30 Ιουνίου 2016

Τα «χούγια» της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης

1296210335_6
Πως εξελίσσεται η ιστορία των ανταγωνισμών Τουρκίας – Τουρκοκυπρίων
Το επεισόδιο που ακολουθεί, διαδραματίστηκε στην Κοφίνου το 1966. Ο τουρκοκυπριακός θύλακας της περιοχής ήταν υπό τη διοίκηση της ΤΜΤ. Όμως τα ανώτατα δώματα της ένοπλης οργάνωσης ήταν ήδη υπό τον ολοκληρωτικό έλεγχο του τουρκικού στρατιωτικού κατεστημένου. Όπως και σε άλλες περιοχές, έτσι και στην Κοφίνου, ο στρατιωτικός διοικητής της περιοχής ήταν Τούρκος αξιωματικός και όχι Τουρκοκύπριος. Η εξέλιξη αυτή, δεν ήταν κάτι που ευχαριστούσε διάφορα τμήματα της κοινότητας, ιδιαίτερα όσους βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με την ηγεσία Κιουτσιούκ και των κύκλων που επηρέαζε από την Άγκυρα ο Ραούφ Ντενκτάς. Ο Χαλίλ Σαντραζάμ στο δεύτερο τόμο του βιβλίου του «Οι πρώτες φωνές των όπλων» περιγράφει μια από τις αιματοβαμμένες στιγμές της αντιπαράθεσης Τούρκων – Τουρκοκυπρίων εντός της ΤΜΤ: «Ο Τζεμαλί Χασάν μπήκε μεθυσμένος στο σινεμά και κάθισε στην καρέκλα του διοικητή. Ο διοικητής, όπως πάντα μπήκε στην αίθουσα λίγα λεπτά μετά την έναρξη του έργου και θυμωμένος επιτέθηκε στον Τζεμαλί. Χτυπήθηκαν και ο διοικητής διέταξε αμέσως τη σύλληψη του. Ο Σαλίχ Σεφέρ που είδε το επεισόδιο φώναξε διαμαρτυρόμενος ‘ε ίνταλως σιόρ … εφέραν τον που την Ανατολία τζαι ενόμισε εννα μας κάμνει ότι θέλει;’. Ο διοικητής άκουσε τα λεγόμενα του Σαλίχ και διέταξε επίσης τη σύλληψη του. Τότε ο Όζμπαϊ Μεχμέτ Τοκμάκ αντέδρασε στη σύλληψη του δεύτερου ηλικιωμένου Τουρκοκύπριου και μετά από λεκτική αντιπαράθεση με το διοικητή, τον πυροβόλησε. Ο διοικητής λίγο αργότερα πέθανε». Το επεισόδιο αυτό είναι από τα χαρακτηριστικότερα της συγκεκριμένης πολύ δύσκολης περιόδου, αναφορικά με τον ανταγωνισμό που εμφανιζόταν μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Τουρκίας.


Ποιος θα εξουσιάζει; Μια ιστορική αντιπαράθεση
Ο συγκεκριμένος ανταγωνισμός τις περισσότερες περιπτώσεις είχε στο επίκεντρό του το ζήτημα της εξουσίας και της διαχείρισης των υποθέσεων της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η άρνηση λοιπόν μιας πολύ μεγάλης μερίδας των Τουρκοκυπρίων να διοικούνται από την Άγκυρα, είναι θέμα με ιστορικές διαστάσεις. Σήμερα η επανάληψη σε νέο πλαίσιο, τέτοιου είδους αντιδράσεων μιας μεγάλη μερίδας των Τουρκοκυπρίων ενάντια στις μεθοδεύσεις του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), δεν μπορούν να κατανοηθούν μόνο ως συγκυριακές. Αντίθετα, κουβαλούν μια ιστορικότητα που «φορτίζει» και μετασχηματίζει σημαντικές πτυχές του ίδιου του Κυπριακού προβλήματος.
Αναλόγως πολιτικών συγκυριών το θέμα αυτό ξεπερνά όλες τις ιδεολογικές γραμμές εντός της κοινότητας. Από την τουρκοκυπριακή Δεξιά μέχρι και την Αριστερά εμφανίστηκαν στο παρελθόν πολλές διαφωνίες και συγκρούσεις είτε απευθείας με τους απεσταλμένους της Τουρκίας, είτε έμμεσα με τα κέντρα εξουσίας στην Άγκυρα. Μάλιστα η εξέλιξη της διοικητικής αυτονόμησης των Τουρκοκυπρίων και τα στάδια δημιουργίας χωριστών από τους Ελληνοκύπριους δομών εξουσίας, ερμηνεύθηκαν από πολλές δυνάμεις της Τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης ως προσπάθειες ανεξαρτητοποίησης από τη βαριά σκιά της Τουρκίας και εκδημοκρατισμού ενάντια στον αυταρχισμό του Ραούφ Ντενκτάς. 

Οι περίπλοκες ερμηνείες των χωριστών δομών των Τουρκοκυπρίων
Στα δύσκολα χρόνια των διακοινοτικών συγκρούσεων η μετάβαση από τη Γενική Επιτροπή του 1963 στη λεγόμενη Αυτόνομη Τουρκοκυπριακή Διοίκηση το 1967, για πολλές δημοκρατικές φωνές της κοινότητας αποτέλεσε μια ευκαιρία εμπέδωσης δημοκρατικών θεσμών μακριά από την επιρροή της ΤΜΤ. Παραβλέποντας σε κάποιο βαθμό τους σχεδιασμούς της Τουρκίας, οι συγκεκριμένες δυνάμεις εντός της κοινότητας θεώρησαν ότι η περαιτέρω αυτόνομη θεσμική οικοδόμηση της εποχής των θυλάκων θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να εξαναγκάσει σε διαφάνεια γύρω από το χειρισμό των κοινοτικών υποθέσεων, αλλά και εκδημοκρατισμό των σχέσεων με την Άγκυρα. Το ίδιο περίπου μοτίβο επικράτησε και πολλά χρόνια μετά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ίδια η ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ». Η άσκηση χωριστού δικαιώματος αυτοδιάθεσης, διεκδίκηση που βασίστηκε στη θεώρηση ότι στην Κύπρο υπάρχει ένας ανεξάρτητος και κυρίαρχος Τουρκοκυπριακός λαός, δεν ήταν μονοπωλιακό ζήτημα της τουρκοκυπριακής Δεξιάς και του Ραούφ Ντενκτάς. Αντίθετα, πολλές άλλες οργανωμένες δυνάμεις μέσα στην κοινότητα υιοθέτησαν την προαναφερθείσα προοπτική ως μια μέθοδο περιορισμού της επιρροής της Άγκυρας στις εσωτερικές της υποθέσεις. Την περίοδο πριν από την ανακήρυξη του ψευδοκράτους μέσα από τις στήλες της εφημερίδας Σοζ (Söz), η οποία βρισκόταν πιο κοντά στη συντεχνία των Τουρκοκύπριων δασκάλων, ο Ραούφ Ντενκτάς είχε επικριθεί πολύ σκληρά για την καθυστέρηση στην ανακήρυξη ανεξάρτητου κράτους.

Για αυτή τη μερίδα της αντιπολίτευσης ενάντια στον τότε Τουρκοκύπριο ηγέτη, οι κοινωνικές ανισότητες της εποχής, ο αυταρχισμός του καθεστώτος μετά το 1974, η εμπλοκή της Άγκυρας, ήταν ζητήματα που θα μπορούσαν να ξεπεραστούν μόνο μέσα από την κατοχύρωση της πλήρους ανεξαρτησίας των Τουρκοκυπρίων, αλλά και της κυριαρχίας τους ως χωριστού λαού. Την ίδια περίπου πολιτική γραμμή υιοθετεί και ο Ραίφ Ντενκτάς, γιος του Τουρκοκύπριου ηγέτη και ιδρυτής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Ο Ραίφ Ντενκτάς επηρεάστηκε από τη πρόσμιξη της αντι-ιμπεριαλιστικής ρητορικής του κεμαλισμού με την κεντροαριστερά. Υποστήριζε σθεναρά ότι η ίδρυση ενός πραγματικά ανεξάρτητου κράτους των Τουρκοκυπρίων θα ήταν και η αρχή για μια νέα δικαιότερη κοινωνική τάξη πραγμάτων. Με την αρθρογραφία τόνιζε ότι η επιδιωκόμενη «ΤΔΒΚ» θα ήταν παράλληλα και η περιθωριοποίηση των αποκαϊδιών που άφησε πίσω του το «Τουρκοκυπριακό Ομόσπονδο Κράτος». Συμπληρώνοντας την αντίληψη περί πραγματικής ανεξαρτησίας των Τουρκοκυπρίων και ειρήνευσης με τους Ελληνοκύπριους μέσα από τη δημιουργία δεύτερου κράτους στην Κύπρο, ο Σιενέρ Λεβέντ καλούσε τα σοσιαλιστικά κράτη της εποχής να αναγνωρίσουν πρώτα από όλους την «ΤΔΒΚ». Σε άρθρο του στην εφημερίδα Κιμπρις Ποστασί (Kıbrıs Postası) στις 18 Νοεμβρίου 1983 έγραφε τα εξής: «Στη βόρεια Κύπρο έχει ιδρυθεί ένα μικρός κράτος, ανεξάρτητο, αδέσμευτο, αντιστεκόμενο ενάντια στο φασισμό, το σοβινισμό και το σιωνισμό… Σε αυτό το μικρό κράτος που ιδρύσαμε δεν υπάρχει χώρος για ξένες βάσεις… Εμείς πιστεύουμε ότι οι Ελληνοκύπριοι εργαζόμενοι είναι επίσης εναντίον των βάσεων. Αναγνωρίστε μας για να μπορούμε να πολεμήσουμε μαζί τους στο μέλλον».

Η παράξενη συμμαχία ισλαμιστών και «απίστων»
Σήμερα λοιπόν σε ένα πλήρως ανανεωμένο πλαίσιο, τμήματα της κοινότητας πολιτεύονται και πάλι στον άξονα του ανταγωνισμού με την Άγκυρα για το ποιος θα διοικεί τους Τουρκοκύπριους. Η αντίδραση που καταγράφεται στο δημόσιο χώρο και που επικεντρώνεται σε πολιτικές περί της προστασίας της κοινοτικής ύπαρξης και της αυτοδιοίκησης, είναι μια συνέχεια όλων των προηγούμενων μαζικών κινητοποιήσεων από τις απαρχές του 21ου αιώνα. Κάποτε σε πλήρη διασύνδεση με τις εξελίξεις στο Κυπριακό και κάποτε σε αποσύνδεση, η πολιτική κινητοποίηση μερών της Τουρκοκυπριακής κοινότητας αποδεικνύει ότι η χωρίς όρους συμμαχία με το ΑΚΡ την περίοδο 2002-2004 ήταν μάλλον μια «παράξενη» στιγμή. Η ταχύτητα και η κατεύθυνση των εξελίξεων γύρω από το Σχέδιο Αννάν, ήταν τέτοιες που εξανάγκασαν το νεοϊδρυθέν ΑΚΡ σε μια «ανομολόγητη» συνεργασία με την Τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση ενάντια στον Ντενκτάς και το στρατιωτικό κατεστημένο. Ουσιαστικά η συγκυρία τότε εξανάγκασε τα νεαρά «πολιτικά τέκνα» του Έρμπακαν, να μιλήσουν για την ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος και μάλιστα να στηρίξουν τις διεθνείς τους προσπάθειες για νομιμοποίηση στους «άπιστους» Τουρκοκύπριους. Οι τελευταίοι ήταν ήδη κατά δεκάδες χιλιάδες στους δρόμους με παρόμοια με τα σημερινά αιτήματα. Ο ίδιος ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ σε ανύποπτο χρόνο αποκάλυψε την ιστορικότητα της έλλειψης εμπιστοσύνης του ισλαμικού κινήματος προς την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά και τον εξαναγκασμό του ΑΚΡ σε συνεργασία, με το εξής περιστατικό: Οι σύμβουλοι του Έρντογαν πριν ακόμα αναλάβει πρωθυπουργός της Τουρκίας προσπαθούσαν να τον ενημερώσουν για τους πρωταγωνιστές των Τουρκοκυπρίων ενάντια στον Ντενκτάς και υπέρ της κατάληξης στη βάση του Σχεδίου Αννάν. Τότε για πρώτη φορά το όνομα του Ταλάτ τέθηκε ενώπιον του Έρντογαν ο οποίος και απάντησε «Μα αυτός είναι άπιστος!».

Οι αποικιοκρατούμενοι ενάντια στην αποικιοκρατία
Αυτή η παράξενη σύμπλευση ΑΚΡ-Τουρκοκυπρίων, αρχίζει να διασπάται κατά την περίοδο που ακολουθεί τα δημοψηφίσματα στην Κύπρο. Είναι άλλωστε και η εποχή που το κυβερνών κόμμα στην Τουρκία διαφοροποιεί σαφώς την μέθοδο εμπλοκής του κράτους στις υποθέσεις της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις η πολιτική του ΑΚΡ θυμίζει μια σύγχρονη αποικιοκρατία. Όλες οι αποικιοκρατικές δυνάμεις άλλωστε ισχυρίστηκαν ότι μετέφεραν πολιτισμό στους αποικιοκρατούμενους. Σε αυτό το επίπεδο, ο «πολιτισμός του ισχυρού» που εξαπλώνεται από την οικονομία, το πολιτικό και δικαστικό σύστημα, αλλά και την κουλτούρα, αποτελεί και το σημείο ρήξης με μια πολύ μεγάλη μερίδα των Τουρκοκυπρίων. Από τη μια πλευρά, το ΑΚΡ θεωρεί ότι θα πρέπει να εξάγει «τον εαυτό του» στην Κύπρο. Ο νέος Πρωθυπουργός της Τουρκίας, Μπίναλι Γιλντιρίμ, στην πρώτη του επίσκεψη στα κατεχόμενα τόνισε με χαρακτηριστικό τρόπο ότι «όλα όσα υπάρχουν στην Τουρκία θα πρέπει να υπάρχουν και στην ΤΔΒΚ». Από την άλλη πλευρά, οι Τουρκοκύπριοι αντιλαμβάνονται ακριβώς ότι ο δικός τους τρόπος ζωής, η κουλτούρα και η ευρύτερη πολιτική νοοτροπία του νησιωτικού χώρου, απειλούνται από την πολύπλευρη πολιορκία της «νέας Άγκυρας». Είναι για αυτούς του λόγους που η πρόσφατη έγκριση της λειτουργίας του γραφείου συντονισμού γίνεται κυρίως αντιληπτή ως μια ακόμα προσπάθεια «πειθάρχησης και πολιτισμικής αλλαγής» στα πρότυπα της κοσμοαντίληψης του τουρκικού ισλαμικού κινήματος. Για πολλούς Τουρκοκύπριους λοιπόν, το γραφείο συντονισμού δεν είναι τίποτε άλλο από μια επιπλέον έκφραση της οικονομικής και πολιτικής περικύκλωσης, τα χαρακτηριστικά της οποίας τους αποξενώνουν.

Οι χώροι της αντιπολίτευσης και η κυπριακή ταυτότητα
«Έχουμε μια ιδιαίτερη διάλεκτο στην ομιλία μας. Έχουμε και το χούι να χρησιμοποιούμε τρεις καρέκλες τόνενες στον καφενέ για να καθόμαστε. Στα μπαϊράμια μπορεί να πάμε στα τζαμιά, αλλά μας αρέσει πολύ να πηγαίνουμε και στις ταβέρνες. Περνούμε γιασεμί στα σχοινιά και τα δωρίζουμε στους αγαπημένους μας. Βουτάμε το γλυκό καρυδάκι και χρυσόμηλο σε ένα ποτήρι νερό και μετά το τρώμε γιατί έτσι μας αρέσει… Φυσικά όλα αυτά δεν μας κάνουν ανώτερη κοινότητα, αλλά σίγουρα ούτε και υποδεέστερη από καμιά άλλη κοινότητα ανθρώπων…». Με αυτή την περιγραφή επέλεξε ο Σαμί Οζουσλου της εφημερίδας Γιενι Ντουζέν στις 20 Ιουνίου 2016, να τονίσει την αναγκαιότητα να προστατευτούν οι κυπριακές «ιδιοτροπίες» των Τουρκοκυπρίων, δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που πιστοποιούν τη διαφοροποίηση από την Τουρκία και συνεπώς νομιμοποιούν το αίτημα για αυτοδιοίκηση της κοινότητας.

Όμως τέτοιες αναφορές, οι οποίες πληθαίνουν τα τελευταία χρόνια, επαναφέρουν στο προσκήνιο ένα μέρος της ιστορικής συνείδησης της Τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης τόσο σε σχέση με την Ελληνοκυπριακή κοινότητα, όσο και σε σχέση με την Τουρκία. Ταυτόχρονα οι αναφορές αυτές επικαιροποιούν τις σύγχρονες αναζητήσεις εκείνων των στρωμάτων των Τουρκοκυπρίων που επιθυμούν την ομοσπονδιακή επίλυση του Κυπριακού, για μια δημόσια και συγκροτημένη πολιτική ενάντια στις επιβολές της Τουρκίας. Απέναντι στην οικονομική και πολιτική περικύκλωση που επιβάλλει το ΑΚΡ, η Τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση προσπαθεί να ενισχύσει τα πεδία εκείνα που μέχρι σήμερα της επέτρεψαν την πολιτική της επιβίωση.

Στο επίπεδο της οικονομίας, η επικυριαρχία του τουρκικού κεφαλαίου κορυφώνεται. Μετά την ιδιωτικοποίηση του νερού και την υπογραφή του οικονομικού πρωτοκόλλου της περιόδου 2016-2018, όλοι οι σημαντικοί οικονομικοί πνεύμονες μπαίνουν υπό τον έλεγχο πανίσχυρων ιδιωτικών επιχειρηματικών κύκλων. Στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος πέραν των παρεμβάσεων της Άγκυρας, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα ούτως ή άλλως βιώνει μια βαθιά κρίση. Η αποτυχία παραγωγής εναλλακτικών πολιτικών προσεγγίσεων έχει δημιουργήσει ήδη τις προϋποθέσεις εμφάνισης νέων παραγόντων και ιδεολογικών στοιχείων όπως για παράδειγμα ο Κουντρέτ Όζερσαϊ και ο ιδιότυπος λαϊκισμός που εκφράζει. Ακριβώς σε μια τέτοια συγκυρία τα ευρύτερα στρώματα της αριστεράς και της κεντροαριστεράς, τα οποία δεν είναι καθολικά οργανωμένα σε κόμματα όπως το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα και το Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας, επανέφεραν στην επιφάνεια τη συζήτηση για την κυπριακότητα. Τα κυπριακά χαρακτηριστικά της συλλογικής ταυτότητας που τονίζουν αυτά τα μέρη της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης, δεν είναι καθόλου ξένα στην ιστορική τους πορεία. Αντίθετα σε συγκεκριμένες περιόδους αποτέλεσαν την ουσιαστική ιστορική τους συνείδηση.

Σήμερα όμως μπροστά σε μια εξουσία τύπου ΑΚΡ, η κυπριακή συλλογική ταυτότητα εντείνεται, πολιτικοποιείται σε ένα νέο πλαίσιο και ανανεώνει τις μορφές πολιτικής δραστηριοποίησης. Δεν είναι συνεπώς μια «απολίτικη κραυγή», αλλά μια καθόλα πολιτικοποιημένη έκφραση αγωνίας ενάντια σε μια πολύ συγκεκριμένη και πολυεπίπεδη απειλή. Εξαιτίας της αποφασιστικότητας που επιδεικνύει το ΑΚΡ στην υπόθεση του μετασχηματισμού των κατεχομένων, είναι φυσιολογικό ότι θα παράγονται ερωτηματικά σε σχέση με τις αντοχές των πρόσφατων τουρκοκυπριακών κινητοποιήσεων. Είναι επίσης γεγονός ότι η γενικότερη φθορά του πολιτικού συστήματος δημιουργεί κάποια εμπόδια στην προοπτική μιας σταθερής και μαζικής παρουσίας των Τουρκοκύπριων νέων στους δρόμους. Όμως πέραν των προαναφερθέντων, η ουσιαστική δυναμική που θα εμπλουτίζει τα συγκεκριμένα αιτήματα της κοινότητας είναι η απτή πρόοδος στις συνομιλίες. Το όποιο πισωγύρισμα ή αδιέξοδο στο τραπέζι των συνομιλιών, είναι δυνατό όχι μόνο να αδυνατίσει και να αμφισβητήσει τη συγκεκριμένη μορφή αντιπολίτευσης ενάντια στην Άγκυρα, αλλά επιπλέον να μεταλλάξει τα ίδια της τα αιτήματα προς αρνητικές κατευθύνσεις.

Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 26 Ιουνίου 2016