Σε αυτό το
σημείο, με τον άνεμο να είναι ούριος, ο πρόεδρος Πούτιν διατάσσει
αποχώρηση/ μείωση των δυνάμεων. Δεν είναι ότι όλα έχουν διευθετηθεί
στρατιωτικά. Το Χαλέπι παραμένει μετέωρο: εν μέρει περικυκλωμένο από
δυνάμεις τζιχαντιστών, που οι ίδιοι έχουν περικυκλωθεί από τις δυνάμεις
του συνασπισμού του οποίου ηγείται η συριακή κυβέρνηση και έχουν χάσει
τις γραμμές ανεφοδιασμού τους. Το εύφορο τμήμα της Συρίας στα δυτικά της
γραμμής που συνδέει το Χαλέπι με τη Νταράα δεν έχει ασφαλιστεί/
εκκαθαριστεί ακόμα. Η ανατολική Συρία, κυρίως έρημος, που έχει μικρότερη
στρατιωτική σημασία, παραμένει σε μεγάλο βαθμό στα χέρια του ISIS. Και η
Τουρκία συνεχίζει να αμφισβητεί την εθνική κυριαρχία της Συρίας, με πυρά πυροβολικού στα σύνορα.
Γιατί η Ρωσία άρχισε τώρα την απόσυρση, που μένουν ακόμα τόσα να γίνουν; Και τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το πολιτικό μέλλον της Συρίας;
Πρώτον, είναι και δεν είναι απόσυρση- ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς. Τα αεροσκάφη τα οποία αποφασίστηκε να παραμείνουν στη Συρία (και δεν περιλαμβάνονται στην απόσυρση) εξακολουθούν να υποστηρίζουν ενεργά τις δυνάμεις του συνασπισμού στο έδαφος, χτυπώντας αντάρτες που δεν περιλαμβάνονται στην κατάπαυση του πυρός (ειδικά το Μέτωπο Αλ Νόσρα και το ISIS). Όπως είπε Ρώσος στρατιωτικός δημοσιογράφος στο Radio Free Europe, «ο στόλος παραμένει, αντιαεροπορικά συστήματα παραμένουν, άρματα μάχης παραμένουν, όλοι οι πεζοναύτες παραμένουν, τα ελικόπτερα παραμένουν, κάποια από τα αεροσκάφη παραμένουν. Μόνο μερικά από τα αεροσκάφη και το προσωπικό συντήρησής τους αποσύρονται. Και μπορούν να επιστρέψουν, προφανώς, μέσα σε διάστημα τριών- τεσσάρων ωρών».
Στην πραγματικότητα, η απόσυρση φαίνεται να έχει συμπέσει με προσχεδιασμένη εναλλαγή/ rotation αεροσκαφών και υλικού- απαραίτητων για συντήρηση μετά από μια εντατική περίοδο εξορμήσεων. Οπότε, αν θέλετε, μπορείτε να χαρακτηρίσετε την απόσυρση του Πούτιν μια εναλλαγή/ rotation δυνάμεων αν προτιμάτε, μια αλλαγή στο tempo που χρησιμοποιείται εσκεμμένα για τη μετάσταση πολιτικών και για τον εκτροχιασμό τους ώστε να βρεθούν σε νέες πορείες. Φαίνεται πως ο Ρώσος πρόεδρος ίσως να το κατάφερε αυτό: Ο υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι αναμένεται στη Μόσχα για να συναντήσει σύντομα τον Πούτιν.
Στην πραγματικότητα, μπορεί να αποδειχτεί ότι σκοπός του Πούτιν δεν ήταν ποτέ η εκκίνηση των διαπραγματεύσεων μεταξύ των διαφορετικών συριακών παρατάξεων, αλλά αντίθετα να στριμώξει την Ουάσινγκτον- να αναγκάσει την κυβέρνηση Ομπάμα να συνεργαστεί αληθινά με τη Ρωσία, αντί να την έχει να στέκεται στο περιθώριο. Δεδομένου αυτού, το να δράσει ως καταλύτης σε μια πολιτική διαδικασία στη Συρία με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο είναι σίγουρα ένας δευτερεύων στόχος. Ο Πούτιν από την αρχή είχε πει ότι η ρωσική επέμβαση είχε περιορισμένους στόχους, ότι ήταν σχεδιασμένη να «δημιουργήσει συνθήκες πολιτικού συμβιβασμού».
