Ποια είναι λοιπόν η ανάγνωση του κόσμου σήμερα από το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ; Το βασικό χαρακτηριστικό του ιδεολογικού υπόβαθρου του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) είναι η ύπαρξη ενός αναγεννημένου χώρου της Ανατολής. Μιας χωριστής από τη Δύση «ανατολίτικης πολιτότητας», η οποία μπορεί να διεκδικήσει μια καλύτερη θέση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Η «δίκαιη τάξη» που οραματίζεται ο Ερντογάν, «υποχρεώνει» την Τουρκία να γίνει εκπρόσωπος, ηγέτιδα δύναμη της χωριστής «πολιτιστικής λεκάνης». Αυτή η περιφερειακή «πολιτική κοινότητα», ως ένα «καθήκον» της Τουρκίας, δεν έχει ακόμα ξεκάθαρα χαρακτηριστικά, αλλά διακρίνεται σαφώς από μια κοινή κανονιστική ταυτότητα (Ισλάμ) και μια κοινή ιστορική ταυτότητα (οθωμανική κληρονομιά). Παράλληλα, η διεκδίκηση μιας καλύτερης διεθνούς θέσης αυτής της περιφερειακής τάξης πραγμάτων, προϋποθέτει ότι η Τουρκία θα είναι ο φορέας της νεοφιλελεύθερης ενσωμάτωσης.
Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό, η Κύπρος ως έδαφος και ως πολιτικός χώρος θα πρέπει να αποτελέσει ένα κομμάτι της ευρύτερης πολιτικής της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Κύπρος και το Κυπριακό πρόβλημα, παύουν να είναι «στοιχεία» που αναλύονται μόνο υπό το πρίσμα της στρατιωτικής παρουσίας της Τουρκίας, αλλά μετατρέπονται σε άξονες που θα πρέπει να υπηρετούν το γενικότερο στόχο νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού της περιοχής. Η Κύπρος δεν αποτελεί χωριστό κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας που να σχετίζεται με το παλιό (κεμαλικό) πλαίσιο εθνικής ασφάλειας, αλλά αποτελεί ένα από το κομμάτια που συγκροτούν την ολότητα των πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών στόχων που θέλει να εξυπηρετήσει η Τουρκία σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πιο πάνω συλλογισμού είναι το εξής: Η Κύπρος, «ελέγχει» τα μεσογειακά παράλια της Τουρκίας, και όχι μόνο. Το νησί βρίσκεται σε θέση που επηρεάζει στρατηγικούς τομείς και «εργαλεία» της οικονομικής και ενεργειακής στρατηγικής της Άγκυρας. Για παράδειγμα, οι περιοχές Τζεϊχάν, Μερσίνα και Αντάλεια, αποτελούν τους νευραλγικούς οικονομικούς χώρους της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο σε τομείς όπως η ενέργεια, το εμπόριο και ο τουρισμός και απέχουν από την Κύπρο περίπου ογδόντα χιλιόμετρα. Με αυτό το συλλογισμό, το ΑΚΡ επιδιώκει το ξεδίπλωμα μιας στρατηγικής που να αλλάζει το στάτους-κβο, δηλαδή την μονοδιάστατη αντίληψη για την διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας διαμέσου της στρατιωτικής παρουσίας, και να μετατρέπει την Κύπρο σε ένα ακόμα χώρο ανάδειξης του ρόλου της Τουρκίας ως δύναμης ενσωμάτωσης και άρα συνεχούς «εμπορευματοποίησης» της συγκεκριμένης γεωγραφίας.
Έτσι η χώρα επιδιώκει να αναπαράγει – με αποτυχίες το τελευταίο διάστημα – το ρόλο της ως «εμπορικό κράτος», ως κράτος-φορέα των αξιών της παγκόσμιας αγοράς προς την περιφέρεια.
Ποιος είναι λοιπόν ο πρακτικός αντικατοπτρισμός των πιο πάνω στην Κύπρο; Η ευκολότερη διαπίστωση μπορεί να γίνει επί του εδάφους και όχι στα στενότερα πλαίσια των συνομιλιών. Στο παρόν στάδιο το εργαλείο ενσωμάτωσης της κυπριακής γεωγραφίας στην ευρύτερη πολιτική για την Ανατολική Μεσόγειο, είναι η «νέα διακυβέρνηση» των κατεχομένων. Εδώ και κάποια χρόνια η Άγκυρα επιβάλλει την εφαρμογή τρίχρονων μνημονίων, τα οποία εδράζονται στη λογική μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και ενίσχυσης του ιδιωτικού τομέα. Ουσιαστικά όμως, η υλοποίηση των μέτρων οδηγεί στον πολλαπλασιασμό των πιέσεων ενάντια στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, στο δραστικό περιορισμό των πεδίων πολιτικής της δραστηριοποίησης και στην «αυτονόμηση» της παρουσίας της Τουρκίας, κυρίως μέσα από τις μερίδες του ισχυρού επιχειρηματικού της κόσμου. Η συμπίεση των εισοδημάτων των δημοσίων υπαλλήλων, η αργή αλλά σταθερή διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων, πρακτικά αφαιρούν από την επιρροή των Τουρκοκυπρίων και προσθέτουν στην επιρροή της Άγκυρας. Η Τουρκία λοιπόν δημιουργεί τις προϋποθέσεις «ύπαρξης» της χωρίς προηγουμένως να αναζητά τη συναίνεση ή τη νομιμοποίηση από την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Το τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πλαίσιο λειτουργίας του υποθαλάσσιου αγωγού μεταφοράς νερού.
Στο προαναφερθέν πλαίσιο, οι έντονες αντιδράσεις ενός πολύ μεγάλου μέρους της Τουρκοκυπριακής κοινότητας ενάντια στην προοπτική ολοκληρωτικής αμφισβήτησης της πολιτικής της υπόστασης από την Τουρκία, αποκτούν χαρακτηριστικό νόημα. Στη σημερινή περίπλοκη συγκυρία των ανακατατάξεων στην περιοχή μας, η τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση προς την Άγκυρα αποτελεί σημείο καμπής. Πρέπει να αξιολογηθεί στις πραγματικές της διαστάσεις γιατί υπό προϋποθέσεις διανοίγει πεδία στο τραπέζι του διαλόγου. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των πρόωρων εκλογών στην Τουρκία, η χώρα φαίνεται να μπαίνει σε μια περίοδο κρίσης. Επομένως οι φυγόκεντρες δυναμικές ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους, τουλάχιστον στο αμέσως επόμενο διάστημα δεν πρόκειται να εξαφανιστούν. Και είναι αυτές οι δυναμικές που μπορούν να αξιοποιηθούν για την οικοδόμηση κοινών κωδίκων, αλλά και πολιτικών θέσεων. Έτσι, το «ειδικό βάρος» της επιρροής που έχουν οι δύο Κύπριοι ηγέτες στο τραπέζι των συνομιλιών, μπορεί να μην ενισχύεται, αλλά σίγουρα υπογραμμίζεται ως δεδομένο μέσα σε ένα όντως δύσκολο και πολυσύνθετο περιβάλλον ολόκληρης της περιοχής.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΡΕΠΟΡΤΕΡ, 1 Νοεμβρίου 2015