Στη δική μας περίπτωση, ο κανόνας είναι ότι η ιστορική αλήθεια κακοποιείται και ό,τι απομένει χρησιμοποιείται ως υλικό διχασμού και προπαγάνδας. Ο σχετικός “διάλογος” γίνεται με όρους χουλιγκανισμού, οπαδισμού, τυφλού φανατισμού. Είναι τέτοιο το μίσος, ώστε και στην άλλη πλευρά, των αντι-εθνικιστών, αναπτύσσονται - όχι σπάνια - μανιέρες και εκκεντρισμοί, με αποτέλεσμα να επιλέγεται η πρόκληση για την πρόκληση, να επιδιώκεται η φασαρία και η σύρραξη.
Στο σχολείο μαθαίνουμε τις αρετές του έθνους, εκπαιδευόμαστε στον αυτοθαυμασμό και στην πεποίθηση ότι εδώ κατοικεί ένας περιούσιος λαός, ότι περικυκλωνόμαστε από εχθρούς και κακούς, ότι στο τέλος νικάμε γιατί έχουμε δίκιο. Ακόμη και αν τελειώσει κανείς το πανεπιστήμιο, εφόσον δεν έχει άλλα διαβάσματα και δεν ανατρέξει σε άλλες πηγές, δεν θα ξέρει και πολλά για τον εμφύλιο, για όσα προηγήθηκαν και όσα ακολούθησαν, για τη στάση της πλειοψηφίας στη διάρκεια της χούντας, αλλά και πιο πίσω για τη δίκη του Κολοκοτρώνη και άλλες ζοφερές στιγμές του ελληνικού έπους.
Ακόμη και σήμερα, με την προσφυγική κρίση να δοκιμάζει την ίδια την υπόσταση της ΕΕ, το ζήτημα της ονομασίας της FYROM θεωρείται μείζον εθνικό θέμα. Και παρά τη χρεοκοπία μας που θα επέτρεπε στην Τουρκία να μας φυσήξει και να πέσουμε, αν δεν την πείραζε μια ρήξη με την ΕΕ, εξεγειρόμαστε όταν ακούμε για κοινές περιπολίες στο Αιγαίο και δεν εγκαλούμε τον Ερντογάν για τον αυταρχισμό του αλλά για τη στάση του στο κυπριακό (χωρίς κιόλας να ξέρουμε καλά-καλά ποια είναι).
Ο πατριωτισμός μας είναι θορυβώδης και ρηχός. Φωνάζουμε, δακρύζουμε, κορδωνόμαστε, βερμπαλίζουμε και στο μεταξύ καταστρέφουμε την πατρίδα που υποτίθεται ότι λατρεύουμε σε όλα τα επίπεδα (περιβαλλοντικό, πολιτισμικό, οικονομικό).
Μας αρέσουν οι παρελάσεις και τα άρματα, οι λόγοι των “επισήμων” για το ένδοξο παρελθόν, ο,τιδήποτε φανταχτερό θυμίζει από πού ερχόμαστε και κρύβει το ποιοι είμαστε και προς τα πού πηγαίνουμε.