21 Μαρτίου 2016

Η περίοδος της μεγάλης κρίσης


 ankara_patlamasi
Πως οι βομβιστικές επιθέσεις στην Άγκυρα δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο πόλωσης
«Σήμερα είμαστε σε συνθήκες τις οποίες η λέξη ‘χάος’ δεν είναι αρκετή για τις περιγράψει». Αυτά σημείωνε σε άρθρο του στην εφημερίδα Τζουμχουριέτ στις 15 Μαρτίου 2016, ο καθηγητής Αχμέτ Ινσέλ. Δύο μέρες μετά τη νέα βομβιστική επίθεση στο κέντρο της Άγκυρας, η διαπίστωση του Τούρκου ακαδημαϊκού καταγράφει με χαρακτηριστικό τρόπο το άνοιγμα μιας περιόδου μεγάλης κρίσης στη χώρα με άγνωστο χρονικό ορίζοντα, αλλά πολύ περισσότερο με άγνωστα τα τελικά της αποτελέσματα.
Οι πλευρές της αντιπαράθεσης στην Τουρκία έχουν επιλέξει με τον πιο επίσημο τρόπο τη μέθοδο της ένοπλης βίας για την υλοποίηση των πολιτικών τους στόχων. Από τη μια το τουρκικό κράτος και από την άλλη το ΡΚΚ, φαίνεται να εισέρχονται σε μια περίοδο «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών». Αυτοί οι «λογαριασμοί» άπτονται ζητημάτων περιφερειακής κλίμακας και επιρροής, ενώ χαρακτηρίζονται από την σχεδόν ολοκληρωτική περιθωριοποίηση της «κλασσικής» πολιτικής δραστηριότητας και την ενεργοποίηση της σκληρής ισχύος των όπλων.


Ιστορικά ίσως να είναι πολλές οι περιπτώσεις όπου ένα θέμα «εξωτερικής πολιτικής» με το πέρασμα του χρόνου μετατρέπεται σε ζήτημα «εσωτερικό» επηρεάζοντας καθοριστικά την πορεία μιας κοινωνίας. Μια από αυτές τις περιπτώσεις σήμερα είναι η κατάσταση στη Συρία για την κοινωνία στην Τουρκία. Η τρίτη βομβιστική επίθεση στην Άγκυρα μέσα σε διάστημα μόλις πέντε μηνών, δείχνει το ξεπέρασμα των ορίων του διαχωρισμού της εξωτερικής από την εσωτερική πολιτική. Υπογραμμίζει τον πλήρη μετασχηματισμό μιας πολιτικής που αρχικά εντάχθηκε στη σφαίρα της διπλωματίας και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα αποτέλεσε κέντρο καθοριστικής επιρροής της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, αλλά δυστυχώς και της απώλειάς της. Γιατί τόσο οι τρομοκρατικές επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους, όσο και οι τελευταίες που συνδέονται στον ένα ή στον άλλο βαθμό με το ΡΚΚ, έχουν τις ρίζες τους στη στρατηγική που ακολουθεί η Άγκυρα σε σχέση με το μέλλον της Συρίας. Ο θάνατος 37 ανθρώπων το βράδυ της Κυριακής στις 13 Μαρτίου είναι ενδεικτικός τόσο των αδυναμιών του κράτους να αντιμετωπίζει τέτοια φαινόμενα, όσο και των προσανατολισμών που μπορεί να πάρει το ήδη πολυδιασπασμένο και πολωμένο εσωτερικό μέτωπο της Τουρκίας.

Σε αυτή ακριβώς τη συγκυρία, η διεθνής και περιφερειακή θέση της Τουρκίας φαίνεται να συγκρούεται με την εσωτερική διάταξη ισορροπιών ισχύος. Η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρά αδιέξοδα στην εξωτερική της πολιτική, τα οποία όμως μετατρέπουν την αστάθεια και την κρίση σε βασικά χαρακτηριστικά της εσωτερικής κοινωνικής πραγματικότητας. Δε θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι όσο μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ των ανικανοποίητων στόχων της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή και των πραγματικών της δυνατοτήτων, τόσο περισσότερο αυταρχικοποιείται η εξουσία Έρντογαν. Μέσα στο προαναφερθέν πλαίσιο, η πρόσφατη βομβιστική επίθεση στην Άγκυρα μπορεί να αποτελέσει βάση ανάλυσης των προσανατολισμών που έχουν οι βασικοί πρωταγωνιστές της περιόδου της μεγάλης κρίσης στην Τουρκία.

Οι προσανατολισμοί της ένοπλης πτέρυγας του κουρδικού κινήματος
Η επίθεση της 13ης Μαρτίου στην κεντρική πλατεία Κιζίλαϊ της Άγκυρας έγινε με την ίδια μέθοδο που ακολούθησαν και οι βομβιστές αυτοκτονίας στις 17 Φεβρουαρίου. Η διαφορά ήταν ότι το Φεβρουάριο οι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους ήταν κυρίως στρατιωτικοί διαφόρων βαθμίδων, ενώ την προηγούμενη Κυριακή ήταν όλοι πολίτες. Και στις δύο περιπτώσεις οι δράστες φέρονται να ήταν ενταγμένοι σε οργανώσεις που συνδέονται με το ΡΚΚ. Τέτοιου είδους επιθέσεις αυτοκτονίας έγιναν και στο παρελθόν, όμως είναι γεγονός ότι το ένοπλο κουρδικό κίνημα επέλεγε κυρίως στρατιωτικούς ή αστυνομικούς στόχους. Άρα η τελευταία επίθεση που προκάλεσε τη δολοφονία άοπλων πολιτών, είτε έγινε από «επιχειρησιακό λάθος» είτε συνειδητά, αποτελεί μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι το ΡΚΚ και άλλες ένοπλες οργανώσεις που συνεργάζονται μαζί του, επέλεξαν την επικέντρωση στην προσπάθεια γενικής αποσταθεροποίησης της χώρας. Σύμφωνα με τον πρώην αναπληρωτή επικεφαλής των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, Τζεβάτ Ονές, η συχνότητα των χτυπημάτων στην Άγκυρα το τελευταίο χρονικό διάστημα αποτελεί ιστορικά ένα εντελώς νέο φαινόμενο. Επομένως ο συμβολισμός είναι αξιοσημείωτος: Το τουρκικό κράτος, το οποίο πολιτικά εκφράζεται στην πρωτεύουσα του, μετατράπηκε σε βασικό στόχο της ένοπλης πτέρυγας του κουρδικού κινήματος.

Το δεδομένο αυτό φαίνεται να συνδέεται και με την πρόσφατη ανακοίνωση της συνεργασίας του ΡΚΚ με διάφορες μικρότερες επίσης παράνομες ένοπλες οργανώσεις που δρουν στην Τουρκία. Η συγκεκριμένη συνεργασία ονομάστηκε «Ενωμένο Επαναστατικό Κίνημα των Λαών» και λειτουργεί προς δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι η σχετική ενίσχυση της δραστηριοποίησης του ΡΚΚ με ακόμα περίπου 1000 άντρες και γυναίκες. Η δεύτερη είναι η ευκαιρία πρόσβασης των υπόλοιπων οργανώσεων στις διασυνδέσεις και την τεχνική υποστήριξη του ΡΚΚ που αποτελεί ομολογουμένως την πιο ισχυρή συνιστώσα της συνεργασίας. Σε πολιτικό επίπεδο, η σύμπραξη αυτού του μετώπου υπηρετεί κυρίως το διακηρυγμένο στόχο της ένοπλης πτέρυγας του κουρδικού κινήματος για μεταφορά της αντιπαράθεσης στα μεγάλα αστικά κέντρα των δυτικών περιοχών της Τουρκίας. Όμως η συγκεκριμένη απόφαση του ΡΚΚ προσφέρει μεταξύ άλλων και τη δυνατότητα αξιοποίησης των αδυναμιών των υπηρεσιών πληροφοριών του κράτους, καθώς διανοίγει τις προοπτικές νέων και πιο γρήγορων μορφών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, το ΡΚΚ στις σημερινές συγκυρίες έχει εγκαταλείψει σε κάποιο βαθμό την αυστηρή συγκεντρωτική δομή λήψης αποφάσεων για τέτοιες ενέργειες. Παλαιότερα μια παρόμοια οδηγία ήταν αποτέλεσμα λεπτομερούς επεξεργασίας της ανώτατης ηγεσίας και η υλοποίηση της περνούσε μέσα από τη διάχυση της οδηγίας προς τη βάση της ένοπλης πτέρυγας. Αυτή η διαδικασία ήταν χρονοβόρα, αλλά και «επικίνδυνη» αφού προσέφερε περιθώρια στο τουρκικό κράτος να αντιδράσει διαμέσου των πληροφοριών που θα μπορούσε να αποσπάσει εξαιτίας της μεταφοράς των μηνυμάτων σε μια κάθετη δομή.

Η νέα τακτική χαρακτηρίζεται από την λήψη της πολιτικής απόφασης εκ μέρους της ένοπλης ηγεσίας του ΡΚΚ, αλλά η πρωτοβουλία για το χρόνο και τη μέθοδο της επίθεσης αφήνεται στους «τοπικούς πυρήνες» που μπορεί να μην είναι καν οργανικά συνδεδεμένοι με το ΡΚΚ. Έτσι μια επίθεση όπως αυτές του τελευταίου μήνα στην Άγκυρα, μπορεί να αποφασιστεί και να υλοποιηθεί μέσα σε μερικές μέρες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ούτε και το γεγονός ότι τόσο στις 17 Φεβρουαρίου, όσο και στις 13 Μαρτίου, οι επιθέσεις υλοποιήθηκαν από βομβιστές αυτοκτονίας σε αυτοκίνητα. Δηλαδή μια σχετικά νέα μέθοδο, πολύ πιο δύσκολη στον προληπτικό εντοπισμό. Σε αυτό το σημείο τα νέα ποιοτικά στοιχεία που προκύπτουν είναι ο ανώτερος βαθμός πρόσβασης των οργανώσεων αυτών σε στρατιωτικά υλικά, αλλά και η διεύρυνση της κοινωνικής τους βάσης με την αύξηση νεαρών ατόμων που επιλέγουν με τόση «ευκολία» το θάνατο ως εργαλείο υλοποίησης πολιτικών στόχων.
Μέσα από το πλέγμα των προαναφερθέντων λεπτομερειών, ο γενικότερος προσανατολισμός της ένοπλης πτέρυγας του κουρδικού κινήματος καταλήγει στην επιλογή ενός «γενικευμένου πολέμου».

Το ΡΚΚ δείχνει αποφασισμένο τουλάχιστον στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα να αποσταθεροποιήσει περεταίρω το εσωτερικό μέτωπο της Τουρκίας, κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι πρόσφατες επιθέσεις δε θα είναι οι τελευταίες. Άλλωστε όπως έχει δηλώσει τέσσερις μέρες πριν την τελευταία βομβιστική επίθεση ο Τζεμίλ Μπαγίκ, εκ των ηγετών του ΡΚΚ, η διεκδίκηση της οργάνωσης για το άμεσο μέλλον είναι η ανατροπή της εξουσίας Έρντογαν. Υπό αυτή την έννοια, το ΡΚΚ αντιμετωπίζει πλέον το Κουρδικό πρόβλημα ως ένα πρόβλημα περιφερειακών διαστάσεων μέσα στις οποίες η Τουρκία αποτελεί ένα από τα πολλά μέτωπα και όχι το μοναδικό. Η προτεραιότητα παραμένει η κατάσταση στη Συρία και η σταθεροποίηση της κουρδικής εξουσίας στα βόρεια εδάφη. Με αυτό το σκεπτικό και ενόψει της περιόδου της άνοιξης και του καλοκαιριού, το ΡΚΚ επιδιώκει να μειώσει την προοπτική μεταφοράς περισσότερων στρατιωτικών δυνάμεων της Τουρκίας στα σύνορα με τη Συρία, προβαίνοντας σε ενέργειες μιας ευρύτερης αποσταθεροποίησης σε κέντρα έξω από τις νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας.

Οι προσανατολισμοί του τουρκικού κράτους
Από τις πρώτες στιγμές που ακολούθησαν την έκρηξη στην Άγκυρα στις 13 Μαρτίου 2016, ο Πρόεδρος Έρντογαν και η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) άρχισαν να ξεδιπλώνουν διάφορες πτυχές για μελλοντικά «πολιτικά κέρδη». Για να κατανοηθεί αυτή η προσπάθεια του τουρκικού κράτους θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, ο περίγυρος μέσα στον οποίο έγινε η τελευταία βομβιστική επίθεση. Από τη μια οι ΗΠΑ συνεχίζουν τις διαβουλεύσεις και τους σχεδιασμούς τους με συμμάχους στην περιοχή για χερσαίες επιχειρήσεις ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος στη Μοσούλη. Από την άλλη, η μερική έστω υλοποίηση της κατάπαυσης του πυρός στη Συρία φαίνεται να δυσκολεύει την Άγκυρα στη συνέχιση των στρατιωτικών της επιθέσεων ενάντια στους Κούρδους των βόρειων περιοχών. Το προαναφερθέν σε συνδυασμό με τη μικρή εδαφική επέκταση και σταθεροποίηση του κουρδικού κινήματος εντός Συρίας, είναι εξελίξεις που συνεχίζουν να αποκόπτουν την επιρροή της Τουρκίας με διάφορες ένοπλες οργανώσεις της λεγόμενης μετριοπαθούς ισλαμικής αντιπολίτευσης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον και εφόσον οι βασικοί στόχοι της Τουρκίας για τη Συρία δεν αλλάζουν, τότε οι πρόσφατες βομβιστικές επιθέσεις αναμένεται να χρησιμοποιηθούν σε μια επιθετική διπλωματική προσπάθεια της Άγκυρας με στόχο να μεταφέρει πιέσεις προς τις ΗΠΑ και την Ε.Ε σε σχέση με την υλοποίηση των δικών της επιδιώξεων εντός των συριακών εδαφών και όχι μόνο.

Επομένως το κλίμα που έχει δημιουργήσει η βομβιστική επίθεση θα αποτελέσει κομμάτι μιας διεθνούς εκστρατείας του Έρντογαν. Ο ίδιος άλλωστε στις δηλώσεις καταδίκης της επίθεσης, φρόντισε με προσεκτικό τρόπο να εισάγει στη φρασεολογία που χρησιμοποίησε τον όρο της «νόμιμης άμυνας» του κράτους. Η συγκεκριμένη φράση στη δήλωση Έρντογαν έχει χρησιμοποιηθεί ξανά μόνο μετά από επιθέσεις που συνδέονται με το ΡΚΚ και όχι με το Ισλαμικό Κράτος. Συνεπώς πρόκειται για λεπτομέρεια με ιδιαίτερες διαστάσεις, αφού στο πολιτικό της πλαίσιο η «νόμιμη άμυνα» παραπέμπει σε μια εξωτερική απειλή ή επίθεση, η αντιμετώπιση της οποίας μπορεί να γίνει εκτός συνόρων. Ο Πρόεδρος της Τουρκίας λοιπόν επανάφερε συνειδητά τη βασική θέση του κράτους περί της αναγκαιότητας μιας σκληρής στρατιωτικής αντιμετώπισης του ένοπλου κουρδικού κινήματος είτε αυτό βρίσκεται στο βόρειο Ιράκ, είτε στη βόρεια Συρία. Σε αυτό το σημείο, ο προσανατολισμός της εξουσίας θέλει να επαναφέρει τις «ιδιαιτερότητες» της γεωπολιτικής θέσης της Τουρκίας που την αναγκάζουν να αντιμετωπίσει νέες «εξωτερικές απειλές». Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, ο «αντιτρομοκρατικός αγώνας» της Άγκυρας θα πρέπει να μετατραπεί σε «αντιτρομοκρατικό πόλεμο» με τη στήριξη ή τουλάχιστον την ανοχή παραγόντων της Δύσης και ιδιαίτερα των ΗΠΑ.

Πέραν όμως της περιφερειακής διάστασης των προσανατολισμών του Έρντογαν και της κυβέρνησης ΑΚΡ, οι συνέπειες της τελευταίας δολοφονικής επίθεσης θα αποτελέσουν βάση έντονων εσωτερικών διεργασιών στη χώρα με προφανείς τις αρνητικές πτυχές. Η απάντηση του τουρκικού κράτους στο επίπεδο της ένοπλης αντιπαράθεσης αναμένεται να εκφραστεί στην εντατικοποίηση του πολέμου στις νοτιοανατολικές περιοχές. Σε επίπεδο πολιτικών δομών όμως, η αντίδραση μπορεί να συμπεριλάβει μορφές καταστολής εναντίον όχι μόνο του οργανωμένου κουρδικού κινήματος, αλλά και άλλων συνόλων ή ατόμων που στηρίζουν τις θέσεις των Κούρδων και του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP). Ήδη ο Έρντογαν έχει δημοσίως τοποθετηθεί υπέρ της αναγκαιότητας διεύρυνσης του περιεχομένου των όρων «τρομοκράτης» και «τρομοκρατία» με τρόπο που να συμπεριλαμβάνει ουσιαστικά δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς, πολιτικά στελέχη και ακτιβιστές. «Δεν με ενδιαφέρει αν είναι αρθρογράφοι κλπ, εάν η πέννα τους είναι στο πλευρό των τρομοκρατών τότε είναι απέναντί μου», υπογράμμισε με νόημα σε ομιλία του ενώπιον ομάδας κοινοταρχών στις 16 Μαρτίου. Στο ίδιο μήκος κύματος, η φιλοκυβερνητική εφημερίδα ΣΤΑΡ ανακοίνωσε την ίδια μέρα ότι η τροποποίηση του ποινικού κώδικα στα προαναφερθέντα σημεία θα αγγίζει πλέον άρθρα γνώμης και ειδήσεις που δημοσιεύονται.

Ο κίνδυνος «παράλυσης» μιας κοινωνίας
Στο φόντο της εσωτερικής διάστασης των συνεπειών της τελευταίας βομβιστικής επίθεσης υπάρχει ήδη η εμβάθυνση ενός ακήρυχτου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης με το οποίο ουσιαστικά σήμερα διοικείται η χώρα. Η εντατικοποίηση του αυταρχισμού προβάλλει ως μονοδρομική επιλογή ενός πολιτικού ηγέτη που έχει ταυτίσει το μέλλον του αποκλειστικά και μόνο με την διεύρυνση της εξουσίας του. Λαμβανομένης υπόψη της σημερινής θέσης του Έρντογαν και του ΑΚΡ στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας, το πιο πάνω δεδομένο αποκαλύπτει γενικότερα την κατεύθυνση που φαίνεται να παίρνουν όλες οι κρατικές δομές εξουσίας. Οι σχεδιαζόμενες νέες δομές με αντικείμενο την τρομοκρατία, όπως η σκέψη για Υπουργείο Ασφάλειας, καθώς και η επιδιωκόμενη άρση της βουλευτικής ασυλίας της ηγεσίας του φιλοκουρδικού HDP, είναι ενέργειες που σηματοδοτούν την προσπάθεια ξεπεράσματος και περιθωριοποίησης όλων των μηχανισμών δημοκρατικής διαβούλευσης. Τα κοινωνικά τραύματα και η πόλωση διαχέονται με τέτοιο ρυθμό που εξαναγκάζουν ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας να αναζητούν «σταθερότητα μέσα στην αστάθεια» και συνεπώς να γίνονται ευάλωτα σε πράξεις νομιμοποίησης του αυταρχισμού. Το κυρίαρχο ερώτημα λοιπόν δεν αφορά τόσο στην προοπτική επιβίωσης της εξουσίας Έρντογαν, όσο στο εάν η κοινωνία στην Τουρκία θα είναι ικανή στο επόμενο χρονικό διάστημα να αντιδράσει με κατευθύνσεις φυγόκεντρες που να αμφισβητούν την υφιστάμενη ηγεμονική τάξη πραγμάτων. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον και στην περίπτωση που δεν υπάρξει άμεσα αναστροφή του κλίματος, τότε η χώρα εισέρχεται σε μια περίοδο εσωστρέφειας, της οποίας ο χρονικός ορίζοντας και το περιεχόμενο του τέλους παραμένουν άγνωστα.

Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 20 Μαρτίου 2016