Και
πράγματι. Τουλάχιστον το δεύτερο μισό του έτους, με το «ελληνικό
ζήτημα» να έχει…διευθετηθεί μετά τα μέσα Ιουλίου, το νέο μεγάλο ζήτημα
που απασχόλησε και συνεχίζει να απασχολεί την κραταιά δύναμη του βορρά
είναι η διαχείριση της προσφυγικής κρίσης.
Με μια γενναία απόφαση η Καγκελάριος, Άγγελα Μέρκελ ανακοίνωσε τον Αύγουστο πως η χώρα της θα δεχθεί το 2015 800.000 πρόσφυγες, δηλαδή περισσότερους από όσους δέχθηκαν αθροιστικά όλες οι χώρες της ΕΕ κατά το 2014 και περίπου, όπως αποδείχθηκε, έναν αριθμό ανάλογο των προσφύγων και μεταναστών που διήλθαν των ελληνικών συνόρων. Σήμερα υπολογίζεται πως έχει ήδη δεχθεί περί το 1.000.000 άτομα.
Η κίνηση αυτή έγινε δεκτή με θέρμη από οικονομικούς παράγοντες στη χώρα, όπως ο Σύνδεσμος Εργοδοτών που χαρακτήρισε «ευλογία» την άφιξή των προσφύγων αφού, όπως τόνιζε το φθινόπωρο, υπάρχει άμεση ανάγκη από εργατικό δυναμικό ενώ η Καγκελάριος «εκθειαζόταν» από τον διεθνή Τύπο για την «απάντησή» που έδωσε σε μια σειρά από χώρες της ΕΕ οι οποίες αρνούνταν να δεχθούν πρόσφυγες.
"Nein" στη λογική του Multikulti
Είναι όμως αυτό αρκετό; Μάλλον όχι.
Ακόμη και για μια χώρα με οργανωμένες κρατικές δομές, εμπειρία στην υποδοχή μεταναστών και προσφύγων και σημαντικά περισσότερους πόρους ένα τέτοιο εγχείρημα αποτελεί μείζονα πρόκληση.
Έχοντας φτάσει στην εκπνοή του 2015, και με την ΕΕ διχασμένη και πάλι για τον τρόπο που θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη νέα κρίση που πλέον έχει «περάσει» την πόρτα της, η Γερμανία φαίνεται και ίδια να δίνει μάχη με τον ίδιο της τον εαυτό. Τόσο σε επίπεδο προετοιμασίας υποδοχής των προσφύγων όσο και σε ό,τι αφορά τα ανακλαστικά που ενεργοποιήθηκαν στην κοινωνία αλλά και στο πολιτικό σύστημα από την άφιξη ενός αριθμού αλλοδαπών που πολλοί φοβούνται ότι θα απορυθμίσει την αγορά εργασίας και θα αλλοιώσει την γερμανική κοινωνία.
Η Καγκελάριος Μέρκελ, επιχείρησε να απαντήσει στους φόβους αυτούς ανακοινώνοντας στο συνέδριο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος πως θα υπάρξει «αισθητή» μείωση του αριθμού των εισερχόμενων προσφύγων ή μεταναστών τονίζοντας πως θα ασκήσει μεγαλύτερες πιέσεις σε χώρες της ΕΕ να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν. Παράλληλα όμως αποκάλεσε «απάτη» την έννοια της «πολυπολιτισμικότητας» κάτι που από πολλούς ερμηνεύτηκε ως υποχώρηση από τις αρχικές θαρραλέες αποφάσεις της.
Στην ίδια ομιλία όμως η Μέρκελ μνημονεύοντας και τον Κόνραντ Αντενάουερ αναφώνησε «Μπορούμε να το κάνουμε!», εννοώντας να διαχειριστεί η Γερμανία και αυτή την πρόκληση.
Τελικά τι ήθελε να πει η κ.Μέρκελ η οποία κατάφερε να αποσπάσει την έγκριση του κόμματός της για το μεταναστευτικό πρόγραμμα;
Όπως φαίνεται αυτό που ήθελε να «περάσει» στο κόμμα και στην γερμανική κοινωνία είναι πως το μεγάλο στοίχημα στο εσωτερικό της χώρας-αλλά και το μεγάλο πρόβλημα που χρίζει αντιμετώπισης- είναι αυτό της επιτυχούς ενσωμάτωσης, η οποία θα μπορέσει να λειάνει και τις αντιδράσεις αλλά και να χαρίσει προοπτική σε όσους αναζητούν μια νέα ζωή στη Γερμανία.
