Του Γεράσιμου Μακρή-Η οργάνωση Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ), ιδρυτής
χαλιφάτου στο Ιράκ και τη Συρία, αποτελεί ένα θανατηφόρο συνδυασμό
θρησκείας και πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Αν και μπορεί να ενταχθεί στη
λογική της ισλαμικής παράδοσης, που δεν διακρίνει ευκρινώς τη θρησκεία
από την πολιτική, την ίδια στιγμή εναντιώνεται σε όλες τις κυρίαρχες
ισλαμικές αντιλήψεις περί διακυβέρνησης και ισλαμικού νόμου. Αν στον
ισλαμικό κόσμο υπήρχε κάποιας μορφής κεντρική θρησκευτική εξουσία, είναι
μάλλον βέβαιο ότι το ΙΚ θα είχε καταδικαστεί ως αιρετική και
μισαλλόδοξη διαστροφή της πραγματικής πίστης.
Η οργάνωση έχει τις ρίζες της σε ομάδες
παρακλάδια/franchise της al-Qāʽida, που λειτουργούσαν ήδη από το 1999
στην Ιορδανία και στο Αφγανιστάν υπό τον Abū Muṣ‘ab al-Zarqāwī.
Αναμφίβολα όμως, η οργάνωση αναπτύσσεται στο πλαίσιο του
κοινωνικοπολιτικού χάους που επιφέρει η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, η
ανατροπή του (σουνίτη) δικτάτορα Ṣaddām Ḥusayn (2003) και η συνακόλουθη
εγκαθίδρυση της πλειοψηφικής σιιτικής κυβέρνησης του πρωθυπουργού Hasan
al-Mālikī (2006-14).
Στο πλαίσιο της αμερικανικής κατοχής, η
σκληρή πολιτική του al-Mālikī απέναντι στη σχεδόν δαιμονοποιημένη
σουνιτική μειοψηφία, η προσπάθεια εξάλειψης κάθε ίχνους του σανταμικού
κόμματος Μπάαθ από τον κρατικό μηχανισμό και η απίστευτη κρατική
διαφθορά, κατανοήθηκαν από τους σουνίτες ως "άλωση του κράτους” από τους
(δημοκρατικά εκλεγμένους, είναι η αλήθεια) σιίτες και τις ένοπλες
πολιτοφυλακές τους που υποστήριζαν την κυβέρνηση. Αυτό οδήγησε αρκετούς
σουνίτες και πρώην στρατιωτικούς του Μπάαθ προς τον ριζοσπαστικό
τζιχαντισμό που εκπροσωπούσε μεταξύ άλλων το πρώιμο ΙΚ, που τότε
ονομαζόταν Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ. Συν τω χρόνω, η οργάνωση προσέλκυσε
ξένους μαχητές από τον ευρύτερο ισλαμικό κόσμο και τη Δύση, στο όνομα
της εκδίωξης των Αμερικανών απίστων και των σιιτών συμμάχων τους.
Η έναρξη το 2011 του πολέμου στη Συρία,
μια πλειοψηφικά σουνιτική χώρα, πρόσφερε στην οργάνωση μια επιπλέον πηγή
στρατολόγησης σουνιτών ισλαμιστών, αλλά και εκτάσεις πέρα από κάθε
στρατιωτικό έλεγχο. Καταργώντας ουσιαστικά τα σύνορα μεταξύ Ιράκ και
Συρίας, η οργάνωση εγκατέστησε την επικυριαρχία της σε μια περιοχή
έκτασης ανάλογης με αυτή της Μεγάλης Βρετανίας, συχνά με τη βοήθεια ή
την ανοχή των εντόπιων φυλών ή εξ αιτίας του φόβου αντιποίνων.
Το 2014 η οργάνωση μετονομάστηκε σε ΙΚ
και ανακήρυξε τα υπό κατάληψη εδάφη της χαλιφάτο με αρχηγό τον από το
2010 ηγέτη της, Abū Bakr al-Baghdādī.
Το χαλιφάτο αποτελεί τύπο σουνιτικής
διακυβέρνησης που απαντάται στην ισλαμική ιστορία. Ως κοινωνικό και
πολιτικό πρόταγμα, η έννοια του χαλιφάτου δρα νομιμοποιητικά, συνδέοντας
το ΙΚ με τη μακρά ιστορική παράδοση του Ισλάμ. Οικονομικά, το χαλιφάτο
αντλεί πόρους από το λαθρεμπόριο πετρελαίου και την υποστήριξη
σουνιτικών κύκλων των κρατών του Περσικού Κόλπου, της Σαουδικής Αραβίας
και της Τουρκίας. Στρατιωτικά, η εξάπλωσή του οφείλεται κυρίως στη
διαφθορά και έλλειψη οργάνωσης στις τάξεις του ιρακινού στρατού, καθώς
και στις πολιτικές βλέψεις και έριδες μεταξύ των αντιπάλων του. Μην
ξεχνάμε ότι το ΙΚ αποτελεί για κάποιους εμπόδιο στη σιιτική ιρανική
επέκταση στη Μέση Ανατολή, αλλά και στην περαιτέρω ισχυροποίηση των
Κούρδων.
Σε καμία περίπτωση το ΙΚ δεν πρέπει να
κατανοηθεί ως μια έστω ακραία μορφή Ισλάμ. Πρόκειται μάλλον για
καρκίνωμα στο σώμα της ισλαμικής παράδοσης. Σίγουρα ξεπηδά από τα
σπλάχνα της, όπως κάθε καρκίνος, στην ουσία όμως διαστρέφει τη λογική
της και προδίδει τη μακραίωνη κοινωνική και πολιτισμική κληρονομιά της.
Τα τρία χαρακτηριστικά που καταδεικνύουν
τον ουσιαστικά αιρετικό χαρακτήρα του ΙΚ, είναι το δόγμα περί
αποστασίας (takfīr), η αντίληψή της βίας ως εργαλείου πολιτικού ελέγχου,
και η αποκαλυπτική διάσταση του σκοτεινού οράματος της οργάνωσης.
Ο όρος takfīr αναφέρεται στη δυνατότητα
των θεολόγων-νομοδιδασκάλων (συχνά αναφέρονται στα ελληνικά ως μουλάδες)
να ανακηρύξουν αποστάτη έναν μουσουλμάνο, οδηγώντας τον σε ακραίες
περιπτώσεις στην εκτέλεση. Το ζήτημα έχει διχάσει τους τζιχαντιστές.
Κάποιοι βλέπουν το takfīr ως κατηγορία που μπορεί να επιρριφθεί σε
μεμονωμένα άτομα μόνο μετά από αιτιολογημένη απόφαση θεολόγων-νομικών.
Άλλοι, όπως το ΙΚ, βλέπουν το takfīr ως κατηγορία που μπορεί να
επιρριφθεί σε ολόκληρους πληθυσμούς, διότι δεν αντιστάθηκαν σ’ ένα
θεωρούμενο αντι-ισλαμικό καθεστώς, όπως η σιιτική κυβέρνηση του Ιράκ και
η αλεβιτική (σιιτική) κυβέρνηση της Συρίας.
Πρόκειται για μια ακραία εκδοχή των
θέσεων "η σιωπή είναι συνενοχή” και "όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι
εναντίον μας”, που επιτρέπει στο ΙΚ το σφαγιασμό όχι μόνον σιτών και
άλλων αιχμαλώτων, αλλά και ολόκληρων πληθυσμών που δεν χωρούν στο
σχεδιασμό τους, για πολιτικούς ή στρατιωτικούς λόγους. Εξ ου και η
καταδίκη εκ μέρους της οργάνωσης όλων εκείνων των προσφύγων που
απέρριψαν τον "παράδεισο” του χαλιφάτου για την "κόλαση” της άπιστης
Δύσης.
Η αντίληψη αυτή περί συλλογικής
αποστασίας ερμηνεύει την ακολουθούμενη από το ΙΚ στρατηγική
χρησιμοποίηση της βίας ως εργαλείου πολιτικού ελέγχου. Η χρησιμοποίηση
της βίας ως θεάματος (ας θυμηθούμε τα σχετικά βίντεο στο Διαδίκτυο) δεν
στοχεύουν απλώς στην τρομοκράτηση εσωτερικών και εξωτερικών αντιπάλων.
Εντάσσονται παράλληλα στο δόγμα (ιερού) πολέμου που αναπτύσσει στο
βιβλίο Η Διαχείριση της Βαρβαρότητας ο Abū Bakr Najī (1961-2008),
αρχηγός επικοινωνίας και προπαγάνδας της al-Qāʽida. Αξίζει να πούμε δυο
λόγια για το βιβλίο αυτό, καθώς ερμηνεύει αρκετά καλά το βίαιο πρόσωπο
του ΙΚ.
