Χορός ιερατικός. Οριστικώς και αμετακλήτως αντρικός. Τουτέστιν
αυτονόητα αντρίκιος. Μοναχικός, σεμνός και αργόσυρτος. Ο επονομαζόμενος
και «χορός του αετού». Οι ειδικοί ισχυρίζονται ότι διασώζει φρυγικές καταβολές μυσταγωγικής
ιερουργίας. Ψάχνουν τα γεννοφάσκια του στις αμμουδερές ακτές της Ιωνίας•
στα χώματα που ο άνθρωπος πρωτάρχισε να βάζει ερωτήματα στον εαυτό του,
να θέτει τα όρια ανάμεσα στη «φύση» και στο «νόμο», να γυρεύει τη θέση
του από τη μια στην απλοχωριά της συμπαντικής κοσμογονίας και από την
άλλη στο «πατείς με πατώ σε» της αναγκαστικής και αναγκαίας συνύπαρξης
με τους άλλους.
Η εκτέλεσή του αυστηρά προσωπική υπόθεση του μύστη που μέσα σε μόλις ένα τετραγωνικό μέτρο λαξεύει τα πετρώματα της ψυχής του πάνω σε βήμα αργό, βαρύ, λεβέντικο και ενίοτε σπαρασσόμενο. Είναι η ώρα που ο χρόνος παγώνει και τότε αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει να συνυπάρχουν η ένταση και η διάρκεια. Είναι η ώρα που το τελετουργικό δεν επιδέχεται ούτε διακοπές ούτε γέλωτες και φωνασκίες. Στην εκκλησία διακόπτεις τον παπά;
Τα πατήματα του ζεϊμπέκη δεν είναι παρά το γνήσιο της υπογραφής του πάνω σε αυτό που υπό τους ήχους της κοχλάζουσας χύτρας των παθών του σηκώθηκε να ιστορήσει και να μαρτυρήσει ενώπιον της παρέας, ενώπιον των έμπιστων εταίρων. Αδούλωτα και ντόμπρα, όμορφα και με ευγένεια. Με το τσιγάρο καρφωμένο στο φράχτη των δοντιών, ενίοτε κρατώντας το μισογεμάτο του ποτήρι, με τα αργόσυρτα βήματα να υπακούουν στην ιερότητα της στιγμής, με την κεφαλή κατά το πλείστον γερμένη με ταπεινή γενναιοφροσύνη εμπρός.
Αδιάλλακτα αρνούμενος τις γελοίες και κομπλεξικές ακροβασίες, τα τινάγματα και τα ψαλίδια που δελεάζουν τα θαυμαστικά επιφωνήματα των θηλέων της πίστας. Περιφρονώντας τις εκφυλιστικές πιρουέτες του συρμού. Αδιαφορώντας για τις νόρμες που επιβάλλει η αγοραία αισθητική της ρεκλάμας. Δίχως τον κυκλικό περιστοιχισμό από παλαμακιστές αυλοκόλακες. Ο χορός του συνώνυμο της περηφάνιας του αλλά και του σεβασμού του προς τους εταίρους, απέριττη εξομολόγηση και μαζί ομολογία ταυτότητας. Απογύμνωσις εαυτού. Αναστοχασμός, συνομιλία με τα πράγματα, ανακύκλωση της ζωής του. Κάθε κίνηση και μια στιγμή του ψυχικού του βίου. Είπαμε χορός του αετού. Με πρόλογο, κύριο θέμα και επίλογο. Αφήγηση με εσωτερική ενότητα, συνοχή και πειστικότητα. Και ο «αετός» δεν χορεύει για να αρέσει. Ουδόλως τον απασχολεί. Ο «αετός» χορεύει με τον «πρωτογονισμό» της διονυσιακής μέθης. Απευθυνόμενος απροσποίητα εις εαυτόν και διαλεγόμενος με την Κλωθώ της προσωπικής του ειμαρμένης. Υπόθεση αυστηρά προσωπική και συνεπώς σοβαρή, αυστηρώς ακατάλληλη για χασκογελώντα κνώδαλα και επίδοξους μνηστήρες. Υπόθεση «πριβέ». Και μόνο «πριβέ».
Ζεϊμπέκης είναι ο Ζορμπάς που αναλαμβάνει να διδάξει τον ανεπίδεκτο ορχήσεως Καζαντζάκη. Είναι ο Τσαρούχης με τα υγρά μάτια που χορεύει με τη λογική του απέριττου τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» ή το «Θα κάνω ντου βρε πονηρή». Είναι ο ρεμπέτης που συλλαβίζει τον κώδικα των αξιών και της αισθητικής ενός άλλου κόσμου δυσχερώς βιοποριζόμενου και κοινωνικά αποκλεισμένου. Είναι ο φαντάρος που πίνει βερεσέ στο παλιό καφενείο και ραγίζει με τα άρβυλα το ξέθωρο δάπεδο. Είναι ο πρωτοξάδερφος του Κατράκη που χορεύει τον θρυλικό πυρρίχιο. Είναι ο πρόσφυγας παππούς που σηκώνεται από το κάθισμα και ανοίγει σαν βεντάλια τη ζωή του μοιράζοντας σε δικούς και φίλους την ψίχα της αναπόλησης των αλησμόνητων πατρίδων που αχνίζει ακόμα. Είναι ο πατέρας που γυρίζει κατάκοπος από το γιαπί ή το λατομείο και χορεύει τον αργό Αϊβαλιώτικο ζεϊμπέκικο για να δηλώσει την πύρινη προσδοκία του να σπουδάσουν τα παιδιά του. Πόνος, αδικία, θάνατος, θρήνος, απώλεια, ανεκπλήρωτη προσδοκία, έρωτας: τα βασικά στημόνια του αρχαϊκού αυτού χορού.
Ο ζεϊμπέκικος δεν είναι και ούτε μπορεί ποτέ να γίνει συγκάτοικος της ευκολίας. Ευκολία τον κατάντησε το star system της επιδεικτικής κουφότητας στη βάση μιας βολικής συνομολογούμενης στρέβλωσης των ορισμών που υπακούει στο δόγμα ότι «όλοι μπορούν να τα κάνουν όλα». Ο Τσαρούχης έγραψε ότι είναι χορός ερμητικός που τον καταλαβαίνουν μόνο αυτοί που διαθέτουν ορφική μύηση. Ο ζεϊμπέκικος δεν είναι ούτε ελαφρύς ούτε επιδεικτικός. Κουφότητα και επίδειξη τον κατάντησαν τα στίφη των νεόπλουτων που αδημονούν να διαγ(κ)ωνισθούν στον λουλουδοπόλεμο της αθηναϊκής πίστας του Σαββάτου. Τον εκχυδαΐσανε οι ψευτόμαγκες θιασώτες του εθνικού χαβαλέ αφού τον ενταφιάσανε στα χρυσά μανικετόκουμπα της άμουσης ζωής τους, στους τέσσερις τροχούς του απαστράπτοντος τροχοφόρου, στην εκδρομική λογική της άφιλης παρέας, στα φουλάρια της δήθεν λογιοσύνης που καταδέχεται να εκχωρηθεί έστω για λίγο στο «ρίξε και εσύ μια γυροβολιά», στις ψηλοτάκουνες γόβες της ημίγυμνης που θα συνοδεύσει τον γυροβολιάρη κροτούσα τις χείρες με φειδώ φοβούμενη μη χαλάσει το νέο ονυχοπλαστικό κατόρθωμα.
Το πλέον οχληρό είναι ότι μεταπολιτευτικά ο ζεϊμπέκικος βάλλεται συστηματικά από τον λαϊκισμό της πολιτικής εξουσίας που συνηθίζει να επιδίδεται σε μοδάτες γυροβολιές προς τέρψη των πέριξ παλαμακιστών και βολεμένων πραιτωριανών. Ο ζεϊμπέκικος της εξουσίας δεν είναι παραφθορά ενός πολιτισμικού φαινομένου που εύλογα συρρικνώνεται λόγω των αναγκών και απαιτήσεων της νέας εποχής. Είναι εμπρόθετη στρέβλωση αλλά και πολιτισμική απρέπεια που μετέτρεψε την ανάγκη της έκφρασης σε σκοπιμότητα. Την ιερότητα της μοναχικής «έκθεσης» σε κακόγουστη πανηγυρτζίδικη φιέστα. Την κουλτούρα σε αμάθεια. Το συναίσθημα σε λαϊκή αγορά. Την έννοια του έμπιστου συντρόφου σε ενεργούμενο της ξένης βούλησης που αρέσκεται σε θωπείες. Τη γνήσια λαϊκότητα σε αχταρμά λαϊκίστικης υπεραπλούστευσης. Τον προσωπικό και ομολογιακό χαρακτήρα της όρχησης σε οχλαγωγία της πίστας. Την αναζήτηση πολιτισμικών αναγωγών σε ηχηρή υποκουλτούρα της μάζας.
Τον αργόσυρτο ρυθμό σε ρυθμό «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε». Τη μύηση σε ακριτομυθία. Τη σοβαρότητα σε κραυγαλέα σαχλότητα. Κρίμα. Και είναι τόσο ωραία η λέξη «ζεϊμπέκικο(ς)».
«Όμως βλέπεις μερικές φορές», γράφει σε δημοσίευμά του ο Διονύσης Χαριτόπουλος, «κάτι παλικάρια να γεμίζουν την πίστα με ήθος και λεβεντιά που σε κάνουν να ελπίζεις όχι απλώς για τον συγκεκριμένο χορό, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο».
Θεοδόσης Ν. Νικολαΐδης
Η εκτέλεσή του αυστηρά προσωπική υπόθεση του μύστη που μέσα σε μόλις ένα τετραγωνικό μέτρο λαξεύει τα πετρώματα της ψυχής του πάνω σε βήμα αργό, βαρύ, λεβέντικο και ενίοτε σπαρασσόμενο. Είναι η ώρα που ο χρόνος παγώνει και τότε αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει να συνυπάρχουν η ένταση και η διάρκεια. Είναι η ώρα που το τελετουργικό δεν επιδέχεται ούτε διακοπές ούτε γέλωτες και φωνασκίες. Στην εκκλησία διακόπτεις τον παπά;
Τα πατήματα του ζεϊμπέκη δεν είναι παρά το γνήσιο της υπογραφής του πάνω σε αυτό που υπό τους ήχους της κοχλάζουσας χύτρας των παθών του σηκώθηκε να ιστορήσει και να μαρτυρήσει ενώπιον της παρέας, ενώπιον των έμπιστων εταίρων. Αδούλωτα και ντόμπρα, όμορφα και με ευγένεια. Με το τσιγάρο καρφωμένο στο φράχτη των δοντιών, ενίοτε κρατώντας το μισογεμάτο του ποτήρι, με τα αργόσυρτα βήματα να υπακούουν στην ιερότητα της στιγμής, με την κεφαλή κατά το πλείστον γερμένη με ταπεινή γενναιοφροσύνη εμπρός.
Αδιάλλακτα αρνούμενος τις γελοίες και κομπλεξικές ακροβασίες, τα τινάγματα και τα ψαλίδια που δελεάζουν τα θαυμαστικά επιφωνήματα των θηλέων της πίστας. Περιφρονώντας τις εκφυλιστικές πιρουέτες του συρμού. Αδιαφορώντας για τις νόρμες που επιβάλλει η αγοραία αισθητική της ρεκλάμας. Δίχως τον κυκλικό περιστοιχισμό από παλαμακιστές αυλοκόλακες. Ο χορός του συνώνυμο της περηφάνιας του αλλά και του σεβασμού του προς τους εταίρους, απέριττη εξομολόγηση και μαζί ομολογία ταυτότητας. Απογύμνωσις εαυτού. Αναστοχασμός, συνομιλία με τα πράγματα, ανακύκλωση της ζωής του. Κάθε κίνηση και μια στιγμή του ψυχικού του βίου. Είπαμε χορός του αετού. Με πρόλογο, κύριο θέμα και επίλογο. Αφήγηση με εσωτερική ενότητα, συνοχή και πειστικότητα. Και ο «αετός» δεν χορεύει για να αρέσει. Ουδόλως τον απασχολεί. Ο «αετός» χορεύει με τον «πρωτογονισμό» της διονυσιακής μέθης. Απευθυνόμενος απροσποίητα εις εαυτόν και διαλεγόμενος με την Κλωθώ της προσωπικής του ειμαρμένης. Υπόθεση αυστηρά προσωπική και συνεπώς σοβαρή, αυστηρώς ακατάλληλη για χασκογελώντα κνώδαλα και επίδοξους μνηστήρες. Υπόθεση «πριβέ». Και μόνο «πριβέ».
Ζεϊμπέκης είναι ο Ζορμπάς που αναλαμβάνει να διδάξει τον ανεπίδεκτο ορχήσεως Καζαντζάκη. Είναι ο Τσαρούχης με τα υγρά μάτια που χορεύει με τη λογική του απέριττου τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» ή το «Θα κάνω ντου βρε πονηρή». Είναι ο ρεμπέτης που συλλαβίζει τον κώδικα των αξιών και της αισθητικής ενός άλλου κόσμου δυσχερώς βιοποριζόμενου και κοινωνικά αποκλεισμένου. Είναι ο φαντάρος που πίνει βερεσέ στο παλιό καφενείο και ραγίζει με τα άρβυλα το ξέθωρο δάπεδο. Είναι ο πρωτοξάδερφος του Κατράκη που χορεύει τον θρυλικό πυρρίχιο. Είναι ο πρόσφυγας παππούς που σηκώνεται από το κάθισμα και ανοίγει σαν βεντάλια τη ζωή του μοιράζοντας σε δικούς και φίλους την ψίχα της αναπόλησης των αλησμόνητων πατρίδων που αχνίζει ακόμα. Είναι ο πατέρας που γυρίζει κατάκοπος από το γιαπί ή το λατομείο και χορεύει τον αργό Αϊβαλιώτικο ζεϊμπέκικο για να δηλώσει την πύρινη προσδοκία του να σπουδάσουν τα παιδιά του. Πόνος, αδικία, θάνατος, θρήνος, απώλεια, ανεκπλήρωτη προσδοκία, έρωτας: τα βασικά στημόνια του αρχαϊκού αυτού χορού.
