Του Κώστα Ράπτη
Νωρίτερα, στη συνάντηση με τον πρόεδρο της Κομισιόν Jean Claude Juncker και την επικεφαλής της ευρωενωσιακής διπλωματίας Federica Mogherini τόνισε, χρησιμοποιώντας μια σειρά ιδιωματικών εκφράσεων: "Είναι απολύτως απαραίτητο να παραμείνουμε επικεντρωμένοι στο πώς, σε αυτή την μεταβατική περίοδο, δεν θα χάσει κανείς τον ψυχραιμία του, δεν θα απασφαλίσει, δεν θα εκδηλώσει ελαφρόμυαλες ή εκδικητικές διαθέσεις. Αντιθέτως αναζητούμε τρόπους ώστε να διατηρήσουμε τις δυνάμεις μας για να υπηρετήσουμε το συμφέρον και τις αξίες που μας ενώνουν καταρχήν”. Πρόσθεσε μάλιστα ότι δεν έχει νόημα η οργή που θα οδηγούσε, οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές να "κόψει τη μύτη της για να φτύσει το πρόσωπό της”.
Στη δε συνάντηση με τον γ.γ. της Ατλαντικής Συμμαχίας Jens Stoltenberg, επίσης στις Βρυξέλλες, επεσήμανε: "Μετά την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ε.Ε., εκτιμώ ότι το ΝΑΤΟ έχει καταστεί ακόμη πιο σημαντικό, ως η πλατφόρμα της συνεργασίας ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική, αλλά και για τη συνεργασία των Ευρωπαίων συμμάχων σε επίπεδο άμυνας και ασφάλειας”
Το πνεύμα της τοποθέτησης Kerry είχε βεβαίως αποτυπωθεί από τον Λευκό Οίκο. Ο εκπρόσωπός του Eric Schultz τόνισε ότι η αμερικανική πλευρά αναμένει μια "μεθοδική διαδικασία” εντός ενός χρονοδιαγράμματος που θα έχουν ορίσει η βρετανική και η ευρωπαϊκή πλευρά.
Παράλληλα, ο μεν υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Jack Lew τόνιζε ότι η αναταραχή στις αγορές λόγω του βρετανικού δημοψηφίσματος δεν αποτελεί προάγγελο μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης, δηλ. μια νέα "στιγμή Lehmann Brothers”, ενώ ο Αμερικανός διαπραγματευτής σε θέματα διεθνούς εμπορίου Michael Froman επαναλάμβανε ότι η Ουάσιγκτον προσβλέπει σε ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων ΗΠΑ-Ε.Ε. για την διατλαντική συμφωνία TTIP εντός του 2016, δηλ. πριν από την αποχώρηση Obama από την προεδρία – αν και η μυστικότητα που περιβάλλει τις συνομιλίες προκαλεί, ιδίως στο κλίμα που διαμορφώνεται μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, πολλές επιφυλάξεις σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ επείγονται να επιβεβαιώσουν τη στιγμή αυτή τους δύο βραχίονες της βορειοατλαντικής ενότητας (NATO και TTIP), αποθαρρύνοντας κάθε σκέψη που μπορεί να καλλιεργείται στο Παρίσι ή ίσως και στο Βερολίνο, για μιαν τιμωρητική στάση έναντι της Βρετανίας που θα μπορούσε να πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Κατά τα λοιπά, η Ουάσιγκτον δείχνει να προκρίνει μία φόρμουλα η οποία χωρίς να ακυρώνει το βρετανικό δημοψήφισμα (διότι κάτι τέτοιο θα ήταν πολιτικά εκρηκτικό και ιδεολογικά απονομιμοποιητικό) θα διατηρεί ουσιαστικά αλώβητες τις ευρωβρετανικές σχέσεις, υππό τη συσκευασία ενός νέου καθεστώτος σύνδεσης.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ John Kerry
ήταν ο πρώτος διεθνής αξιωματούχος, ο οποίος επισκέφθηκε τόσο το
Λονδίνο όσο και τις Βρυξέλλες, μετά το βρετανικό δημοψήφισμα -και αυτό
δεν είναι διόλου τυχαίο. Όσο και αν ισχύει εξίσου για τη Ουάσιγκτον ότι
αιφνιδιάστηκε από τις εξελίξεις όσο και οι "28", γεγονός παραμένει ότι η
αμερικανική διπλωματία διαθέτει μιαν απόσταση από τα πράγματα που της
επιτρέπει να κινείται με μεγαλύτερη ευελιξία από τους εμπλεκόμενους
στους αδιέξοδους συσχετισμούς από τους Ευρωπαίους ιθύνοντες.
Άλλωστε, ερμηνεύοντας πάντοτε τα
ζητήματα υπό ευρεία γεωπολιτική οπτική, οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται το
μέγεθος του διακυβεύματος, που δεν είναι παρά η διατήρηση της
ευρω-ατλαντικής ενότητας, ήτοι της ουσιαστικής πρωτοκαθεδρίας τους στα
ευρωπαϊκά πράγματα.
Ο Kerry αξιοποίησε προγραμματισμένη
επίσκεψή του στη Ρώμη (που άλλωστε σημαδεύτηκε από την συνάντηση με τον
Binyamin Netanyahu για την διευθέτηση του έτερου ανοικτού μετώπου των
τουρκο-ισραηλινών σχέσεων) και πρόσθεσε στο δρομολόγιό του τους δύο
επιπλέον σταθμούς, προκειμένου να μεταφέρει μήνυμα "αποδραματοποίησης”
της κατάστασης.
Η απόφαση του βρετανικού λαού είναι
σεβαστή, η αμερικανοβρετανική "ειδική σχέση" δεν καταλύεται και η
διεθνής θέση της Βρετανίας δεν υποβαθμίζεται, απλώς αλλάζει, διακήρυξε ο
προϊστάμενος του State Department έχοντας στο πλευρό του τον Βρετανό
ομόλογό του Philip Hammond, λησμονώντας προφανώς τις προεκλογικές
προειδοποιήσεις του Βarack Obama προς το βρετανικό εκλογικό σώμα ότι σε
περίπτωση εξόδου από την Ε.Ε. η χώρα θα βρεθεί "στο τέλος της ουράς”
όσων διαπραγματεύονται εμπορικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ.
Νωρίτερα, στη συνάντηση με τον πρόεδρο της Κομισιόν Jean Claude Juncker και την επικεφαλής της ευρωενωσιακής διπλωματίας Federica Mogherini τόνισε, χρησιμοποιώντας μια σειρά ιδιωματικών εκφράσεων: "Είναι απολύτως απαραίτητο να παραμείνουμε επικεντρωμένοι στο πώς, σε αυτή την μεταβατική περίοδο, δεν θα χάσει κανείς τον ψυχραιμία του, δεν θα απασφαλίσει, δεν θα εκδηλώσει ελαφρόμυαλες ή εκδικητικές διαθέσεις. Αντιθέτως αναζητούμε τρόπους ώστε να διατηρήσουμε τις δυνάμεις μας για να υπηρετήσουμε το συμφέρον και τις αξίες που μας ενώνουν καταρχήν”. Πρόσθεσε μάλιστα ότι δεν έχει νόημα η οργή που θα οδηγούσε, οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές να "κόψει τη μύτη της για να φτύσει το πρόσωπό της”.
Στη δε συνάντηση με τον γ.γ. της Ατλαντικής Συμμαχίας Jens Stoltenberg, επίσης στις Βρυξέλλες, επεσήμανε: "Μετά την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ε.Ε., εκτιμώ ότι το ΝΑΤΟ έχει καταστεί ακόμη πιο σημαντικό, ως η πλατφόρμα της συνεργασίας ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική, αλλά και για τη συνεργασία των Ευρωπαίων συμμάχων σε επίπεδο άμυνας και ασφάλειας”
Το πνεύμα της τοποθέτησης Kerry είχε βεβαίως αποτυπωθεί από τον Λευκό Οίκο. Ο εκπρόσωπός του Eric Schultz τόνισε ότι η αμερικανική πλευρά αναμένει μια "μεθοδική διαδικασία” εντός ενός χρονοδιαγράμματος που θα έχουν ορίσει η βρετανική και η ευρωπαϊκή πλευρά.
Παράλληλα, ο μεν υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Jack Lew τόνιζε ότι η αναταραχή στις αγορές λόγω του βρετανικού δημοψηφίσματος δεν αποτελεί προάγγελο μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης, δηλ. μια νέα "στιγμή Lehmann Brothers”, ενώ ο Αμερικανός διαπραγματευτής σε θέματα διεθνούς εμπορίου Michael Froman επαναλάμβανε ότι η Ουάσιγκτον προσβλέπει σε ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων ΗΠΑ-Ε.Ε. για την διατλαντική συμφωνία TTIP εντός του 2016, δηλ. πριν από την αποχώρηση Obama από την προεδρία – αν και η μυστικότητα που περιβάλλει τις συνομιλίες προκαλεί, ιδίως στο κλίμα που διαμορφώνεται μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, πολλές επιφυλάξεις σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ επείγονται να επιβεβαιώσουν τη στιγμή αυτή τους δύο βραχίονες της βορειοατλαντικής ενότητας (NATO και TTIP), αποθαρρύνοντας κάθε σκέψη που μπορεί να καλλιεργείται στο Παρίσι ή ίσως και στο Βερολίνο, για μιαν τιμωρητική στάση έναντι της Βρετανίας που θα μπορούσε να πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Κατά τα λοιπά, η Ουάσιγκτον δείχνει να προκρίνει μία φόρμουλα η οποία χωρίς να ακυρώνει το βρετανικό δημοψήφισμα (διότι κάτι τέτοιο θα ήταν πολιτικά εκρηκτικό και ιδεολογικά απονομιμοποιητικό) θα διατηρεί ουσιαστικά αλώβητες τις ευρωβρετανικές σχέσεις, υππό τη συσκευασία ενός νέου καθεστώτος σύνδεσης.
Το αν βεβαίως οι ΗΠΑ θα καταφέρουν να
συγκρατήσουν τους συμμάχους τους σε μία τέτοια γραμμή είναι διαφορετικό
ερώτημα. Οι δυσκολίες ευθυγράμμισης των δύστροπων πελατών της Ουάσιγκτον
στη Μέση Ανατολή, δίνουν το μέτρο των προβλημάτων που σε άλλα μέτωπα
αντιμετωπίζει η αμερικανική ηγεμονία εξ οικείων.
- See more at: http://capital.sigmalive.com/story/12672663/brexit-i-ora-ton-ipa#sthash.wRy07lKN.dpuf