Το κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου αφορά
στην ανάγκη δημιουργίας ζωνών έξω από κάθε κρατική εξουσία, στις οποίες
να επικρατεί βία και αναρχία. Σκοπός είναι η όξυνση του θρησκευτικού
και εθνικιστικού ριζοσπαστισμού, συνθηκών που επιτρέπουν την επιτυχή
διείσδυση, στρατολόγηση και εκπαίδευση τζιχαντιστών μαχητών. Μόλις αυτό
επιτευχθεί, ακολουθεί η εκ μέρους των τζιχαντιστών διαχείριση της
κατάστασης βαρβαρότητας (την οποία οι ίδιοι δημιούργησαν) μέσω της
επιβολής του ισλαμικού νόμου, της παροχής ασφάλειας και νομιμότητας,
καθώς και της δημιουργίας και εγκαθίδρυσης οιονεί κρατικών θεσμών. Στο
πλαίσιο αυτό, οι εντόπιοι πληθυσμοί πείθονται ή εξαναγκάζονται να
υποστηρίξουν την οργάνωση, ως μοναδική εγγυήτρια δύναμη σε ένα βίαιο
σύμπαν.
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του εγχειρήματος
που περιγράφει το βιβλίο, βρίσκεται στη δημιουργική σύνθεση ενός
εξεγερσιακού ακτιβισμού, πολεμικής στρατηγικής και ισλαμικής θεολογίας.
Τα κορανικά χωρία αφθονούν, οι αναφορές του συγγραφέα σε στρατιωτικές
επιχειρήσεις του πρώιμου Ισλάμ φωτίζουν το σήμερα, μαζί με
παραλληλισμούς προερχόμενους από τον πόλεμο του Αφγανιστάν και άλλες
συρράξεις.
Παρόλο το ισλαμικό του επικάλυμμα όμως,
το δόγμα της διαχείρισης της βαρβαρότητας που περιγράφει με γλαφυρότητα
το βιβλίο και ακολουθεί η οργάνωση ΙΚ πόρρω απέχει από την ισλαμική
"ορθοδοξία”, όσο διασταλτικά και αν την ερμηνεύσει κανείς. Αυτό το έχουν
επανειλημμένως καταδείξει πολλοί μουσουλμάνοι διανοούμενοι, οι οποίοι
όμως συχνά θεωρούνται υπηρέτες αλλότριων συμφερόντων. Ο λόγος περί
διαπλοκής και η συνολική απαξία των παραδοσιακών πολιτικών δομών δεν
αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα.
Το ίδιο διεστραμμένος όσον αφορά την
ευρέως παραδεκτή ισλαμική θεολογική γραμματεία και παράδοση, είναι και ο
αποκαλυπτικός χαρακτήρας της οργάνωσης ΙΚ. Αυτός της επιτρέπει να
παρουσιάζει τον εαυτό της ως πρωταγωνιστή στον κοσμικών διαστάσεων
πόλεμο μεταξύ Καλού και Κακού, που θα λάβει χώρα στις έσχατες ημέρες.
Ενδεικτικό είναι ότι το περιοδικό της οργάνωσης ονομάζεται Dabīq, όνομα
τοποθεσίας κοντά στο Χαλέπι, όπου σύμφωνα με την ισλαμική αποκαλυπτική
γραμματεία, θα λάβει χώρα η νικηφόρα για τους μουσουλμάνους μάχη του
Αρμαγεδδώνα, που θα οδηγήσει στην παγκόσμια επικράτησή τους. Πρόκειται
και εδώ για μια κακοποίηση ισλαμικών δογμάτων από επικίνδυνους ζηλωτές,
που έχουν αυτοαναγορευθεί σε αντιπροσώπους ολόκληρου του ισλαμικού
κόσμου, σκοτώνοντας όποιον τους αντιστέκεται, μουσουλμάνο ή μη. Στα
χέρια τους, η πλούσια και πολυποίκιλη ισλαμική παράδοση καταντά ένα
δαιμονικό σκιάχτρο που ξερνά μίσος και θάνατο.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η οργάνωση
ΙΚ δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με όρους του αφελούς και καταχρηστικού
σχήματος περί "σύγκρουσης πολιτισμών”, ούτε με οιμωγές περί θανάσιμου
κινδύνου της Δύσης. Τέτοιες απόψεις εδράζονται σε ιδεολογικά φορτισμένες
και μονομερείς αντιλήψεις περί ιστορικής αλλαγής και σε απύθμενη
έλλειψη γνώσης ακόμη και των βασικών θεολογικών και κοινωνιολογικών
στοιχείων της ισλαμικής παράδοσης. Όποτε εγκληματικές οργανώσεις, όπως
το ΙΚ και προηγουμένως η al-Qāʽida, εντάχθηκαν στο όνομα της
καταπολέμησής τους σε κυρίαρχα ιδεολογικά ολοποιητικά σχήματα τύπου
"άσπρο-μαύρο”, η κατάσταση περιπλέχθηκε ακόμη περισσότερο και τα θύματα
ένθεν κακείθεν πολλαπλασιάστηκαν.
*Ο Γεράσιμος Μακρής είναι καθηγητής
της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας των Ισλαμικών Κοινωνιών και του Ευρύτερου
Μεσανατολικού Χώρου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο