Η Ευρώπη οφείλει να στηρίξει την
Ελλάδα, τη στιγμή που η χώρα μας καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες για να
διαχειρισθεί το προσφυγικό ζήτημα. Η σχετική παραδοχή του προέδρου του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, κατά την επίσκεψή του στην
Ελλάδα, ενισχύει την ελληνική φωνή και μπορεί να αποτελέσει ένα αιχμηρό
βέλος στη διαπραγματευτική φαρέτρα της Αθήνας.
Είναι ξεκάθαρο ότι, όντως, όπως επισήμανε ο πρωθυπουργός, «η Ελλάδα έχει
αναλάβει ευθύνες που ξεπερνούν τις δυνατότητές της και αποτελεί
εμπροσθοφυλακή για την Ευρώπη στο θέμα». Μια σωστά σχεδιασμένη
προσέγγιση, με ξεκάθαρα επιχειρήματα, σε πνεύμα κοινοτικής συνεργασίας
και όχι σύγκρουσης και εκτόξευσης κατηγοριών, μπορεί να αποφέρει οφέλη
στη χώρα, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη χρηματοδότηση.
Η καταγγελτική ρητορική ενάντια σε «απάνθρωπους» Ευρωπαίους, σε αντιδιαστολή με τους ευαίσθητους και αξιοπρεπείς Ελληνες, είναι διαστρεβλωτική και εσφαλμένη. Μπορεί να έχει απήχηση σε ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά δεν αντανακλά την πραγματικότητα και δεν βοηθάει στην εξασφάλιση καλύτερης μεταχείρισης από τους εταίρους της. Το να αναδεικνύεις ένα μείζον θέμα που σε πλήττει, και να πιέζεις για να εξασφαλίσεις την κατανόηση που δικαιούσαι, είναι ορθό. Το να επιτίθεσαι και να «προειδοποιείς» την Ευρώπη, τη στιγμή που την έχεις ανάγκη, είναι λάθος.
Ο κ. Σουλτς τόνισε ότι η Ευρώπη πρέπει να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της προς την Ελλάδα, η οποία έχει υποστεί τεράστια ζημία από την προσφυγική κρίση, την ώρα που καλείται να αντιμετωπίσει και τα δικά της οικονομικά προβλήματα. Είδε με κατανόηση το ελληνικό αίτημα για περαιτέρω βοήθεια, αλλά και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την προστασία της πρώτης κατοικίας και τους πλειστηριασμούς, και δεσμεύθηκε να το μεταφέρει και στον πρόεδρο της Κομισιόν.
Υπό την πίεση των εικόνων και των στοιχείων που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, οικοδομείται ένα περιβάλλον κατανόησης. Αυτό δεν αρκεί. Χρειάζονται λεπτοί χειρισμοί. Το όποιο αίτημα της Αθήνας δεν θα πρέπει να φαίνεται ως απόπειρα να «ξεφύγει» από τις υπόλοιπες υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, όπως την ψήφιση και υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με κορυφαία το ασφαλιστικό. Ομως, είναι εφικτή η διασφάλιση μιας συμφωνίας με ηπιότερους όρους όπου οι θεσμοί θα δεχθούν να αυξηθεί το όριο του οικογενειακού εισοδήματος για την πρώτη κατοικία.
Η ταχεία απορρόφηση κονδυλίων που έχουν ήδη προβλεφθεί για τη στήριξη της Ελλάδας στο προσφυγικό είναι η αυτονόητη προτεραιότητα. Επίσης, η ρήτρα εξαίρεσης από το Σύμφωνο Σταθερότητας, που ισχύει για χώρες που αντιμετωπίζουν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, μπορεί όντως να ισχύσει στην περίπτωση της Ελλάδας, για την οποία κάθε καλόπιστος παρατηρητής αναγνωρίζει ότι οι συνθήκες και η γεωγραφία την αναγκάζουν να σηκώνει ένα δυσανάλογα βαρύ φορτίο.
Η προσέγγιση δεν μπορεί να είναι «ζητούμε χαλάρωση των απαιτήσεων του μνημονίου, γενικώς». Αντίθετα, η κυβέρνηση πρέπει να τρέξει. Να υπερβεί ιδεοληψίες. Να δείξει ότι υλοποιεί δεσμεύσεις ώστε να προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς και να ολοκληρωθεί απρόσκοπτα η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, εξέλιξη που θα βάλει την πρώτη σφραγίδα αξιοπιστίας στην πορεία της οικονομίας και θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία της σταδιακής μεταστροφής. Ολα αυτά προϋποθέτουν ότι οι αρμόδιοι θα αντιληφθούν όχι μόνο τη σημασία αυτών που πρέπει να γίνουν, αλλά και των χρονικών περιορισμών εντός των οποίων πρέπει να γίνουν. Η όποια κωλυσιεργία δεν ωφελεί τη χώρα. Για να ανταποκριθούν οι εταίροι ακόμη και στα εύλογα αιτήματά μας, πρέπει να πεισθούν ότι είμαστε σοβαροί και αξιόπιστοι.
Προαπαιτούμενα, εκσυγχρονισμός χρηματοπιστωτικού τομέα, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, αξιολόγηση, εκκίνηση συζήτησης για το χρέος. Ετσι θα οικοδομηθεί η εμπιστοσύνη με τους εταίρους αλλά και με τους ξένους επενδυτές, χωρίς τους οποίους δεν θα υπάρξει ανάκαμψη.
Η καταγγελτική ρητορική ενάντια σε «απάνθρωπους» Ευρωπαίους, σε αντιδιαστολή με τους ευαίσθητους και αξιοπρεπείς Ελληνες, είναι διαστρεβλωτική και εσφαλμένη. Μπορεί να έχει απήχηση σε ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά δεν αντανακλά την πραγματικότητα και δεν βοηθάει στην εξασφάλιση καλύτερης μεταχείρισης από τους εταίρους της. Το να αναδεικνύεις ένα μείζον θέμα που σε πλήττει, και να πιέζεις για να εξασφαλίσεις την κατανόηση που δικαιούσαι, είναι ορθό. Το να επιτίθεσαι και να «προειδοποιείς» την Ευρώπη, τη στιγμή που την έχεις ανάγκη, είναι λάθος.
Ο κ. Σουλτς τόνισε ότι η Ευρώπη πρέπει να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της προς την Ελλάδα, η οποία έχει υποστεί τεράστια ζημία από την προσφυγική κρίση, την ώρα που καλείται να αντιμετωπίσει και τα δικά της οικονομικά προβλήματα. Είδε με κατανόηση το ελληνικό αίτημα για περαιτέρω βοήθεια, αλλά και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την προστασία της πρώτης κατοικίας και τους πλειστηριασμούς, και δεσμεύθηκε να το μεταφέρει και στον πρόεδρο της Κομισιόν.
Υπό την πίεση των εικόνων και των στοιχείων που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, οικοδομείται ένα περιβάλλον κατανόησης. Αυτό δεν αρκεί. Χρειάζονται λεπτοί χειρισμοί. Το όποιο αίτημα της Αθήνας δεν θα πρέπει να φαίνεται ως απόπειρα να «ξεφύγει» από τις υπόλοιπες υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, όπως την ψήφιση και υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με κορυφαία το ασφαλιστικό. Ομως, είναι εφικτή η διασφάλιση μιας συμφωνίας με ηπιότερους όρους όπου οι θεσμοί θα δεχθούν να αυξηθεί το όριο του οικογενειακού εισοδήματος για την πρώτη κατοικία.
Η ταχεία απορρόφηση κονδυλίων που έχουν ήδη προβλεφθεί για τη στήριξη της Ελλάδας στο προσφυγικό είναι η αυτονόητη προτεραιότητα. Επίσης, η ρήτρα εξαίρεσης από το Σύμφωνο Σταθερότητας, που ισχύει για χώρες που αντιμετωπίζουν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, μπορεί όντως να ισχύσει στην περίπτωση της Ελλάδας, για την οποία κάθε καλόπιστος παρατηρητής αναγνωρίζει ότι οι συνθήκες και η γεωγραφία την αναγκάζουν να σηκώνει ένα δυσανάλογα βαρύ φορτίο.
Η προσέγγιση δεν μπορεί να είναι «ζητούμε χαλάρωση των απαιτήσεων του μνημονίου, γενικώς». Αντίθετα, η κυβέρνηση πρέπει να τρέξει. Να υπερβεί ιδεοληψίες. Να δείξει ότι υλοποιεί δεσμεύσεις ώστε να προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς και να ολοκληρωθεί απρόσκοπτα η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, εξέλιξη που θα βάλει την πρώτη σφραγίδα αξιοπιστίας στην πορεία της οικονομίας και θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία της σταδιακής μεταστροφής. Ολα αυτά προϋποθέτουν ότι οι αρμόδιοι θα αντιληφθούν όχι μόνο τη σημασία αυτών που πρέπει να γίνουν, αλλά και των χρονικών περιορισμών εντός των οποίων πρέπει να γίνουν. Η όποια κωλυσιεργία δεν ωφελεί τη χώρα. Για να ανταποκριθούν οι εταίροι ακόμη και στα εύλογα αιτήματά μας, πρέπει να πεισθούν ότι είμαστε σοβαροί και αξιόπιστοι.
Προαπαιτούμενα, εκσυγχρονισμός χρηματοπιστωτικού τομέα, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, αξιολόγηση, εκκίνηση συζήτησης για το χρέος. Ετσι θα οικοδομηθεί η εμπιστοσύνη με τους εταίρους αλλά και με τους ξένους επενδυτές, χωρίς τους οποίους δεν θα υπάρξει ανάκαμψη.