Η απόσυρση - ή το rotation - του Πούτιν σίγουρα επηρέασε το πολιτικό πλαίσιο με διάφορους τρόπους. Ασκεί πίεση τόσο στη Δαμασκό, όσο και στις οργανώσεις της αντιπολίτευσης που συμμετέχουν στις συνομιλίες στη Γενεύη- καθώς τα ρωσικά αεροσκάφη μπορούν, για κάποιον λόγο, να αναγκαστούν να επιστρέψουν. Πάνω από όλα, ρίχνει το «μπαλάκι» στις ΗΠΑ, ώστε να σταματήσουν τους συμμάχους τους (Τουρκία, Σαουδική Αραβία και Κατάρ) που εξοπλίζουν και χρηματοδοτούν τους «αντιπροσώπους» τους στον πόλεμο αυτόν. Αλλά μπορούν οι ΗΠΑ να επιβάλουν κάτι τέτοιο στους συμμάχους τους; Η Τουρκία είναι ιδιαίτερα προβληματική, καθώς ο πρόεδρος Ερντογάν πιθανότατα έχει ανάγκη τον πόλεμο στη Συρία για να παραμείνει στην εξουσία.
Εν ολίγοις, ένα χειροπιαστό αποτέλεσμα της απόσυρσης ίσως να είναι ότι οι πολιτικές διαπραγματεύσεις πηγαίνουν αναγκαστικά πιο ψηλά, από τους συμμετέχοντες στη Γενεύη στους εξωτερικούς «παίκτες» που τους υποστηρίζουν και τους χρηματοδοτούν.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Πούτιν χρησιμοποίησε μια αποχώρηση στρατιωτικών δυνάμεων για να ενεργοποιήσει ένα πολιτικό σκηνικό που δείχνει να βρίσκεται σε αδιέξοδο. Θυμηθείτε ότι πριν τις συμφωνίες του Μινσκ για την Ουκρανία, η Ρωσία είχε προσωρινά παύσει τη στρατιωτική στήριξη στις πολιτοφυλακές του Ντονμπάς, προκειμένου να τις κάνει να «συγκεντρωθούν/ αναλογιστούν» και ίσως να μην παρασυρθούν από τις στρατιωτικές τους φιλοδοξίες.
Ο κοινός παρονομαστής που χαρακτηρίζει τόσο τη σύγκρουση στην Ουκρανία όσο και στη Συρία είναι ο κυρίαρχος προβληματισμός της ρωσικής ηγεσίας για την αποφυγή της αναμέτρησης μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ ή της Δύσης. Μία από τις βασικές προτεραιότητες του Πούτιν όσον αφορά στον πόλεμό του κατά της τρομοκρατίας ήταν ακριβώς να επιτύχει κάποια συνεργασία μεταξύ ίσων με τις ΗΠΑ, ως «προοίμιο» για την επανεκκίνηση των σχέσεων μεταξύ των δύο δυνάμεων.
Η απόσυρση από τη Συρία θέτει τη Ρωσία σε καλή θέση πολιτικά ως σημαντικό παράγοντα στην αναζήτηση μιας πολιτικής λύσης. Μπορεί να «μαλακώσει» την ευρωπαϊκή θέληση για τη διατήρηση των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας. Και μπορεί επίσης να βοηθήσει στο να βρεθεί η Ρωσία σε καλύτερη θέση απέναντι σε οποιονδήποτε διαδεχθεί τον Ομπάμα στον Λευκό Οίκο: Μια Αμερική που θεωρεί ότι έχει ταπεινωθεί στη Συρία από τη Ρωσία και τους συμμάχους της σε στρατιωτικό επίπεδο είναι λιγότερο πιθανό να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε επανεκκίνηση, και πιθανότερο θα είναι να κάνει το αντίθετο.
Πέραν της ερώτησης για το πώς θα αντιδράσουν οι ΗΠΑ, ένα ερώτημα παραμένει αναπάντητο: Τι περιμένει ο Πούτιν από τον Άσαντ; Στην Ουκρανία, η Ρωσία ήθελε μια χαλαρή ομοσπονδία. Αλλά αυτό δεν φαίνεται να ενδείκνυται για τη Συρία. Οι αποκαλούμενες μειονότητες ποτέ δεν ήταν θύματα στη Συρία- απεναντίας. Οι Κούρδοι ποτέ δεν αντιμετωπίζονταν όπως στην Τουρκία. Ούτε οι Σουνίτες ήταν εξοστρακισμένοι. Αποτελούν την πλειονότητα στον συριακό στρατό σήμερα και πάντα είχαν σημαντική παρουσία στον επιχειρηματικό κόσμο. Επιπλέον, η Συρία δεν είχε προβλήματα με δόγματα- μέχρι πρόσφατα, όταν η εισαγωγή διαφόρων μορφών Ουαχαμπισμού έφερε σχίσματα στην πολιτική. Η Συρία έχει ταυτότητα. Είναι ένα περήφανο και αρχαίο έθνος.
Θα ήθελε η Ρωσία να δει μια αποδυναμωμένη, χαλαρή κεντρική κυβέρνηση; Πιθανότατα όχι. Ο πόλεμος κατά του ριζοσπαστικού τζιχαντισμού είναι μάλλον απίθανο να κερδηθεί μέσω κάποιας συμφωνίας στη Γενεύη, θα συνεχιστεί. Και το Ιράν, ο σύμμαχος της Ρωσίας, σίγουρα θα ήθελε να δει μια ισχυρή Συρία να αναδεικνύεται στο τέλος. Ίσως οι ΗΠΑ να βλέπουν επίσης κάποιο όφελος σε μια ισχυρή Συρία εν μέσω μιας περιόδου κατά την οποία οι κρατικές δομές στη Μέση Ανατολή φθείρονται και υποχωρούν μπροστά στην ευρεία ανθρώπινη ανασφάλεια. Αλλά πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;
Η Ρωσία έχει πει επανειλημμένα ότι πρέπει να είναι οι ίδιοι οι Σύριοι αυτοί που θα αποφασίσουν για τους εαυτούς τους και την κυβέρνηση που θέλουν. Αυτή είναι και η ιρανική πολιτική. Αλλά ο Πούτιν δεν μπορεί να υπολογίζει στην υποστηριζόμενη από τους Σαουδάραβες αντιπολίτευση για να φτάσει σε συμφωνία με τον Άσαντ στη Γενεύη - αν και θα μπορούσε να ελπίζει ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί. Το πιθανότερο είναι ότι έχει ένα «Plan B».
Μία πλευρά της πρόσφατης παύσης των εχθροπραξιών που έχει διαφύγει της προσοχής είναι το πώς οι τοπικές εκεχειρίες κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ησυχίας έχουν επιτευχθεί χάρη σε Ρώσους αξιωματικούς- συνήθως αρκετά υψηλόβαθμους. Οι προσπάθειές τους σημείωσαν μεγάλες επιτυχίες. Πάνω από 40 τέτοιες εκεχειρίες επετεύχθησαν. Ίσως, εάν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις στη Γενεύη, να δούμε να τις αντικαθιστά μια διαδικασία από κάτω προς τα πάνω.
Στη βάση αυτών των συμφωνιών, σε κάποιες εκ των οποίων η διαπραγμάτευση έγινε από τα Ηνωμένα Έθνη και σε κάποιες άλλες από τη συριακή κυβέρνηση, θα γίνουν κάποια στιγμή οι τοπικές εκλογές. Μετά οι περιφερειακές. Μετά οι κοινοβουλευτικές. Το Σύνταγμα θα αναθεωρηθεί. Και εν τέλει, οι προεδρικές εκλογές θα γίνουν υπό διεθνή επιτήρηση. Εν ολίγοις, οι Σύριοι- στο εσωτερικό και στο εξωτερικό- θα αποφασίσουν στο τέλος για τη διακυβέρνησή τους.
Αλλά για να είναι βιώσιμο αυτό το αποτέλεσμα, είναι απαραίτητη η εμπιστοσύνη ανάμεσα στη Ρωσία και την Αμερική. Πρέπει να αναπτυχθεί. Αυτές είναι οι μόνες πραγματικές πολιτικές επιλογές τώρα που η αλλαγή καθεστώτος έχει βγει από την ατζέντα: Μία διεθνής συμφωνία στη Γενεύη ή μια διαδικασία από κάτω προς τα πάνω, από τους ίδιους τους Σύριους (σε συνδυασμό με συνεχή πόλεμο κατά των τζιχαντιστών). Η αιφνιδιαστική ανακοίνωση του Πούτιν περί απόσυρσης φαίνεται να έχει στόχο ακριβώς το να φανεί ακριβώς εάν υπάρχει εμπιστοσύνη για να βρεθεί ο δρόμος προς τη λύση.
Πολλά εξαρτώνται από το αποτέλεσμα. Δεν έχει να κάνει μόνο με τη Συρία. Θα επηρεάσει και το πώς θα διαμορφωθεί η παγκόσμια τάξη, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην αμερικανική Huffington Post και μεταφράστηκε στα ελληνικά
Γιατί η Ρωσία άρχισε τώρα την απόσυρση, που μένουν ακόμα τόσα να γίνουν; Και τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το πολιτικό μέλλον της Συρίας;
Πρώτον, είναι και δεν είναι απόσυρση- ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς. Τα αεροσκάφη τα οποία αποφασίστηκε να παραμείνουν στη Συρία (και δεν περιλαμβάνονται στην απόσυρση) εξακολουθούν να υποστηρίζουν ενεργά τις δυνάμεις του συνασπισμού στο έδαφος, χτυπώντας αντάρτες που δεν περιλαμβάνονται στην κατάπαυση του πυρός (ειδικά το Μέτωπο Αλ Νόσρα και το ISIS). Όπως είπε Ρώσος στρατιωτικός δημοσιογράφος στο Radio Free Europe, «ο στόλος παραμένει, αντιαεροπορικά συστήματα παραμένουν, άρματα μάχης παραμένουν, όλοι οι πεζοναύτες παραμένουν, τα ελικόπτερα παραμένουν, κάποια από τα αεροσκάφη παραμένουν. Μόνο μερικά από τα αεροσκάφη και το προσωπικό συντήρησής τους αποσύρονται. Και μπορούν να επιστρέψουν, προφανώς, μέσα σε διάστημα τριών- τεσσάρων ωρών».
Στην πραγματικότητα, η απόσυρση φαίνεται να έχει συμπέσει με προσχεδιασμένη εναλλαγή/ rotation αεροσκαφών και υλικού- απαραίτητων για συντήρηση μετά από μια εντατική περίοδο εξορμήσεων. Οπότε, αν θέλετε, μπορείτε να χαρακτηρίσετε την απόσυρση του Πούτιν μια εναλλαγή/ rotation δυνάμεων αν προτιμάτε, μια αλλαγή στο tempo που χρησιμοποιείται εσκεμμένα για τη μετάσταση πολιτικών και για τον εκτροχιασμό τους ώστε να βρεθούν σε νέες πορείες. Φαίνεται πως ο Ρώσος πρόεδρος ίσως να το κατάφερε αυτό: Ο υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι αναμένεται στη Μόσχα για να συναντήσει σύντομα τον Πούτιν.
Στην πραγματικότητα, μπορεί να αποδειχτεί ότι σκοπός του Πούτιν δεν ήταν ποτέ η εκκίνηση των διαπραγματεύσεων μεταξύ των διαφορετικών συριακών παρατάξεων, αλλά αντίθετα να στριμώξει την Ουάσινγκτον- να αναγκάσει την κυβέρνηση Ομπάμα να συνεργαστεί αληθινά με τη Ρωσία, αντί να την έχει να στέκεται στο περιθώριο. Δεδομένου αυτού, το να δράσει ως καταλύτης σε μια πολιτική διαδικασία στη Συρία με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο είναι σίγουρα ένας δευτερεύων στόχος. Ο Πούτιν από την αρχή είχε πει ότι η ρωσική επέμβαση είχε περιορισμένους στόχους, ότι ήταν σχεδιασμένη να «δημιουργήσει συνθήκες πολιτικού συμβιβασμού».
Η απόσυρση - ή το rotation - του Πούτιν σίγουρα επηρέασε το πολιτικό πλαίσιο με διάφορους τρόπους. Ασκεί πίεση τόσο στη Δαμασκό, όσο και στις οργανώσεις της αντιπολίτευσης που συμμετέχουν στις συνομιλίες στη Γενεύη- καθώς τα ρωσικά αεροσκάφη μπορούν, για κάποιον λόγο, να αναγκαστούν να επιστρέψουν. Πάνω από όλα, ρίχνει το «μπαλάκι» στις ΗΠΑ, ώστε να σταματήσουν τους συμμάχους τους (Τουρκία, Σαουδική Αραβία και Κατάρ) που εξοπλίζουν και χρηματοδοτούν τους «αντιπροσώπους» τους στον πόλεμο αυτόν. Αλλά μπορούν οι ΗΠΑ να επιβάλουν κάτι τέτοιο στους συμμάχους τους; Η Τουρκία είναι ιδιαίτερα προβληματική, καθώς ο πρόεδρος Ερντογάν πιθανότατα έχει ανάγκη τον πόλεμο στη Συρία για να παραμείνει στην εξουσία.
Εν ολίγοις, ένα χειροπιαστό αποτέλεσμα της απόσυρσης ίσως να είναι ότι οι πολιτικές διαπραγματεύσεις πηγαίνουν αναγκαστικά πιο ψηλά, από τους συμμετέχοντες στη Γενεύη στους εξωτερικούς «παίκτες» που τους υποστηρίζουν και τους χρηματοδοτούν.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Πούτιν χρησιμοποίησε μια αποχώρηση στρατιωτικών δυνάμεων για να ενεργοποιήσει ένα πολιτικό σκηνικό που δείχνει να βρίσκεται σε αδιέξοδο. Θυμηθείτε ότι πριν τις συμφωνίες του Μινσκ για την Ουκρανία, η Ρωσία είχε προσωρινά παύσει τη στρατιωτική στήριξη στις πολιτοφυλακές του Ντονμπάς, προκειμένου να τις κάνει να «συγκεντρωθούν/ αναλογιστούν» και ίσως να μην παρασυρθούν από τις στρατιωτικές τους φιλοδοξίες.
Ο κοινός παρονομαστής που χαρακτηρίζει τόσο τη σύγκρουση στην Ουκρανία όσο και στη Συρία είναι ο κυρίαρχος προβληματισμός της ρωσικής ηγεσίας για την αποφυγή της αναμέτρησης μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ ή της Δύσης. Μία από τις βασικές προτεραιότητες του Πούτιν όσον αφορά στον πόλεμό του κατά της τρομοκρατίας ήταν ακριβώς να επιτύχει κάποια συνεργασία μεταξύ ίσων με τις ΗΠΑ, ως «προοίμιο» για την επανεκκίνηση των σχέσεων μεταξύ των δύο δυνάμεων.
Η απόσυρση από τη Συρία θέτει τη Ρωσία σε καλή θέση πολιτικά ως σημαντικό παράγοντα στην αναζήτηση μιας πολιτικής λύσης. Μπορεί να «μαλακώσει» την ευρωπαϊκή θέληση για τη διατήρηση των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας. Και μπορεί επίσης να βοηθήσει στο να βρεθεί η Ρωσία σε καλύτερη θέση απέναντι σε οποιονδήποτε διαδεχθεί τον Ομπάμα στον Λευκό Οίκο: Μια Αμερική που θεωρεί ότι έχει ταπεινωθεί στη Συρία από τη Ρωσία και τους συμμάχους της σε στρατιωτικό επίπεδο είναι λιγότερο πιθανό να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε επανεκκίνηση, και πιθανότερο θα είναι να κάνει το αντίθετο.
Πέραν της ερώτησης για το πώς θα αντιδράσουν οι ΗΠΑ, ένα ερώτημα παραμένει αναπάντητο: Τι περιμένει ο Πούτιν από τον Άσαντ; Στην Ουκρανία, η Ρωσία ήθελε μια χαλαρή ομοσπονδία. Αλλά αυτό δεν φαίνεται να ενδείκνυται για τη Συρία. Οι αποκαλούμενες μειονότητες ποτέ δεν ήταν θύματα στη Συρία- απεναντίας. Οι Κούρδοι ποτέ δεν αντιμετωπίζονταν όπως στην Τουρκία. Ούτε οι Σουνίτες ήταν εξοστρακισμένοι. Αποτελούν την πλειονότητα στον συριακό στρατό σήμερα και πάντα είχαν σημαντική παρουσία στον επιχειρηματικό κόσμο. Επιπλέον, η Συρία δεν είχε προβλήματα με δόγματα- μέχρι πρόσφατα, όταν η εισαγωγή διαφόρων μορφών Ουαχαμπισμού έφερε σχίσματα στην πολιτική. Η Συρία έχει ταυτότητα. Είναι ένα περήφανο και αρχαίο έθνος.
Θα ήθελε η Ρωσία να δει μια αποδυναμωμένη, χαλαρή κεντρική κυβέρνηση; Πιθανότατα όχι. Ο πόλεμος κατά του ριζοσπαστικού τζιχαντισμού είναι μάλλον απίθανο να κερδηθεί μέσω κάποιας συμφωνίας στη Γενεύη, θα συνεχιστεί. Και το Ιράν, ο σύμμαχος της Ρωσίας, σίγουρα θα ήθελε να δει μια ισχυρή Συρία να αναδεικνύεται στο τέλος. Ίσως οι ΗΠΑ να βλέπουν επίσης κάποιο όφελος σε μια ισχυρή Συρία εν μέσω μιας περιόδου κατά την οποία οι κρατικές δομές στη Μέση Ανατολή φθείρονται και υποχωρούν μπροστά στην ευρεία ανθρώπινη ανασφάλεια. Αλλά πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;
Η Ρωσία έχει πει επανειλημμένα ότι πρέπει να είναι οι ίδιοι οι Σύριοι αυτοί που θα αποφασίσουν για τους εαυτούς τους και την κυβέρνηση που θέλουν. Αυτή είναι και η ιρανική πολιτική. Αλλά ο Πούτιν δεν μπορεί να υπολογίζει στην υποστηριζόμενη από τους Σαουδάραβες αντιπολίτευση για να φτάσει σε συμφωνία με τον Άσαντ στη Γενεύη - αν και θα μπορούσε να ελπίζει ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί. Το πιθανότερο είναι ότι έχει ένα «Plan B».
Μία πλευρά της πρόσφατης παύσης των εχθροπραξιών που έχει διαφύγει της προσοχής είναι το πώς οι τοπικές εκεχειρίες κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ησυχίας έχουν επιτευχθεί χάρη σε Ρώσους αξιωματικούς- συνήθως αρκετά υψηλόβαθμους. Οι προσπάθειές τους σημείωσαν μεγάλες επιτυχίες. Πάνω από 40 τέτοιες εκεχειρίες επετεύχθησαν. Ίσως, εάν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις στη Γενεύη, να δούμε να τις αντικαθιστά μια διαδικασία από κάτω προς τα πάνω.
Στη βάση αυτών των συμφωνιών, σε κάποιες εκ των οποίων η διαπραγμάτευση έγινε από τα Ηνωμένα Έθνη και σε κάποιες άλλες από τη συριακή κυβέρνηση, θα γίνουν κάποια στιγμή οι τοπικές εκλογές. Μετά οι περιφερειακές. Μετά οι κοινοβουλευτικές. Το Σύνταγμα θα αναθεωρηθεί. Και εν τέλει, οι προεδρικές εκλογές θα γίνουν υπό διεθνή επιτήρηση. Εν ολίγοις, οι Σύριοι- στο εσωτερικό και στο εξωτερικό- θα αποφασίσουν στο τέλος για τη διακυβέρνησή τους.
Αλλά για να είναι βιώσιμο αυτό το αποτέλεσμα, είναι απαραίτητη η εμπιστοσύνη ανάμεσα στη Ρωσία και την Αμερική. Πρέπει να αναπτυχθεί. Αυτές είναι οι μόνες πραγματικές πολιτικές επιλογές τώρα που η αλλαγή καθεστώτος έχει βγει από την ατζέντα: Μία διεθνής συμφωνία στη Γενεύη ή μια διαδικασία από κάτω προς τα πάνω, από τους ίδιους τους Σύριους (σε συνδυασμό με συνεχή πόλεμο κατά των τζιχαντιστών). Η αιφνιδιαστική ανακοίνωση του Πούτιν περί απόσυρσης φαίνεται να έχει στόχο ακριβώς το να φανεί ακριβώς εάν υπάρχει εμπιστοσύνη για να βρεθεί ο δρόμος προς τη λύση.
Πολλά εξαρτώνται από το αποτέλεσμα. Δεν έχει να κάνει μόνο με τη Συρία. Θα επηρεάσει και το πώς θα διαμορφωθεί η παγκόσμια τάξη, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην αμερικανική Huffington Post και μεταφράστηκε στα ελληνικά