Ο ζεϊμπέκικος δεν είναι και ούτε μπορεί ποτέ να γίνει συγκάτοικος της ευκολίας. Ευκολία τον κατάντησε το star system της επιδεικτικής κουφότητας στη βάση μιας βολικής συνομολογούμενης στρέβλωσης των ορισμών που υπακούει στο δόγμα ότι «όλοι μπορούν να τα κάνουν όλα». Ο Τσαρούχης έγραψε ότι είναι χορός ερμητικός που τον καταλαβαίνουν μόνο αυτοί που διαθέτουν ορφική μύηση. Ο ζεϊμπέκικος δεν είναι ούτε ελαφρύς ούτε επιδεικτικός. Κουφότητα και επίδειξη τον κατάντησαν τα στίφη των νεόπλουτων που αδημονούν να διαγ(κ)ωνισθούν στον λουλουδοπόλεμο της αθηναϊκής πίστας του Σαββάτου. Τον εκχυδαΐσανε οι ψευτόμαγκες θιασώτες του εθνικού χαβαλέ αφού τον ενταφιάσανε στα χρυσά μανικετόκουμπα της άμουσης ζωής τους, στους τέσσερις τροχούς του απαστράπτοντος τροχοφόρου, στην εκδρομική λογική της άφιλης παρέας, στα φουλάρια της δήθεν λογιοσύνης που καταδέχεται να εκχωρηθεί έστω για λίγο στο «ρίξε και εσύ μια γυροβολιά», στις ψηλοτάκουνες γόβες της ημίγυμνης που θα συνοδεύσει τον γυροβολιάρη κροτούσα τις χείρες με φειδώ φοβούμενη μη χαλάσει το νέο ονυχοπλαστικό κατόρθωμα.
Το πλέον οχληρό είναι ότι μεταπολιτευτικά ο ζεϊμπέκικος βάλλεται συστηματικά από τον λαϊκισμό της πολιτικής εξουσίας που συνηθίζει να επιδίδεται σε μοδάτες γυροβολιές προς τέρψη των πέριξ παλαμακιστών και βολεμένων πραιτωριανών. Ο ζεϊμπέκικος της εξουσίας δεν είναι παραφθορά ενός πολιτισμικού φαινομένου που εύλογα συρρικνώνεται λόγω των αναγκών και απαιτήσεων της νέας εποχής. Είναι εμπρόθετη στρέβλωση αλλά και πολιτισμική απρέπεια που μετέτρεψε την ανάγκη της έκφρασης σε σκοπιμότητα. Την ιερότητα της μοναχικής «έκθεσης» σε κακόγουστη πανηγυρτζίδικη φιέστα. Την κουλτούρα σε αμάθεια. Το συναίσθημα σε λαϊκή αγορά. Την έννοια του έμπιστου συντρόφου σε ενεργούμενο της ξένης βούλησης που αρέσκεται σε θωπείες. Τη γνήσια λαϊκότητα σε αχταρμά λαϊκίστικης υπεραπλούστευσης. Τον προσωπικό και ομολογιακό χαρακτήρα της όρχησης σε οχλαγωγία της πίστας. Την αναζήτηση πολιτισμικών αναγωγών σε ηχηρή υποκουλτούρα της μάζας.
Τον αργόσυρτο ρυθμό σε ρυθμό «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε». Τη μύηση σε ακριτομυθία. Τη σοβαρότητα σε κραυγαλέα σαχλότητα. Κρίμα. Και είναι τόσο ωραία η λέξη «ζεϊμπέκικο(ς)».
«Όμως βλέπεις μερικές φορές», γράφει σε δημοσίευμά του ο Διονύσης Χαριτόπουλος, «κάτι παλικάρια να γεμίζουν την πίστα με ήθος και λεβεντιά που σε κάνουν να ελπίζεις όχι απλώς για τον συγκεκριμένο χορό, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο».
Θεοδόσης Ν. Νικολαΐδης