14 Σεπτεμβρίου 2015

Πρόσφυγες και μουσουλμανικές χώρες Με τη Σώτη Τριανταφύλλου


«Αν μισείτε τη Δύση, μεταναστεύστε σε κάποια μουσουλμανική χώρα», προτείνει ο Χάμσα Γιουσούφ, ένας από τους πιο γνωστούς ισλαμιστές λογίους. Παρότι δεν θεωρείται «μετριοπαθής», ο Χάμσα Γιουσούφ, διευθυντής του Ισλαμικού Ινστιτούτου της Καλιφόρνια –που είχε δηλώσει ότι στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 το μεγάλο θύμα των τρομοκρατικών χτυπημάτων ήταν το ίδιο το ισλάμ– καλεί τους μουσουλμάνους να επιστρέψουν στην «αληθινή τους πίστη», χωρίς βία, μισαλλοδοξία και μίσος. Οι δηλώσεις του δεν αφορούν μόνο την ισλαμική τρομοκρατία, αλλά και τις όχι λιγότερο τρομακτικές κινήσεις πληθυσμών που πιέζουν σήμερα τον ευρω-ατλαντικό κόσμο. «Πολλοί άνθρωποι στη Δύση,» λέει ο Χάμσα Γιουσούφ σε συνέντευξή του στον Guardian, «δεν αντιλαμβάνονται την ασφυκτική καταπίεση ανδρών και γυναικών στα μουσουλμανικά κράτη [...]Προτιμώ να ζω ως μουσουλμάνος στη Δύση παρά σε μια μουσουλμανική χώρα: ο τρόπος με τον οποίον οι μουσουλμάνοι είναι ελεύθεροι να ζουν στη Δύση συγγενεύει περισσότερο με το ισλάμ από ό,τι ο τρόπος ζωής στις περισσότερες ισλαμικές χώρες.»


Μπροστά σε τέτοιες δηλώσεις, οι φονταμενταλιστές αγανακτούν και σχολιάζουν με κακεντρέχεια το θρησκευτικό υπόβαθρο του Χάμσα Γιουσούφ ο οποίος, σε νεαρή ηλικία, προοριζόταν να γίνει ιερωμένος της Ορθόδοξης εκκλησίας. Αλλά, μετά από ένα ατύχημα, κατά το οποίο είδε τον χάρο με τα μάτια του, στράφηκε στο Κοράνι και κατέληξε να κάνει ισλαμικές σπουδές στα Αραβικά Εμιράτα, στην Αλγερία, στο Μαρόκο και στη Μαυριτανία. Και παρόλο που, όπως είπα, δεν πρόκειται για μετριοπαθή θρησκευτικό ηγέτη –επικρίνει την έκλυση των ηθών και την «πνευματική φτώχεια» της Δύσης– οι εχθροί του, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, τον θεωρούν προδότη και μαριονέτα των χριστιανών και των αθέων.

 Αναφέρω τον Χάμσα Γιουσούφ διότι πιστεύω ότι οι μουσουλμανικές χώρες πρέπει να αναγκαστούν να αλλάξουν τη μεταναστευτική τους πολιτική. Και μαζί με αυτή, τη διφορούμενη στάση τους έναντι του φανατικού ισλάμ το οποίο είτε χρηματοδοτούν, είτε ανέχονται. Ο Χάμσα Γιουσούφ εκπροσωπεί τη μοναδική μουσουλμανική ομάδα με την οποία ίσως μπορούμε να συνεννοηθούμε, εφόσον απορρίπτει τις θεωρίες συνωμοσίας για την ισλαμική τρομοκρατία, επικρίνει τις μουσουλμανικές κοινότητες για δικαιολόγηση ή και υποστήριξή της, και προτείνει στους μουσουλμάνους πρόσφυγες και μετανάστες να εγκαθίστανται σε χώρες που τους ταιριάζουν.

 Πρόκειται για μια ευχή που μένει μετέωρη: σήμερα, πέντε από τις πλουσιότερες μουσουλμανικές αραβικές χώρες δεν δέχονται καθόλου Σύρους πρόσφυγες, με το επιχείρημα ότι αν ανοίξουν τα σύνορά τους θα «εισάγουν τρομοκρατία». Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Βρετανία, που κατηγορείται για έλλειψη ευαισθησίας, έχει προσφέρει περισσότερη ανθρωπιστική βοήθεια στους πρόσφυγες από όση η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα μαζί.


 Οι περισσότεροι αναλυτές και δημοσιογράφοι αποδίδουν τον πόλεμο στη Συρία και το απότοκο προσφυγικό πρόβλημα στις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ σχετίζονται με την άνοδο των μουτζαχεντίν στη Μέση Ανατολή από την εποχή της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν, αλλά όχι με τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία: γι’ αυτόν τον πόλεμο, που παρατείνεται με επαναλαμβανόμενες πράξεις βαρβαρότητας, υπεύθυνες είναι η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ που χρηματοδοτούν τζιχαντιστικές οργανώσεις – το Ισλαμικό Κράτος, την Αλ Κάιντα και τη συριακή Αλ Νούσρα. Από την Τουρκία, η οποία εκμεταλλεύεται την αναταραχή για να κατατροπώσει τους Κούρδους, διέρχεται το μεγαλύτερο κύμα προσφύγων –λόγω των εκτεταμένων συρο-τουρκικών συνόρων– αλλά η Τουρκία δεν κάνει καμιά προσπάθεια να τους κρατήσει στο έδαφός της: αντιθέτως, τους αδειάζει στην Ευρώπη. Όσο για το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία, παρά τον πλούτο τους και παρά την ευθύνη τους για την ανθρωποσφαγή, αρνούνται να δώσουν καταφύγιο στους Σύρους Άραβες και μουσουλμάνους πρόσφυγες (δηλαδή σε ομοεθνείς και σε ομοθρήσκους τους) με το προαναφερθέν επιχείρημα περί εισαγωγής τρομοκρατίας. Οι χώρες αυτές θέλουν μόνον να εξάγουν τρομοκρατία, όχι να εισάγουν.

 Συνολικά έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους πάνω από 12 εκατομμύρια Σύροι, οι περισσότεροι εκ των οποίων παραμένουν στο εσωτερικό της Συρίας: μέρος αυτών διώκεται από το καθεστώς του Άσαντ, ένα άλλο μέρος από τους τζιχαντιστές. Στον Λίβανο πέρασαν περίπου 1.100.000 Σύροι –προτού, τον περασμένο Ιούνιο, ο Λίβανος κλείσει τα σύνορά του επειδή στους προσφυγικούς καταυλισμούς «οργιάζουν στρατολόγοι τζιχαντιστών»– ενώ στην Ιορδανία πέρασαν 630.000, μέχρι που έκλεισαν κι αυτά τα σύνορα. Έτσι, το βάρος πέφτει στην Ευρώπη από την οποία οι πάντες ζητούν να δεχτεί όλους τους Σύρους πρόσφυγες, ενώ η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κατάρ, το Κουβέιτ και το Μπαχρέιν δεν έχουν δεχτεί ούτε έναν. Ο επικεφαλής του τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας για τα δικαιώματα των προσφύγων και των μεταναστών, Σερίφ Ελ Σαγίντ, δήλωσε ότι οι αραβικές χώρες θα έπρεπε να ντρέπονται για την ανευθυνότητά τους έναντι των ομοθρήσκων τους.

 Πριν από 25 χρόνια, όταν ο Σαντάμ Χουσεΐν εισέβαλε στο Κουβέιτ και χιλιάδες Κουβεϊτιανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα, το Άμπου Ντάμπι τούς δέχθηκε και τους παραχώρησε δωρεάν στέγη μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Σήμερα οι Άραβες δεν κάνουν το ίδιο για τους Σύρους Άραβες αδελφούς τους, πρώτον διότι οι Σύροι δεν είναι πλούσιοι όσο οι Κουβεϊτιανοί (αν και μερικοί είναι), και δεύτερον διότι τότε δεν υπήρχε η απειλή του τζιχαντισμού όπως σήμερα, την οποία, θα επιμείνω, οι ίδιοι Άραβες του Περσικού Κόλπου ευνοούν, «συγχωρούν», παραβλέπουν και  χρησιμοποιούν εναντίον της Δύσης κατηγορώντας τη συγχρόνως για «ισλαμοφοβία». Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η ισλαμοφοβία είναι νεύρωση ή εκδήλωση ρατσισμού ή και τα δύο: το πρόβλημα είναι υπαρκτό και κανείς στην Ευρώπη δεν μπορεί να ανεχθεί σχέδια εξισλαμισμού.

Για όλα τούτα πιστεύω ότι αν οι μουσουλμάνοι –τόσο οι κρατικές εξουσίες, όσο και οι πρόσφυγες– εισακούσουν τον Χάμσα Γιουσούφ και εγκατασταθούν σε χώρες με συμβατό πολιτικό, πολιτισμικό και θρησκευτικό πλαίσιο, θα είμαστε όλοι πιο ήσυχοι και πιο ευτυχισμένοι.


ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