Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη- Η ενεργοποίηση μιας δυναμικής εμφάνισης της Ρωσίας στο δραματικό τέλμα
του εμφυλίου της Συρίας σηματοδότησε και το άνοιγμα του παιχνιδιού
στρατηγικής αντιπαράθεσης μεγάλων και μικροτέρων δυνάμεων στον διεθνή
ανταγωνισμό για τον έλεγχο της Συρίας, του Ιράκ και της Μέσης Ανατολής
εν γένει. Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, για να
θυμηθούμε τον τίτλο του γνωστού βιβλίου του John Mearsheimer, συνίσταται
στο ότι σήμερα ανταγωνίζονται στον χώρο της Συρίας, ενώ η συριακή
τραγωδία και όχι μόνο, κλιμακώνεται και λαμβάνει παγκόσμιες διαστάσεις. Η
Ρωσία επεμβαίνει τις τελευταίες εβδομάδες με την πολεμική της αεροπορία
για να αντιμετωπίσει τη διευρυνόμενη ενίσχυση του ISIS στη Συρία, το
Ιράκ και όχι μόνο και να στηρίξει το καθεστώς Άσαντ, το οποίο είναι ο
μοναδικός σταθεροποιητικός παράγοντας στη Συρία, αφού προηγήθηκε τα
τελευταία χρόνια μια αποτελεσματική υποστήριξη της Μόσχας προς το
καθεστώς Άσαντ, άνευ της οποίας το καθεστώς θα είχε καταρρεύσει και οι
δυνάμεις των ISIS θα είχαν κυριαρχήσει.
Η ιδέα ότι υπάρχει συριακή αντιπολίτευση ικανή να αναλάβει την ηγεσία της χώρας και να αντικαταστήσει το καθεστώς Άσαντ κατά τρόπο αποτελεσματικό και αξιόπιστο είναι εκτός πάσης πραγματικότητας από την αρχή που εκδηλώθηκε ως πρόταση διά στόματος αμερικανικών και τουρκικών κύκλων, η οποία και υποστηρίχθηκε ενεργώς με όλα τα οικονομικά και στρατιωτικά μέσα. Ότι αυτή η ιδέα ήταν εκτός πραγματικότητος αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η χρηματοδότηση και η υποστήριξη που δόθηκε από τον τουρκικό παράγοντα και την Άγκυρα για την ανατροπή του Άσαντ, δεν αφορούσε τόσο στον λεγόμενο συριακό, απελευθερωτικό στρατό, ο οποίος είναι μια περίπου ανύπαρκτη δύναμη, αλλά πολύ περισσότερο στην ισλαμιστική οργάνωση Αλ-Νούσρα, γεννήτορα των ISIS.
Είναι σαφές πως οι ΗΠΑ, όπου αναμείχθηκαν στρατιωτικά και πολιτικά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όχι μόνο δεν έφεραν τη δημοκρατική και πολιτική αλλαγή, αλλά επέφεραν καταστροφικές συνέπειες, τις οποίες βιώνει η ανθρωπότητα σήμερα, όπως είναι το Ιράκ, το Αφγανιστάν, η διαλυμένη και κατακερματισμένη Λιβύη, αλλά και η επιδρομή εναντίον της Σερβίας, που είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή μιας χώρας και την ίδρυση ενός μη-κράτους, δηλαδή του Κοσόβου και της Βοσνίας.
Σήμερα η τραγωδία της Συρίας και του Ιράκ με τα ανεξέλεγκτα προσφυγικά κύματα που μετακινούνται με αυξανόμενο ρυθμό προς την Ευρώπη και τις Βόρειες χώρες, απειλούν τη συνοχή και τη σταθερότητα της Ευρώπης, την ασφάλεια και την ειρήνη στη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Τούτο γιατί δεν είναι μόνο το προσφυγικό ζήτημα, που αποτελεί συνέπεια του εμφυλίου πολέμου και της ευρύτερης σύγκρουσης στην περιοχή, αλλά και το γεγονός ότι ενεπλάκη και εκδηλώνει στρατηγικό ενδιαφέρον για την περιοχή, εκτός από τις ΗΠΑ, που είναι ήδη παρούσες και πλήττουν χωρίς να συνεννοούνται με τη Ρωσία στόχους των ISIS, και η Τουρκία, η οποία ήδη από το 2003, μετά την κατάρρευση του Ιρακινού καθεστώτος εκδηλώνει επίσημα και ενεργά το στρατηγικό ενδιαφέρον της για την Μέση Ανατολή και τον έλεγχο της περιοχής, ιδιαίτερα του κενού που αφήνει πίσω του το Ιράκ.
