15 Αυγούστου 2015

Ο σκόπελος των εγγυήσεων και το σύνδρομο του «απορριπτισμού»

Του Δρα Γιάννου Χαραλαμπίδη- ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΦΟΡΜΟΥΛΑ ΓΙΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ ΑΤΤΙΛΑ

  1. Γιατί δεν βάζει η Κυβέρνηση στο τραπέζι το θέμα του ΝΑΤΟ, πώς σχετίζεται με το ΑΚΕΛ και το δημοψήφισμα, και γιατί κερδισμένη βγαίνει η Άγκυρα
  2. Γιατί η Τουρκία δεν χρειάζεται εγγυήσεις και στρατό, εάν η Κύπρος είναι εκτός ΝΑΤΟ;
  3. Μπαίνει ή όχι η Τουρκία στην ΕΕ μέσω του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους;
  4. Η ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ περιορίζει ή αυξάνει την τουρκική ισχύ;
Το θέμα της ασφάλειας είναι θεμελιώδες και συναφές με τη βιωσιμότητα της λύσης. Αλλά, ακόμη και αν δεν προκύψει λύση, τα ζητήματα της ασφάλειας είναι εκ της φύσεώς τους συνδεδεμένα με τη βιωσιμότητα του κράτους και την αντιμετώπιση εξωτερικών απειλών. Υπό αυτές τις συνθήκες, το πρώτο ζητούμενο είναι οι πρακτικοί τρόποι της αποχώρησης του τουρκικού στρατού κατοχής. Συνεπώς, θα πρέπει να εξευρεθεί ένας άλλος οργανισμός ή κράτος πιο ισχυρά από την Τουρκία, κατά τρόπον ώστε να δημιουργηθεί μια win - win κατάσταση.

Το τουρκικό βέτο και το ΝΑΤΟ
Ένας τέτοιος οργανισμός θα μπορούσε να ήταν η ΕΕ. Όμως, η ΕΕ δεν έχει δικές της αξιόπιστες ένοπλες δυνάμεις, ενώ ταυτοχρόνως υπάρχουν δυο σοβαρά προβλήματα: Το πρώτο αφορά στην ίδια την ΕΕ, η οποία δεν μπορεί να αποστείλει στρατεύματα σε κράτος-μέλος. Το δεύτερο είναι ότι η Τουρκία δεν συμμετέχει στην ΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν θα αποδεχθεί την παρουσία στρατού της Ευρώπης.

Η εναλλακτική επιλογή θα ήταν η ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Άλλωστε, ούτως ή άλλως, η Κύπρος είναι ΝΑΤΟ λόγω των Βάσεων, αλλά και των εγγυητριών δυνάμεων. Και θα παραμείνει πριν από, και μετά τη λύση υπό την επιρροή των Δυτικών και του ΝΑΤΟ. Εάν η Κύπρος δεν γίνει ΝΑΤΟ, τότε η Τουρκία θα ασκεί με τη Βρετανία, λόγω Βάσεων, τον έλεγχο της περιοχής. Λογικά, θα έπρεπε να είχαμε ήδη συμμετάσχει στον PfP, δηλαδή τον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, ενώ ταυτοχρόνως θα έπρεπε να είχαμε προχωρήσει τις διαδικασίες για αίτηση ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο ΝΑΤΟ.

Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε ορθώς να ισχυριστεί κάποιος ότι η Τουρκία θα ασκήσει βέτο. Ας ασκήσει. Εάν η Άγκυρα ασκήσει βέτο, νομιμοποιεί την Κυπριακή Δημοκρατία να προβάλει τις εξής αξιόπιστες θέσεις:
1. Να τερματίσει η Τουρκία το βέτο της, διότι, εάν δεν το πράξει, δεν θα έχει μέλλον η ενταξιακή της πορεία. Κανένα προενταξιακό κεφάλαιο δεν θα ανοίξει. Ταυτοχρόνως, μπορεί να προβληθεί και η ακόλουθη θέση: Συνθήκες ασφάλειας και συμμαχίας μεταξύ των εμπλεκομένων μερών μπορούν να οικοδομηθούν, όταν όλοι ανήκουν στον ίδιο αμυντικό οργανισμό. Δηλαδή στο ΝΑΤΟ. Υπό αυτές τις συνθήκες, ποιος θα είναι ο τουρκικός ισχυρισμός; Ότι δεν αποχωρεί ο κατοχικός στρατός και δεν τερματίζονται τα εγγυητικά δικαιώματα, επειδή η Άγκυρα συνεχίζει να απειλείται από τις ΗΠΑ ή από το ΝΑΤΟ;Άλλωστε, από τη στιγμή που η Κύπρος θα είναι ΝΑΤΟ, θα έχουμε συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Υπάρχει και η αντίληψη, η οποία προβάλλεται συχνά, όπως την είχε πει ο μακαρίτης Τάσσος Παπαδόπουλος. Ότι δηλαδή σε περίπτωση ένταξής μας στο ΝΑΤΟ η σχέση μας με την Τουρκία θα είναι σχέση λοχία με φαντάρο. Υπάρχει λογική σε αυτήν την αντίληψη, αλλά εάν ήταν έτσι τα πράγματα, δεν θα έπρεπε να είχαμε ενταχθεί στην ΕΕ.

Τρομοκρατικές και άλλες απειλές
Επί τη βάσει των ανωτέρω, θα ήταν δυνατό να λεχθούν τα εξής: Η συμμετοχή μιας χώρας σε έναν οργανισμό είναι όντως ανάλογη του μεγέθους της, αλλά και της γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής της θέσης. Των ικανοτήτων της. Τι είναι καλύτερα, μέσα ή έξω; Στην περίπτωση του ΝΑΤΟ παίζουμε το παιχνίδι της Τουρκίας και πριν από, και μετά τη λύση. Ερώτημα; Γιατί η Τουρκία ασκεί βέτο στην ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ;

Διότι δεν μας θέλει στα πόδια της και δεν θέλει να μοιράζεται τη σχέση της με τις ΗΠΑ και τη Συμμαχία στην περιοχή μας. Εκείνο που αναζητά είναι να νομιμοποιήσει τα γεωστρατηγικά τετελεσμένα. Και αυτό το πετυχαίνει με δυο βασικούς τρόπους: Ο πρώτος είναι οι πολιτειακές δομές της ομοσπονδίας. Δηλαδή του τουρκικού στόχου, ο οποίος επιτυγχάνεται με τον διοικητικό, πληθυσμιακό και εδαφικό διαχωρισμό της Κύπρου.
Ο δεύτερος είναι ο αποκλεισμός μας από το ΝΑΤΟ, για να μπορεί να ελέγχει την περιοχή χωρίς να έχουμε λόγο και να αναλαμβάνει τα ζητήματα της ασφάλειας από εξωτερικές απειλές, όπως είναι αυτή της ISIS.
Και οποιαδήποτε άλλη απειλή. Με μια Κύπρο αποστρατιωτικοποιημένη:
1. Δεν θα μπορούμε να αποτρέψουμε την όποια απειλή. Όπως το έχουμε ξαναγράψει, θα είναι δυνατό να επιχειρούν οι τρομοκράτες με φουσκωτά!
2. Δεν θα μπορούμε να εκπληρώνουμε τις υποχρεώσεις μας εντός της ΕΕ, στον πυλώνα της κοινής άμυνας και εξωτερικής πολιτικής.
Και εφόσον δεν θα μπορούμε εμείς, θα τις αναλαμβάνει η Τουρκία. Με άλλα λόγια, τα τετελεσμένα της εισβολής σε γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό επίπεδο θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Επειδή δε, τα ζητήματα της ασφάλειας σχετίζονται με το φυσικό αέριο, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο έλεγχος θα γίνεται από την Άγκυρα. Η οποία θα έχει ισχύ. Ο περιορισμός της τουρκικής ισχύος δεν επέρχεται με τη μη συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ, αλλά το εντίθετο. Με τη συμμετοχή μας.

Οι περί Μόσχας ανησυχίες
Δικαίως θα ισχυριζόταν κάποιος ότι υπάρχει και η Μόσχα στη μέση. Αληθές όμως είναι και κάτι άλλο: Ότι ορθολογιστικά σκεπτόμενοι, και προφανώς αυτό θα πρέπει να ήταν το επιχείρημά μας στις ρωσικές ανησυχίες, η Μόσχα ποια κατάσταση θα προτιμούσε; Να είναι το ΝΑΤΟ στην περιοχή μας και να ελέγχεται από τους Τούρκους και τους Βρετανούς, ή να υπάρχει και μια φιλική χώρα στις τάξεις της Συμμαχίας, όπως η Κύπρος; Άλλωστε, και η Τουρκία είναι κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά συνεργάζεται με τη Μόσχα σε χίλιους δυο τομείς και ειδικότερα στην ενέργεια, στο εμπόριο, ακόμη και στο ζήτημα του πυρηνικού αντιδραστήρα του Άκιουγιου. Επιπροσθέτως, οι ΗΠΑ και η Ρωσία συνεργάζονται στους τομείς όπου υπάρχει σύγκλιση συμφερόντων και αντιμετώπιση απειλών, όπως είναι της τρομοκρατίας.

Η ραφοποίηση του PfP και τα μοντέλα εγγυήσεων
Η Κυβέρνηση εξήγγειλε την πρόθεσή της και έθεσε ως θέμα προτεραιότητας τη συμμετοχή της στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη (PfP). Είχε μάλιστα ζητήσει το 2013 στήριξη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την ένταξη της Κύπρου στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, προκειμένου να περιληφθεί η θέση αυτή στα συμπεράσματα του Συμβούλιου.

 Και ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδωσε τη στήριξή του, την ίδια στιγμή οι Βρετανοί, μέσω της Βαρόνης Άστον, η οποία ήταν τότε επικεφαλής της Κοινής Άμυνας και Εξωτερικής Πολιτικής της ΕΕ, επιστράτευαν τον τότε Πρόεδρο του Συμβουλίου Χέρμαν Βαν Ρομπάι, όταν επισκέφθηκε την Κύπρο το φθινόπωρο του 2013 (15 Οκτωβρίου), να συμβουλέψει την κυπριακή κυβέρνηση να βάλει στο ράφι τον PfP, για να μη θυμώσει η Τουρκία και να μη δημιουργηθούν προβλήματα στην προσπάθεια επανέναρξης των συνομιλιών. Ανάλογη θέση διατύπωσαν και προς το Υπουργείο Εξωτερικών οι Αμερικανοί, στη βάση τού ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα μπορούσε να συζητηθεί μετά τη λύση… με μια Κύπρο, όμως, αποστρατιωτικοποιημένη.

Η πολιτική της μη ένταξης στον PfP και στο ΝΑΤΟ διευκολύνεται και από τη θέση του ΑΚΕΛ, της ΕΔΕΚ και της Συμμαχίας Πολιτών, ακόμη και του ΔΗΚΟ, που τάσσονται εναντίον της ένταξής μας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Και βεβαίως, κατανοεί κάποιος τους ιδεολογικούς, αλλά και συναισθηματικούς λόγους, που σχετίζονται με τα δεινά της Κύπρου. Εάν, όντως, αυτή είναι η αιτία, τότε δεν θα έπρεπε να αναζητούν, κυρίως το ΑΚΕΛ, ούτε ομαλοποίηση των σχέσεων με την Τουρκία ούτε με τους Τουρκοκυπρίους.

Ακουσίως, και για διαφορετικούς λόγους, η στάση αυτή είναι στην ίδια γραμμή με αυτήν της Άγκυρας, η οποία θα βρισκόταν σε δύσκολη θέση να δικαιολογήσει γιατί δεν θέλει την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Συνεπώς, η Κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, οι οποίες επί μακρόν στοχεύουν στην αποκάλυψη των πραγματικών προθέσεων της Άγκυρας διεθνώς, ως φόρμουλας πιέσεων για την αποχώρηση του τουρκικού στρατού, ορθολογιστικά σκεπτόμενοι θα έπρεπε να συσχετίσουν την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ με την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και την αποχώρηση του στρατού κατοχής, καθώς και του τερματισμού των εγγυήσεων.

Αλλιώς, εάν δεν βρεθεί λύση δημοκρατική και αν δεν καταργηθούν οι εγγυήσεις και αν δεν αποχωρήσει ο τουρκικός στρατός, η Άγκυρα δεν θα ενταχθεί στην ΕΕ. Ή δεν θα αποκτήσει ούτε καν ειδική σχέση. Και να είστε βέβαιοι ότι θα βρούμε πολλούς συμμάχους να μας υποστηρίξουν στην Ευρώπη και δη τη δεξιά, η οποία θα το πράξει για τους δικούς της λόγους, όπως είναι τα θέματα εσωτερικής ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής, καθώς και το εσωτερικό «power game». Αλλιώς, θα ενισχυθεί η προώθηση εισηγήσεων τις οποίες οι Βρετανοί μεταβιβάζουν προς τη Λευκωσία, όπως είναι:

1. Οι χωριστές εγγυήσεις, δηλαδή η κάθε μητέρα πατρίδα να εγγυηθεί το «δικό της» συνιστών κράτος.
2. Η περίληψη ρήτρας που θα παραπέμπει σε μελλοντικό χρονικό διάστημα τη συζήτηση και εξέταση, κατά πόσο θα καταργηθούν ή όχι οι εγγυήσεις.

Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού. Και αν δεν δέχεται η Τουρκία να τερματιστούν οι εγγυήσεις, τι θα γίνει; Θα διαλυθεί το νέο πολιτειακό σύστημα που θα προκύψει από τη λύση; Όσο δε για τις χωριστές εγγυήσεις, το μήνυμα που δίνεται είναι σαφές: Δημιουργούνται δυο συνιστώντα υπό κηδεμονίαν κράτη. Το χειρότερο είναι άλλο: Η Άγκυρα θα μπορεί να εγγυηθεί στην πράξη το τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος, σε αντίθεση με την Ελλάδα, που θα αδυνατεί να εγγυηθεί το ελληνοκυπριακό λόγω αποστάσεως.

Εκτός και αν υπάρχει μόνιμη δύναμη στην Κύπρο, οπότε θα ανοίξουμε μια τρύπα στο νερό, εφόσον στόχος μας είναι η απαλλαγή εγγυητριών δυνάμεων. Συνεπώς, ο συνδυασμός της ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, με αποδοχή και λειτουργία χωριστών κυπριακών αγημάτων με κοινή κεντρική διοίκηση, που θα εκπροσωπεί το κράτος διεθνώς, και δη στην ΕΕ, συνιστά μια εναλλακτική επιλογή. Η πολιτική που θέλει την Κύπρο σε συμμαχίες, όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, ενισχύει την κυριαρχία μας και την έμπρακτη άσκησή της στην περιοχή.

Αυτό είναι που ενοχλεί την Τουρκία. Όπως την ενοχλούσε και την ενοχλεί η ένταξή μας στην ΕΕ. Γι' αυτό και τη βολεύει η λύση στης ομοσπονδίας, ειδικώς μέσω των εγγυήσεων και του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κρατιδίου. Διότι με μια τέτοια λύση, και αν δεν ενταχθεί στην ΕΕ ως πλήρες μέλος, η Τουρκία θα έχει λόγο όταν το θελήσει και μέσω του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους, ακόμη και αν στα χαρτιά της λύσης θα υπάρχει ρήτρα της μίας κυπριακής εκπροσώπησης.

