουρκίας, το οποίο ήδη αποτελεί τεράστιο
πρόβλημα για τον Ερντογάν. Από την πλευρά της η κυβέρνηση Ερντογάν
μπορεί να απειλήσει τη Δύση με τη δημιουργία νέων προσφυγικών ροών προς
την Ευρώπη.
Προφανώς, η δυτική πίεση προς τον Ερντογάν μπορεί να
πολλαπλασιαστεί σε μεγάλο βαθμό καθώς στο τουρκικό έδαφος ζουν
εκατομμύρια Κούρδοι, πολλοί από τους οποίους είναι διατεθειμένοι να
πολεμήσουν – ήδη πολεμούν – για ανεξαρτησία, την οποία ήδη κατοχυρώνουν
οι ομοεθνείς τους στη Συρία και την οποία μπορούν να τους την υποσχεθούν
οι Αμερικανοί – όσο τουλάχιστον ο Ερντογάν δεν είναι συνεργάσιμος…
Είναι προφανές ότι όσο η κυβέρνηση του Ερντογάν αδυνατεί να
επιλύσει το Κουρδικό και όσο (ακόμη χειρότερα) παγιδεύεται σε
στρατιωτικές επιχειρήσεις φθοράς τόσο θα έχει να αντιμετωπίσει την
ένταση της δυσαρέσκειας του «κοσμικού» τμήματος της τουρκικής κοινωνίας,
το οποίο είναι πολυπληθές, με υψηλό μορφωτικό και βιοτικό επίπεδο και
προσδοκίες για έναν τρόπο ζωής που θέλει να καταστρέψει το «σύστημα
εξουσίας» του Ερντογάν. Αυτό το τμήμα της τουρκικής κοινωνίας θα
συνεχίσει να υπάρχει και να ασφυκτιά, έστω κι αν έχει υποχωρήσει η
πρόσβασή του στους μηχανισμούς του κράτους. Και θα περιμένει να πάρει τη
ρεβάνς…
Σε αστάθεια τα ελληνοτουρκικά
Αφορμές για την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων υπάρχουν
πολλές, αν κάποια από τις δύο πλευρές επιδιώξει την ένταση. Οι ελληνικές
κυβερνήσεις, θεωρώντας ότι η ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. κατοχυρώνει και
την ασφάλειά της έναντι των τουρκικών διεκδικήσεων και απειλών,
ακολουθούν μια κατευναστική πολιτική απέναντι στην Άγκυρα.
Αυτό το κατευναστικό ανακλαστικό εμφανίστηκε και στη διάθεση της κυβέρνησης να ικανοποιήσει το τουρκικό αίτημα για την απέλαση των οκτώ Τούρκων φυγάδων - πραξικοπηματιών που έφτασαν με πολεμικό ελικόπτερο στην Αλεξανδρούπολη.
Αυτή η «καλή διάθεση», ωστόσο, της κυβέρνησης προκειμένου να κατευνάσει ή να προλάβει τον εκνευρισμό της κυβέρνησης Ερντογάν φαίνεται ότι προσκρούει τόσο στον χρόνο που απαιτείται για την εξέλιξη των νομικών διαδικασιών μέχρι να βγει η απόφαση για απέλαση ή όχι όσο και στην αλλαγή του κλίματος των Δυτικών / Αμερικανών, οι οποίοι αφού καταδίκασαν το πραξικόπημα σπεύδουν συντονισμένα και δικαιολογημένα να κατηγορήσουν τον Ερντογάν για αυταρχισμό και συνταγματική εκτροπή.
Αυτή η υπόθεση μπορεί να είναι αφορμή για τριβές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δεν είναι όμως μια υπόθεση η οποία μπορεί να οδηγήσει τις δύο χώρες στα άκρα.
Οι υποθέσεις που έχουν οδηγήσει Ελλάδα και Τουρκία στο χείλος του πολέμου πάνω από δύο φορές τα τελευταία 30 χρόνια παραμένουν ανοιχτές και έχουν να κάνουν με τη στρατηγική της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής (ανεξαρτήτως κυβέρνησης) για αναθεώρηση των Συνθηκών (κατά κύριο λόγο της Λωζάνης).
Στη βάση αυτής της αναθεώρησης η Τουρκία επιδιώκει την αλλαγή του καθεστώτος της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη καθώς και την αλλαγή των θαλάσσιων συνόρων, αμφισβητώντας τα δικαιώματα των νησιών σε θαλάσσιες Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες.
Τα ζητήματα αυτά παραμένουν ανοιχτά και θα παραμείνουν εύκαιρα προς αξιοποίηση από όποια τουρκική κυβέρνηση χρειαστεί να τα χρησιμοποιήσει. Είτε γιατί η συγκυρία θα είναι ευνοϊκή και θα προσφέρει ευκαιρία κερδών είτε γιατί η εξαγωγή των εσωτερικών προβλημάτων σε έναν αδύναμο αντίπαλο μπορεί να προσφέρει πολιτικές διεξόδους στο εσωτερικό.
Υπό αυτήν την έννοια η αστάθεια στην οποία φαίνεται να εισέρχεται η γειτονική χώρα προσθέτει και δεν αφαιρεί προβλήματα στην ελληνική εξωτερική πολιτική.
Αυτό το κατευναστικό ανακλαστικό εμφανίστηκε και στη διάθεση της κυβέρνησης να ικανοποιήσει το τουρκικό αίτημα για την απέλαση των οκτώ Τούρκων φυγάδων - πραξικοπηματιών που έφτασαν με πολεμικό ελικόπτερο στην Αλεξανδρούπολη.
Αυτή η «καλή διάθεση», ωστόσο, της κυβέρνησης προκειμένου να κατευνάσει ή να προλάβει τον εκνευρισμό της κυβέρνησης Ερντογάν φαίνεται ότι προσκρούει τόσο στον χρόνο που απαιτείται για την εξέλιξη των νομικών διαδικασιών μέχρι να βγει η απόφαση για απέλαση ή όχι όσο και στην αλλαγή του κλίματος των Δυτικών / Αμερικανών, οι οποίοι αφού καταδίκασαν το πραξικόπημα σπεύδουν συντονισμένα και δικαιολογημένα να κατηγορήσουν τον Ερντογάν για αυταρχισμό και συνταγματική εκτροπή.
Αυτή η υπόθεση μπορεί να είναι αφορμή για τριβές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δεν είναι όμως μια υπόθεση η οποία μπορεί να οδηγήσει τις δύο χώρες στα άκρα.
Οι υποθέσεις που έχουν οδηγήσει Ελλάδα και Τουρκία στο χείλος του πολέμου πάνω από δύο φορές τα τελευταία 30 χρόνια παραμένουν ανοιχτές και έχουν να κάνουν με τη στρατηγική της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής (ανεξαρτήτως κυβέρνησης) για αναθεώρηση των Συνθηκών (κατά κύριο λόγο της Λωζάνης).
Στη βάση αυτής της αναθεώρησης η Τουρκία επιδιώκει την αλλαγή του καθεστώτος της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη καθώς και την αλλαγή των θαλάσσιων συνόρων, αμφισβητώντας τα δικαιώματα των νησιών σε θαλάσσιες Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες.
Τα ζητήματα αυτά παραμένουν ανοιχτά και θα παραμείνουν εύκαιρα προς αξιοποίηση από όποια τουρκική κυβέρνηση χρειαστεί να τα χρησιμοποιήσει. Είτε γιατί η συγκυρία θα είναι ευνοϊκή και θα προσφέρει ευκαιρία κερδών είτε γιατί η εξαγωγή των εσωτερικών προβλημάτων σε έναν αδύναμο αντίπαλο μπορεί να προσφέρει πολιτικές διεξόδους στο εσωτερικό.
Υπό αυτήν την έννοια η αστάθεια στην οποία φαίνεται να εισέρχεται η γειτονική χώρα προσθέτει και δεν αφαιρεί προβλήματα στην ελληνική εξωτερική πολιτική.