Έχουμε δηλαδή μεγάλες δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, μεσαίες δυνάμεις, όπως η Τουρκία και άλλες δυνάμεις, που συνεπικουρούν την αμερικάνικη στρατηγική, όπως η Γαλλία, τώρα και την Κίνα που συνεργάζεται ήδη με την Ρωσία, να εκδηλώνουν ενεργά το ενδιαφέρον τους εμπλεκόμενες στρατιωτικά και πολιτικά στη Μέση Ανατολή. Πρόκειται για μεγάλες και μεσαίες δυνάμεις που εκδηλώνουν το στρατηγικό τους ενδιαφέρον στη Μέση Ανατολή, χωρίς να συνεννοούνται μεταξύ τους και υπηρετώντας ξεχωριστά στρατηγικά συμφέροντα η καθεμιά, πολλές φορές αντιτιθέμενα. Αυτή η σύγκρουση, η οποία μπορεί να οδηγήσει την περιοχή σε μεγάλες περιπέτειες, απειλεί τη διεθνή ειρήνη και την περιφερειακή ασφάλεια και δεν πρόκειται να οδηγήσει σε καμιά περίπτωση στο τέλος της τραγωδίας, δεν πρόκειται να διασφαλίσει την αποκατάσταση της ομαλότητας στο συριακό πεδίο, όπου το δράμα της χώρας βρίσκεται σε κλιμακούμενη εξέλιξη.
Εκείνο που προβληματίζει τους πάντες είναι το γεγονός πως οι ΗΠΑ κατηγορούν την Ρωσία ότι πλήττει κυρίως τη συριακή αντιπολίτευση και όχι τους ISIS, ενώ η Τουρκία επεμβαίνει στα σύνορα με τη Συρία προσπαθώντας να διαδραματίσει κάποιο ρόλο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντά της. Η Ρωσία από την άλλη εμφανίζεται ως δύναμη αξιοπιστίας και αποτροπής στη διεθνή κοινή γνώμη, αφού υπηρετεί πιστά τον στόχο της για υπεράσπιση του καθεστώτος Άσαντ έναντι όλων εκείνων των δυνάμεων, που υπονομεύουν ενεργά την ακεραιότητα της χώρας.
Όλη η υπόθεση θα μπορούσε να πάρει μια πορεία ομαλής εξέλιξης ή τουλάχιστον να δώσει ένα κλίμα αισιοδοξίας ότι τα πράγματα αλλάζουν, εάν οι ΗΠΑ συνεννοούνταν με τη Ρωσία σε ένα σχέδιο αποκατάστασης της ειρήνης και της ομαλότητας στη Συρία και συμφωνίας για τη διαδοχή του Προέδρου Άσαντ. Ένα, όμως, είναι βέβαιο. Χωρίς τη Ρωσία και τον Άσαντ δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνευση στη Συρία και κατ’ επέκτασιν στο Ιράκ και στη Λιβύη. Ο ρωσικός παράγων, ο οποίος συνεχίζει τη γεωπολιτική και στρατηγική παρουσία του, ήδη από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης στη Μέση Ανατολή, αποτελεί όρο αξιόπιστο και αναγκαίο για την αποκατάσταση συνθηκών ασφάλειας και σταθερότητας στη Συρία, το Ιράκ και τη Λιβύη, περιοχές που αποτελούν σήμερα ενεργές πηγές ανωμαλίας και αστάθειας για την ευρύτερη Μέση Ανατολή, με συνέπειες για τον υπόλοιπο κόσμο.
Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες, τις οποίες ήδη στις προγραμματικές της δηλώσεις η Κυβέρνηση εξήγγειλε για ενεργοποίηση ενός ρόλου διαμεσολάβησης, ώστε οι ΗΠΑ με τη Ρωσία να συνεννοηθούν για τα προβλήματα της Μέσης Ανατολής με την Ευρώπη ως γέφυρα, μια απαραίτητη συνθήκη για την αποφυγή κλιμάκωσης του πολέμου και τη σταδιακή εμπέδωση συνθηκών ειρήνης. Πρέπει όμως τέλος να υπογραμμίσουμε πως ο ανεξέλεγκτος παράγοντας, που λειτούργησε αυτήν τη φορά ως επιτήδειος δρων, δηλαδή η Τουρκία, στην περίπτωση της Συρίας απέτυχε να υλοποιήσει τους σχεδιασμούς του χάρη στην ενεργό αποτροπή της ρωσικής αεροπορικής δύναμης, η οποία υποχρέωσε την Τουρκία να περιορίσει τη δράση της εντός της επικράτειάς της.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
- See more at:
http://www.sigmalive.com/simerini/politics/274523/i-tragodia-tis-politikis-ton-megalon-dynameon#sthash.PpD3BsFo.dpuf
Η ιδέα ότι υπάρχει συριακή αντιπολίτευση ικανή να αναλάβει την ηγεσία της χώρας και να αντικαταστήσει το καθεστώς Άσαντ κατά τρόπο αποτελεσματικό και αξιόπιστο είναι εκτός πάσης πραγματικότητας από την αρχή που εκδηλώθηκε ως πρόταση διά στόματος αμερικανικών και τουρκικών κύκλων, η οποία και υποστηρίχθηκε ενεργώς με όλα τα οικονομικά και στρατιωτικά μέσα. Ότι αυτή η ιδέα ήταν εκτός πραγματικότητος αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η χρηματοδότηση και η υποστήριξη που δόθηκε από τον τουρκικό παράγοντα και την Άγκυρα για την ανατροπή του Άσαντ, δεν αφορούσε τόσο στον λεγόμενο συριακό, απελευθερωτικό στρατό, ο οποίος είναι μια περίπου ανύπαρκτη δύναμη, αλλά πολύ περισσότερο στην ισλαμιστική οργάνωση Αλ-Νούσρα, γεννήτορα των ISIS.
Είναι σαφές πως οι ΗΠΑ, όπου αναμείχθηκαν στρατιωτικά και πολιτικά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όχι μόνο δεν έφεραν τη δημοκρατική και πολιτική αλλαγή, αλλά επέφεραν καταστροφικές συνέπειες, τις οποίες βιώνει η ανθρωπότητα σήμερα, όπως είναι το Ιράκ, το Αφγανιστάν, η διαλυμένη και κατακερματισμένη Λιβύη, αλλά και η επιδρομή εναντίον της Σερβίας, που είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή μιας χώρας και την ίδρυση ενός μη-κράτους, δηλαδή του Κοσόβου και της Βοσνίας.
Σήμερα η τραγωδία της Συρίας και του Ιράκ με τα ανεξέλεγκτα προσφυγικά κύματα που μετακινούνται με αυξανόμενο ρυθμό προς την Ευρώπη και τις Βόρειες χώρες, απειλούν τη συνοχή και τη σταθερότητα της Ευρώπης, την ασφάλεια και την ειρήνη στη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Τούτο γιατί δεν είναι μόνο το προσφυγικό ζήτημα, που αποτελεί συνέπεια του εμφυλίου πολέμου και της ευρύτερης σύγκρουσης στην περιοχή, αλλά και το γεγονός ότι ενεπλάκη και εκδηλώνει στρατηγικό ενδιαφέρον για την περιοχή, εκτός από τις ΗΠΑ, που είναι ήδη παρούσες και πλήττουν χωρίς να συνεννοούνται με τη Ρωσία στόχους των ISIS, και η Τουρκία, η οποία ήδη από το 2003, μετά την κατάρρευση του Ιρακινού καθεστώτος εκδηλώνει επίσημα και ενεργά το στρατηγικό ενδιαφέρον της για την Μέση Ανατολή και τον έλεγχο της περιοχής, ιδιαίτερα του κενού που αφήνει πίσω του το Ιράκ.
