08 Δεκεμβρίου 2015

Γιατί η Νέα Δημοκρατία έφτασε ώς εδώ;


http://im1ns5.27210.gr/sites/default/files/imagecache/620x320/article/2015/47/189995-o_pleisthriasmos....jpgΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ*-Ε​​ίμαστε όλοι σύμφωνοι, νομίζω, πως από το 2009 η Νέα Δημοκρατία βιώνει μια σύνθετη κρίση ηγεσίας, ταυτότητας και στρατηγικής, που αποτυπώθηκε τόσο στα εκλογικά αποτελέσματα του κόμματος από το 2012 έως σήμερα όσο και στη γενικότερη πολιτική παρουσία της σε αυτά τα χρόνια, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί «άχρωμη». Η μεγάλη δυσκολία της Νέας Δημοκρατίας σήμερα είναι να πείσει όχι μόνο το εκλογικό σώμα αλλά ακόμη και τους οπαδούς και τα μέλη της πως δεν είναι ένα φθαρμένο προϊόν, ένας οργανισμός με ορατή ημερομηνία λήξης αλλά ένα κόμμα με προοπτική.Η κατάσταση αυτή έχει τις αιτίες της σε διάφορους παράγοντες, που συνοπτικά είναι οι παρακάτω:
α) Η απουσία αδιαμφισβήτητης ηγεσίας. Ο εκλεγμένος από την εκλογική βάση του κόμματος Αντ. Σαμαράς δεν αποτέλεσε έναν αδιαμφισβήτητο ηγέτη μακράς πνοής ακόμη και στις καλύτερες στιγμές του. Η επιρροή του περιορίστηκε σε τμήμα του σκληρού πυρήνα της Ν.Δ. καθώς πολύ γρήγορα έχασε τη φιλελεύθερη τάση του κόμματός του, που είτε ακολούθησε την Ντόρα Μπακογιάννη είτε κατευθύνθηκε στη συνέχεια προς άλλους χώρους (π.χ. Ποτάμι). Εξαιτίας των ανακολουθιών του (από σκληρός αντιμνημονιακός μετατράπηκε σε μνημονιακό) ο Αντ. Σαμαράς απώλεσε σταδιακά την αξιοπιστία του και τη γοητεία που ασκούσε ανάμεσα στους δικούς του οπαδούς, συμβάλλοντας έτσι στον ακραίο κατακερματισμό της Κεντροδεξιάς. Παρά την αγχωμένη νίκη του στις εκλογές του Ιουνίου 2012 δεν έγινε ποτέ ο αγαπημένος των κεντροδεξιών ψηφοφόρων, πολλοί εκ των οποίων τον ψήφισαν ως το λιγότερο κακό. Η άρνησή του να παραιτηθεί μετά την εκλογική ήττα του περασμένου Ιανουαρίου περιόρισε ακόμη περισσότερο την εμβέλεια και του ηγέτη και του κόμματος. Ο Αντώνης Σαμαράς, όμως, δεν ήταν το μόνο πρόβλημα στην ηγεσία. Ακόμη κι εκείνοι που ανταγωνίστηκαν μαζί του το 2009 για την ηγεσία του κόμματος ή τον αμφισβήτησαν αργότερα δεν είχαν ούτε απέκτησαν μέχρι σήμερα μεγαλύτερη απήχηση από αυτόν.
β) Το έλλειμμα στρατηγικής. Από το 2009 έως σήμερα η Ν.Δ. μετακινείται σαν εκκρεμές μεταξύ αντιμνημονιακών και μνημονιακών πολιτικών και συμπεριφορών. Αδυνατεί να πείσει πως διαθέτει κάποια άλλη πραγματιστική στρατηγική πέραν αυτής που υπαγορεύουν οι Ευρωπαίοι δανειστές. Αυτό σχετίζεται τόσο με την αδυναμία εκπόνησης ρεαλιστικών πολιτικών όσο και με τη δυσκολία να αποφασίσει ποιες κοινωνικές ομάδες θέλει να υποστηρίξει και ποιες να εγκαταλείψει. Σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, που δείχνει ξεκάθαρα ποιες είναι οι κοινωνικές του προτεραιότητες (δημόσιοι υπάλληλοι, συμβασιούχοι κ.ά.), η Ν.Δ. ταλαντεύεται αμήχανα προσπαθώντας να σταθεί στο πλευρό όλων και, τελικώς, δεν καταφέρνει να υποστηρίξει εμπράκτως κανέναν και δυσαρεστεί τους πάντες. Η Ν.Δ. συμπεριφέρεται σαν πολυσυλλεκτικό κόμμα εξουσίας σε δικομματικό τοπίο ενώ έχουμε φύγει από εκεί.

γ) Η θολή αξιακή ταυτότητα. Πέραν της οικονομίας, η Ν.Δ. δυσκολεύεται να δείξει πάνω σε ποιο σώμα κοινωνικών αξιών στηρίζεται. Αλλοτε είναι πιο κοντά σε συντηρητικές θέσεις και ακροατήρια και άλλοτε υιοθετεί φιλελεύθερες θέσεις ιδιαίτερα σε θέματα ανεκτικότητας. Κάθε φορά που ανακύπτει ένα τέτοιας υφής ζήτημα (π.χ. σύμφωνο συμβίωσης) η Ν.Δ. διχάζεται στο εσωτερικό της και στην πράξη αυτοακυρώνεται, καθώς δεν εκπέμπει ούτε συντηρητισμό ούτε φιλελευθερισμό αλλά «θόρυβο» και αμηχανία. Δεν είναι το μοναδικό κεντροδεξιό κόμμα στην Ευρώπη που έχει αντιφατικές στάσεις σε τέτοια θέματα, αλλά είναι ίσως το μόνο που έχει τόση δυσκολία να μπολιάσει τα παραδοσιακά του ακροατήρια με πιο κοσμοπολίτικες κουλτούρες.

δ) Η ένδεια στελεχών. Μοιάζει παράδοξο, αν όχι εξωφρενικό, το κόμμα του οποίου η νεολαία αναδεικνύεται συνεχώς νικήτρια στις φοιτητικές εκλογές τις τελευταίες δεκαετίες, να μην έχει κατορθώσει μια ανανέωση της προκοπής και να μην έχει στις τάξεις του έναν σημαντικό όγκο ικανών στελεχών νεότερης γενιάς προκειμένου να οργανώσουν το κόμμα, αλλά και να θέλξουν τους ψηφοφόρους. Ουσιαστικά, η Ν.Δ. δείχνει ένα γεροντικό και παλαιομοδίτικο κόμμα που η κοινωνική του βάση (ψηφοφόροι άνω των 55 ετών, μεγάλο μέρος εκ των οποίων ζει στην περιφέρεια ή στα εύπορα προάστια) δείχνει να ανήκει ουσιαστικά στον προηγούμενο αιώνα. Η δυσκολία ανάδειξης νέων ικανών στελεχών ενισχύει την κοινωνική απομόνωση της Νέας Δημοκρατίας από τα πιο δυναμικά στρώματα, που όταν επιλέγουν να την ψηφίσουν το κάνουν ως αναγκαίο κακό και όχι ως θετική επιλογή.
Συνοπτικά, για όλους τους παραπάνω λόγους και ίσως για αρκετούς άλλους, η Ν.Δ. δείχνει να έχει κλείσει τον ιστορικό της κύκλο. Οποιος κι αν εκλεγεί τις επόμενες εβδομάδες, μακροπρόθεσμα, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας δεν δείχνει ικανό να βρει την απαιτούμενη δυναμική όχι μόνο για να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, αλλά γενικότερα για να ηγηθεί της ελληνικής κοινωνίας. Αν κάτι χρειάζεται η Κεντροδεξιά άμεσα δεν είναι απλώς μια νέα ηγεσία, αλλά μια αδιαμφισβήτητη ηγεσία, που θα μπορέσει να επανασυσπειρώσει τον χώρο και θα αποτρέψει τις κεντρόφυγες τάσεις. Αυτό όμως δεν είναι μια απλή υπόθεση.
* Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.