Η επιβεβαίωση και η περιφερειακή δύναμη
Η Κυβέρνηση, ακόμη και να θέλει, δεν εμπλέκει το ΝΑΤΟ στα ζητήματα της ασφάλειας διότι θέτει βέτο κυρίως το ΑΚΕΛ, την ηγεσία του οποίου θέλει αυτήν τη φορά να πει «ναι» σε μια λύση ομοσπονδίας, ασχέτως εάν συνιστά παραλλαγή του σχεδίου Ανάν. Τα δε λοιπά κόμματα της αντιπολίτευσης, ακόμη αν κάποιοι εξ αυτών βλέπουν την ορθότητα της εμπλοκής του ΝΑΤΟ στη λογική που το έχουμε θέσει ανωτέρω, αρνούνται να την αποδεχθούν για δυο εκτός των άλλων λόγους:

Αφενός, μένουν παγιδευμένοι, όπως και το ΑΚΕΛ, σε έναν στείρο αντιΝΑΤΟϊσμό και, αφετέρου, προσδοκούν, εάν δεν έχουμε «λύση» και γίνουν βουλευτικές εκλογές, να αλιεύσουν ψήφους από το ΑΚΕΛ. Και με τον τρόπο αυτόν, από δεξιά μέχρι αριστερά επιδίδονται σε έναν παρωχημένο απορριπτισμό! Που βολεύει την Άγκυρα πριν και μετά τη λύση. Ο τουρκικός στρατός δεν θα αποχωρήσει από την Κύπρο και οι εγγυήσεις δεν θα καταργηθούν ως διά μαγείας, αλλά επί τη βάσει εναλλακτικών προτάσεων.

Όπως είναι αυτή για την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Εάν η Τουρκία δεν είχε μαξιμαλιστικό σύνδρομο, θα μπορούσε να αντιληφθεί ότι δεν χρειάζεται τις εγγυήσεις για να ελέγχει την περιοχή, ούτε τόσο στρατό κατοχής όσο διαθέτει σήμερα στην Κύπρο. Την αρκεί να είμαστε αποστρατιωτικοποιημένοι και εκτός ΝΑΤΟ, με το τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος να είναι ισότιμα ενταγμένο στην ΕΕ, όπως είπε ο κ. Ακιντζί. Και έτσι πάλι κάνει τη δουλειά της.

Βγάζει την Κυπριακή Δημοκρατία από την ΕΕ, βάζει το ψευδοκράτος ως ισότιμο συνιστών τουρκοκυπριακό κράτος και ελέγχει πλήρως την περιοχή μας στα θέματα ασφάλειας για το χατίρι του ΝΑΤΟ. Αυτό και αν είναι άλμα πάνω στην πλάτη μας, για την ανάδειξη της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης. Και έτσι επιβεβαιώνονται όσοι υποστήριζαν και υποστηρίζουν ότι η λύση της ομοσπονδίας θα εξυπηρετεί τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας.

Απορριπτικοί δεν είναι εκείνοι που επί μακρόν, όπως αυτές οι στήλες καθώς και άλλες, αναλύουν τα κακώς έχοντα για να βελτιώσουν την κατάσταση, καταθέτοντας τις εναλλακτικές στρατηγικές επιλογές, που ξεκινούν από τη δημοκρατική και ευρωπαϊκή μορφή της λύσης ώς τα θέματα της ασφάλειας. Από το σύνδρομο του απορριπτισμού διακατέχονται εκείνοι που τις απορρίπτουν με μια μονοκονδυλιά και τις αφορίζουν, αποκαλώντας τες ως δήθεν «ουτοπικές». Χωρίς να τις δοκιμάσουν. Και συμβαίνει αυτό για να δικαιώσουν τις κατά καιρούς ανεπιτυχείς φόρμουλες λύσης, όπως είναι αυτή της ομοσπονδίας στη βάση του σχεδίου Ανάν, η οποία για να περάσει από τη σφαίρα της ουτοπίας σε αυτήν της πράξης, θα πρέπει να γίνουν δεκτοί οι όροι της Άγκυρας.
ΣΗΜΕΡΙΝΗ