Η ενσωμάτωση, βρίσκεται πλέον στον πυρήνα της μεταναστευτικής πολιτικής που σχεδιάζει η κυβέρνηση της Γερμανίας και αναμένεται να δούμε να αναπτύσσεται το 2016, αφού στόχος, όπως τονίζει η Κριστίν Λάγκερφελντ, επικεφαλής της γερμανικής ένωσης των οργανισμών που ασχολούνται με την μετανάστευση η οποία αποκωδικοποιεί τις τοποθετήσεις Μέρκελ που εν πολλοίς παρεξηγήθηκαν,δεν είναι μόνο η συνύπαρξη αλλά η πλήρης ένταξη στην γερμανική κοινωνία όλων των προσφύγων και μεταναστών και η εμπέδωση στους «νεοεισερχόμενους» πως αποτελούν ζωτικό μέρος της κοινωνίας.
Ακολουθώντας αυτή τη νέα λογική - που θα εκφραστεί και σε συγκεκριμένες πολιτικές - θα αποφευχθούν λογικές που επικράτησαν από τη δεκαετία του 1960 πχ για Τούρκους πολίτες που κατά κύματα μετανάστευσαν στη Γερμανία και τελικά δεν επέστρεψαν ποτέ στη χώρα τους, όπως κάποιοι πίστευαν. Η ανυπαρξία πολιτικών τους οδήγησε σε συνθήκες σχεδόν γκετοποίησης με μετανάστες δεύτερης γενιάς να μην μιλούν καν τη γερμανική γλώσσα και που επι δεκαετίες αποτελούν ένα ξένο σώμα στην κοινωνία. Παράλληλα με τη λογική της ενσωμάτωσης και όχι της απλής συνύπαρξης εκτιμάται πως θα αναχαιτιστούν και τα ξενοφοβικά ανακλαστικά που έχουν ενεργοποιηθεί και ενισχύονται από την αυξανόμενη ισλαμοφοβία λόγω της τρομοκρατίας, του φόβου της ανεργίας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης αλλά και της κριτικής που συχνά υπάρχει προς το ευρωπαϊκό...πείραμα και απαντάται με λογικές του έθνους - κράτους.
Γλώσσα και εργασία τα "κλειδιά" για την ενσωμάτωση
Πόσο έτοιμή όμως είναι η Γερμανία για να φέρει σε πέρας αυτή τη φιλόδοξη «επιθυμία» της Καγκελαρίου που πηγάζει από τα ίδια τα βιώματα της κοινωνίας στην οποία μεγάλωσε;
Ήδη στη χώρα έχουν ξεκινήσει συζητήσεις για τις μεγάλες αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν προκειμένου να εξυπηρετηθεί αυτός ο στόχος που κινείται σε δύο πυλώνες: την εκμάθηση της γλώσσας και την είσοδο στην αγορά εργασίας.
Το πρώτο πρόβλημα που θα πρέπει να λυθεί- και ήδη φαίνεται να υπάρχουν στα σκαριά αρκετές σκέψεις για την υιοθέτηση νέων πολιτικών- είναι αυτό της γραφειοκρατίας. Η κυβέρνηση δέχεται εισηγήσεις ώστε όσοι πρόσφυγες έχουν συγκεκριμένα επαγγελματικά προσόντα να μπορούν να «βγαίνουν» από τη διαδικασία του ασύλου και να λαμβάνουν αμέσως άδεια παραμονής και άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Έτσι κερδίζεται πολύτιμος χρόνος αφού ακόμη και στη Γερμανία η διαδικασία χορήγησης ασύλου καθυστερεί αφού ήταν «δομημένη» τη λογική της εξέτασης της αίτησης κατά περίπτωση και άτομο και όχι κατά εθνικές ομάδες όπως πχ οι Σύριοι πρόσφυγες πολέμου.
Ταυτόχρονα αναζητείται ο τρόπος, ώστε όσοι λαμβάνουν άδειες παραμονής να ξεκινούν αμέσως μαθήματα εκμάθησης της γερμανικής γλώσσας ώστε η πλήρης ένταξή τους στη γερμανική κοινωνία να επιταχυνθεί. Οι ίδιες οι εταιρείες μάλιστα, που αναζητούν εξειδικευμένο προσωπικό θα ήταν πρόθυμες όπως αναφέρει σε άρθρο του στην Wall Street Journal ο Κλάους Ζίμερμαν, διευθυντής του Ινστιτούτου για τη Μελέτη της Εργασίας στη Βόννη να μεριμνήσουν για την εκμάθηση της γλώσσας αλλά μόνο για το εργατικό δυναμικό που θα εγκατασταθεί μόνιμα στη χώρα.
Σύμφωνα δε με τα διαθέσιμα στοιχεία, από τους 1.000.000 πρόσφυγες και μετανάστες που έχουν αφιχθεί στη Γερμανία του 2015, μόνο το 1/5 θα μπορέσει βάσει του υφιστάμενου καθεστώτος θα μπορέσει μένοντας στη χώρα να βρει δουλειά ενώ από αυτούς το 50% εκτιμάται ότι θα μπορέσει να αποκατασταθεί εργασιακά μέσα σε μια 5ετία.
Με μια γενναία απόφαση η Καγκελάριος, Άγγελα Μέρκελ ανακοίνωσε τον Αύγουστο πως η χώρα της θα δεχθεί το 2015 800.000 πρόσφυγες, δηλαδή περισσότερους από όσους δέχθηκαν αθροιστικά όλες οι χώρες της ΕΕ κατά το 2014 και περίπου, όπως αποδείχθηκε, έναν αριθμό ανάλογο των προσφύγων και μεταναστών που διήλθαν των ελληνικών συνόρων. Σήμερα υπολογίζεται πως έχει ήδη δεχθεί περί το 1.000.000 άτομα.
Η κίνηση αυτή έγινε δεκτή με θέρμη από οικονομικούς παράγοντες στη χώρα, όπως ο Σύνδεσμος Εργοδοτών που χαρακτήρισε «ευλογία» την άφιξή των προσφύγων αφού, όπως τόνιζε το φθινόπωρο, υπάρχει άμεση ανάγκη από εργατικό δυναμικό ενώ η Καγκελάριος «εκθειαζόταν» από τον διεθνή Τύπο για την «απάντησή» που έδωσε σε μια σειρά από χώρες της ΕΕ οι οποίες αρνούνταν να δεχθούν πρόσφυγες.
"Nein" στη λογική του Multikulti
Είναι όμως αυτό αρκετό; Μάλλον όχι.
Ακόμη και για μια χώρα με οργανωμένες κρατικές δομές, εμπειρία στην υποδοχή μεταναστών και προσφύγων και σημαντικά περισσότερους πόρους ένα τέτοιο εγχείρημα αποτελεί μείζονα πρόκληση.
Έχοντας φτάσει στην εκπνοή του 2015, και με την ΕΕ διχασμένη και πάλι για τον τρόπο που θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη νέα κρίση που πλέον έχει «περάσει» την πόρτα της, η Γερμανία φαίνεται και ίδια να δίνει μάχη με τον ίδιο της τον εαυτό. Τόσο σε επίπεδο προετοιμασίας υποδοχής των προσφύγων όσο και σε ό,τι αφορά τα ανακλαστικά που ενεργοποιήθηκαν στην κοινωνία αλλά και στο πολιτικό σύστημα από την άφιξη ενός αριθμού αλλοδαπών που πολλοί φοβούνται ότι θα απορυθμίσει την αγορά εργασίας και θα αλλοιώσει την γερμανική κοινωνία.
Η Καγκελάριος Μέρκελ, επιχείρησε να απαντήσει στους φόβους αυτούς ανακοινώνοντας στο συνέδριο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος πως θα υπάρξει «αισθητή» μείωση του αριθμού των εισερχόμενων προσφύγων ή μεταναστών τονίζοντας πως θα ασκήσει μεγαλύτερες πιέσεις σε χώρες της ΕΕ να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν. Παράλληλα όμως αποκάλεσε «απάτη» την έννοια της «πολυπολιτισμικότητας» κάτι που από πολλούς ερμηνεύτηκε ως υποχώρηση από τις αρχικές θαρραλέες αποφάσεις της.
Στην ίδια ομιλία όμως η Μέρκελ μνημονεύοντας και τον Κόνραντ Αντενάουερ αναφώνησε «Μπορούμε να το κάνουμε!», εννοώντας να διαχειριστεί η Γερμανία και αυτή την πρόκληση.
Τελικά τι ήθελε να πει η κ.Μέρκελ η οποία κατάφερε να αποσπάσει την έγκριση του κόμματός της για το μεταναστευτικό πρόγραμμα;
Όπως φαίνεται αυτό που ήθελε να «περάσει» στο κόμμα και στην γερμανική κοινωνία είναι πως το μεγάλο στοίχημα στο εσωτερικό της χώρας-αλλά και το μεγάλο πρόβλημα που χρίζει αντιμετώπισης- είναι αυτό της επιτυχούς ενσωμάτωσης, η οποία θα μπορέσει να λειάνει και τις αντιδράσεις αλλά και να χαρίσει προοπτική σε όσους αναζητούν μια νέα ζωή στη Γερμανία.
Η ενσωμάτωση, βρίσκεται πλέον στον πυρήνα της μεταναστευτικής πολιτικής που σχεδιάζει η κυβέρνηση της Γερμανίας και αναμένεται να δούμε να αναπτύσσεται το 2016, αφού στόχος, όπως τονίζει η Κριστίν Λάγκερφελντ, επικεφαλής της γερμανικής ένωσης των οργανισμών που ασχολούνται με την μετανάστευση η οποία αποκωδικοποιεί τις τοποθετήσεις Μέρκελ που εν πολλοίς παρεξηγήθηκαν,δεν είναι μόνο η συνύπαρξη αλλά η πλήρης ένταξη στην γερμανική κοινωνία όλων των προσφύγων και μεταναστών και η εμπέδωση στους «νεοεισερχόμενους» πως αποτελούν ζωτικό μέρος της κοινωνίας.
Ακολουθώντας αυτή τη νέα λογική - που θα εκφραστεί και σε συγκεκριμένες πολιτικές - θα αποφευχθούν λογικές που επικράτησαν από τη δεκαετία του 1960 πχ για Τούρκους πολίτες που κατά κύματα μετανάστευσαν στη Γερμανία και τελικά δεν επέστρεψαν ποτέ στη χώρα τους, όπως κάποιοι πίστευαν. Η ανυπαρξία πολιτικών τους οδήγησε σε συνθήκες σχεδόν γκετοποίησης με μετανάστες δεύτερης γενιάς να μην μιλούν καν τη γερμανική γλώσσα και που επι δεκαετίες αποτελούν ένα ξένο σώμα στην κοινωνία. Παράλληλα με τη λογική της ενσωμάτωσης και όχι της απλής συνύπαρξης εκτιμάται πως θα αναχαιτιστούν και τα ξενοφοβικά ανακλαστικά που έχουν ενεργοποιηθεί και ενισχύονται από την αυξανόμενη ισλαμοφοβία λόγω της τρομοκρατίας, του φόβου της ανεργίας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης αλλά και της κριτικής που συχνά υπάρχει προς το ευρωπαϊκό...πείραμα και απαντάται με λογικές του έθνους - κράτους.
Γλώσσα και εργασία τα "κλειδιά" για την ενσωμάτωση
Πόσο έτοιμή όμως είναι η Γερμανία για να φέρει σε πέρας αυτή τη φιλόδοξη «επιθυμία» της Καγκελαρίου που πηγάζει από τα ίδια τα βιώματα της κοινωνίας στην οποία μεγάλωσε;
Ήδη στη χώρα έχουν ξεκινήσει συζητήσεις για τις μεγάλες αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν προκειμένου να εξυπηρετηθεί αυτός ο στόχος που κινείται σε δύο πυλώνες: την εκμάθηση της γλώσσας και την είσοδο στην αγορά εργασίας.
Το πρώτο πρόβλημα που θα πρέπει να λυθεί- και ήδη φαίνεται να υπάρχουν στα σκαριά αρκετές σκέψεις για την υιοθέτηση νέων πολιτικών- είναι αυτό της γραφειοκρατίας. Η κυβέρνηση δέχεται εισηγήσεις ώστε όσοι πρόσφυγες έχουν συγκεκριμένα επαγγελματικά προσόντα να μπορούν να «βγαίνουν» από τη διαδικασία του ασύλου και να λαμβάνουν αμέσως άδεια παραμονής και άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Έτσι κερδίζεται πολύτιμος χρόνος αφού ακόμη και στη Γερμανία η διαδικασία χορήγησης ασύλου καθυστερεί αφού ήταν «δομημένη» τη λογική της εξέτασης της αίτησης κατά περίπτωση και άτομο και όχι κατά εθνικές ομάδες όπως πχ οι Σύριοι πρόσφυγες πολέμου.
Ταυτόχρονα αναζητείται ο τρόπος, ώστε όσοι λαμβάνουν άδειες παραμονής να ξεκινούν αμέσως μαθήματα εκμάθησης της γερμανικής γλώσσας ώστε η πλήρης ένταξή τους στη γερμανική κοινωνία να επιταχυνθεί. Οι ίδιες οι εταιρείες μάλιστα, που αναζητούν εξειδικευμένο προσωπικό θα ήταν πρόθυμες όπως αναφέρει σε άρθρο του στην Wall Street Journal ο Κλάους Ζίμερμαν, διευθυντής του Ινστιτούτου για τη Μελέτη της Εργασίας στη Βόννη να μεριμνήσουν για την εκμάθηση της γλώσσας αλλά μόνο για το εργατικό δυναμικό που θα εγκατασταθεί μόνιμα στη χώρα.
Σύμφωνα δε με τα διαθέσιμα στοιχεία, από τους 1.000.000 πρόσφυγες και μετανάστες που έχουν αφιχθεί στη Γερμανία του 2015, μόνο το 1/5 θα μπορέσει βάσει του υφιστάμενου καθεστώτος θα μπορέσει μένοντας στη χώρα να βρει δουλειά ενώ από αυτούς το 50% εκτιμάται ότι θα μπορέσει να αποκατασταθεί εργασιακά μέσα σε μια 5ετία.