Έχουμε δηλαδή μεγάλες δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, μεσαίες δυνάμεις, όπως η Τουρκία και άλλες δυνάμεις, που συνεπικουρούν την αμερικάνικη στρατηγική, όπως η Γαλλία, τώρα και την Κίνα που συνεργάζεται ήδη με την Ρωσία, να εκδηλώνουν ενεργά το ενδιαφέρον τους εμπλεκόμενες στρατιωτικά και πολιτικά στη Μέση Ανατολή. Πρόκειται για μεγάλες και μεσαίες δυνάμεις που εκδηλώνουν το στρατηγικό τους ενδιαφέρον στη Μέση Ανατολή, χωρίς να συνεννοούνται μεταξύ τους και υπηρετώντας ξεχωριστά στρατηγικά συμφέροντα η καθεμιά, πολλές φορές αντιτιθέμενα. Αυτή η σύγκρουση, η οποία μπορεί να οδηγήσει την περιοχή σε μεγάλες περιπέτειες, απειλεί τη διεθνή ειρήνη και την περιφερειακή ασφάλεια και δεν πρόκειται να οδηγήσει σε καμιά περίπτωση στο τέλος της τραγωδίας, δεν πρόκειται να διασφαλίσει την αποκατάσταση της ομαλότητας στο συριακό πεδίο, όπου το δράμα της χώρας βρίσκεται σε κλιμακούμενη εξέλιξη.
Εκείνο που προβληματίζει τους πάντες είναι το γεγονός πως οι ΗΠΑ κατηγορούν την Ρωσία ότι πλήττει κυρίως τη συριακή αντιπολίτευση και όχι τους ISIS, ενώ η Τουρκία επεμβαίνει στα σύνορα με τη Συρία προσπαθώντας να διαδραματίσει κάποιο ρόλο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντά της. Η Ρωσία από την άλλη εμφανίζεται ως δύναμη αξιοπιστίας και αποτροπής στη διεθνή κοινή γνώμη, αφού υπηρετεί πιστά τον στόχο της για υπεράσπιση του καθεστώτος Άσαντ έναντι όλων εκείνων των δυνάμεων, που υπονομεύουν ενεργά την ακεραιότητα της χώρας.
Όλη η υπόθεση θα μπορούσε να πάρει μια πορεία ομαλής εξέλιξης ή τουλάχιστον να δώσει ένα κλίμα αισιοδοξίας ότι τα πράγματα αλλάζουν, εάν οι ΗΠΑ συνεννοούνταν με τη Ρωσία σε ένα σχέδιο αποκατάστασης της ειρήνης και της ομαλότητας στη Συρία και συμφωνίας για τη διαδοχή του Προέδρου Άσαντ. Ένα, όμως, είναι βέβαιο. Χωρίς τη Ρωσία και τον Άσαντ δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνευση στη Συρία και κατ’ επέκτασιν στο Ιράκ και στη Λιβύη. Ο ρωσικός παράγων, ο οποίος συνεχίζει τη γεωπολιτική και στρατηγική παρουσία του, ήδη από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης στη Μέση Ανατολή, αποτελεί όρο αξιόπιστο και αναγκαίο για την αποκατάσταση συνθηκών ασφάλειας και σταθερότητας στη Συρία, το Ιράκ και τη Λιβύη, περιοχές που αποτελούν σήμερα ενεργές πηγές ανωμαλίας και αστάθειας για την ευρύτερη Μέση Ανατολή, με συνέπειες για τον υπόλοιπο κόσμο.
Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες, τις οποίες ήδη στις προγραμματικές της δηλώσεις η Κυβέρνηση εξήγγειλε για ενεργοποίηση ενός ρόλου διαμεσολάβησης, ώστε οι ΗΠΑ με τη Ρωσία να συνεννοηθούν για τα προβλήματα της Μέσης Ανατολής με την Ευρώπη ως γέφυρα, μια απαραίτητη συνθήκη για την αποφυγή κλιμάκωσης του πολέμου και τη σταδιακή εμπέδωση συνθηκών ειρήνης. Πρέπει όμως τέλος να υπογραμμίσουμε πως ο ανεξέλεγκτος παράγοντας, που λειτούργησε αυτήν τη φορά ως επιτήδειος δρων, δηλαδή η Τουρκία, στην περίπτωση της Συρίας απέτυχε να υλοποιήσει τους σχεδιασμούς του χάρη στην ενεργό αποτροπή της ρωσικής αεροπορικής δύναμης, η οποία υποχρέωσε την Τουρκία να περιορίσει τη δράση της εντός της επικράτειάς της.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου