Λόγω των βομβαρδισμών από αμερικανικά και δυτικά αεροσκάφη
«στο Ιράκ, το «Ι.Κ.» έχει απολέσει την ικανότητα να δραστηριοποιείται
στο 30% των εδαφών που κατείχε πέρυσι το καλοκαίρι», υποστηρίζει
εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου.
Σχέδια για τρομοκρατικές επιθέσεις
μεγάλης κλίμακας εναντίον στόχων στη Δύση, με σκοπό την πρόκληση όσο το
δυνατόν περισσότερων θυμάτων, φέρεται να εκπονεί το «Ισλαμικό Κράτος»
(Ι.Κ.), σύμφωνα με εκτιμήσεις στελεχών αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
Το ενδεχόμενο αυτό αποτελεί σημαντική μεταβολή στις μεθόδους δράσης του
«Ι.Κ.», που μέχρι σήμερα ευνοούσε περισσότερο τις επιθέσεις από
ανεξάρτητους, μεμονωμένους μαχητές, χωρίς κεντρικό σχεδιασμό και με
μικρά επιχειρησιακά μέσα.
Αντίθετα, η οργάνωση Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο (AQAP) εθεωρείτο εκείνη που επεδίωκε μεγάλα, εντυπωσιακά χτυπήματα σε δυτικές πρωτεύουσες, όπως η διπλή επίθεση του Ιανουαρίου στο Παρίσι, με στόχους την εφημερίδα Charlie Hebdo και το εβραϊκό παντοπωλείο Hyper Kasher, αλλά και τον σχεδιασμό επιθέσεων εναντίον επιβατικών πτήσεων.
Η εκπαίδευση ανταρτών
Την ίδια στιγμή, οι αμερικανικές προσπάθειες για εκπαίδευση ανταρτών στη Συρία, που θα πολεμήσουν το «Ι.Κ.», αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες. Οι λίγοι αντάρτες που εκπαιδεύθηκαν (μέλη της μικρής τουρκμενικής μειονότητας της Συρίας) κατατροπώθηκαν στο πεδίο της μάχης, με τους μισούς από αυτούς να αγνοούνται, έχοντας λιποτακτήσει λίγο μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους ή έχοντας αιχμαλωτισθεί από το, υποστηριζόμενο από την Αλ Κάιντα, Μέτωπο αλ Νούσρα, όπως αποκαλύπτει Αμερικανός ανώτατος αξιωματικός στο CNN.
«Οι αντάρτες που εκπαιδεύσαμε δεν αποτελούν πια αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη. Η προσέγγισή μας πρέπει να αλλάξει επειγόντως», έλεγε στην αρχή της εβδομάδας αξιωματούχος του Πενταγώνου.
Στο μεταξύ, το «Ι.Κ.» εκπονεί τα νέα αυτά σχέδια για επιθέσεις στη Δύση σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό που υφίσταται από την Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο, τόσο σε προβολή στα μέσα ενημέρωσης όσο και σε επίπεδο στρατολόγησης νέων μελών. Το «Ι.Κ.» συνεχίζει να προσελκύει μεγάλο αριθμό νέων ξένων που φιλοδοξούν να πολεμήσουν στον ιερό πόλεμο σε Συρία και Ιράκ. Ο αριθμός των μαχητών του βρίσκεται σήμερα μεταξύ 20.000 και 30.000, χωρίς να έχει παρουσιάσει σημαντική μείωση, παρά τους εντατικούς βομβαρδισμούς από αμερικανικά και δυτικά αεροσκάφη.
«Στο Ιράκ, το “Ι.Κ.” έχει απολέσει την ικανότητα να δραστηριοποιείται στο 30% των εδαφών που κατείχε πέρυσι το καλοκαίρι, ενώ στη Βόρεια Συρία το “Ι.Κ.” έχασε περισσότερα από 17.000 τετρ. χλμ.», λέει ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τζος Ερνεστ.
Την Τρίτη, όμως, την αισιοδοξία του Λευκού Οίκου διέψευδε η απόφαση του Μετώπου αλ Νούσρα, της προσκείμενης στην Αλ Κάιντα –αλλά σιωπηλά αποδεκτής από την Ουάσιγκτον– ανταρτικής οργάνωσης στη Συρία, που μάχεται το «Ισλαμικό Κράτος», να αποχωρήσει από τα πεδία των μαχών βόρεια του Χαλεπίου, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις αμερικανοτουρκικές επιχειρήσεις με στόχο την «εκκαθάριση» της συνοριακής ζώνης μεταξύ Τουρκίας και Συρίας. Η Αλ Νούσρα αποτελεί την καλύτερα οργανωμένη –μαζί με την κουρδική πολιτοφυλακή YPG– στρατιωτική δύναμη στη Βόρεια Συρία και ίσως είναι η μόνη ικανή να αντιμετωπίσει το «Ι.Κ.».
Οι ανταρτικές οργανώσεις, στο μεταξύ, εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για τη συμμετοχή της Τουρκίας στον επιχειρησιακό σχεδιασμό, εκτιμώντας πως οι επιδιώξεις της Αγκυρας αφορούν περισσότερο τη διασφάλιση των νότιων συνόρων της και την πρόληψη δημιουργίας de facto αυτόνομου κουρδικού κράτους και λιγότερο την αποτελεσματική καταπολέμηση του «Ισλαμικού Κράτους».
Τι δίδαξε το Αφγανιστάν
Σύροι αντάρτες έχουν επικρίνει το αμερικανικό πρόγραμμα εκπαίδευσης χαρακτηρίζοντάς το πολύ περιορισμένο και αναποτελεσματικό. Η διστακτικότητα της Ουάσιγκτον, όμως, πηγάζει από τα διδάγματα του πολέμου στο Αφγανιστάν. Εκεί, ο αντικομμουνιστικός ενθουσιασμός της κυβέρνησης του προέδρου Ρέιγκαν τη δεκαετία του 1980 και η γενναιόδωρη προσφορά προηγμένων οπλικών συστημάτων στους μουτζαχεντίν, αλλά και η «επιχείρηση γοητείας» της Ουάσιγκτον με αποδέκτες Σαουδάραβες χρηματοδότες της αφγανικής αντίστασης –όπως ο Οσάμα μπιν Λάντεν–, ευνόησαν τη δημιουργία των Ταλιμπάν και της Αλ Κάιντα, με τις γνωστές δεινές συνέπειες για τις ΗΠΑ.
Η προώθηση φορητών αντιαεροπορικών πυραύλων τύπου Στίνγκερ στους Αφγανούς αντάρτες μουτζαχεντίν προσέφερε επιχειρησιακό πλεονέκτημα σε συγκεκριμένες ακραίες φράξιες της αφγανικής αντίστασης, μέσα από τις οποίες προήλθε ο μουλάς Ομάρ, ο μετέπειτα πνευματικός ηγέτης των Ταλιμπάν και «οικοδεσπότης» του Οσάμα μπιν Λάντεν.\
Η πρώτη εκεχειρία στη Συρία
Στην πρώτη εκεχειρία στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, διάρκειας 48 ωρών, συμφώνησαν την Τετάρτη οι αντάρτες με τις κυβερνητικές δυνάμεις, χάρη στη διαμεσολάβηση της Τουρκίας και του Ιράν, των δύο σημαντικότερων υποστηρικτών της κάθε πλευράς της σύρραξης. Η κατάπαυση του πυρός αφορά την κατεχόμενη από τους αντάρτες κωμόπολη Ζαμπαντάνι και τα σιιτικά χωριά στην επαρχία Ιντλίμπ της Συρίας, ενώ στη συμφωνία συμμετέχει και η οργάνωση Χεζμπολάχ του Λιβάνου, που μάχεται στο πλευρό του στρατού του καθεστώτος του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ.
Παρά τις διαφωνίες, που έχουν οδηγήσει σε ναυάγιο κάθε προηγούμενη διπλωματική προσπάθεια, η παρασκηνιακή διπλωματία, στην οποία επιδόθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Μοχάμαντ Ζαρίφ και Τούρκοι διπλωμάτες, απέδωσε καρπούς. Την ίδια ώρα, η προθυμία της Αγκυρας να συζητήσει με την Τεχεράνη και τους εκπροσώπους του καθεστώτος Ασαντ αποκαλύπτει σημαντική στροφή της τουρκικής πολιτικής, μακριά από την ακαμψία των προηγούμενων ετών και τις απαιτήσεις για απομάκρυνση του Μπασάρ αλ Ασαντ από την εξουσία. Πίσω από την τουρκική προθυμία ίσως κρύβεται η προοπτική δημιουργίας ζώνης ασφαλείας στα σύνορα Συρίας - Τουρκίας, που θα αποσοβούσε τον κίνδυνο δημιουργίας de facto ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στην περιοχή αυτή.
Έντυπη KAΘΗΜΕΡΙΝΗ
Αντίθετα, η οργάνωση Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο (AQAP) εθεωρείτο εκείνη που επεδίωκε μεγάλα, εντυπωσιακά χτυπήματα σε δυτικές πρωτεύουσες, όπως η διπλή επίθεση του Ιανουαρίου στο Παρίσι, με στόχους την εφημερίδα Charlie Hebdo και το εβραϊκό παντοπωλείο Hyper Kasher, αλλά και τον σχεδιασμό επιθέσεων εναντίον επιβατικών πτήσεων.
Η εκπαίδευση ανταρτών
Την ίδια στιγμή, οι αμερικανικές προσπάθειες για εκπαίδευση ανταρτών στη Συρία, που θα πολεμήσουν το «Ι.Κ.», αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες. Οι λίγοι αντάρτες που εκπαιδεύθηκαν (μέλη της μικρής τουρκμενικής μειονότητας της Συρίας) κατατροπώθηκαν στο πεδίο της μάχης, με τους μισούς από αυτούς να αγνοούνται, έχοντας λιποτακτήσει λίγο μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους ή έχοντας αιχμαλωτισθεί από το, υποστηριζόμενο από την Αλ Κάιντα, Μέτωπο αλ Νούσρα, όπως αποκαλύπτει Αμερικανός ανώτατος αξιωματικός στο CNN.
«Οι αντάρτες που εκπαιδεύσαμε δεν αποτελούν πια αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη. Η προσέγγισή μας πρέπει να αλλάξει επειγόντως», έλεγε στην αρχή της εβδομάδας αξιωματούχος του Πενταγώνου.
Στο μεταξύ, το «Ι.Κ.» εκπονεί τα νέα αυτά σχέδια για επιθέσεις στη Δύση σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό που υφίσταται από την Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο, τόσο σε προβολή στα μέσα ενημέρωσης όσο και σε επίπεδο στρατολόγησης νέων μελών. Το «Ι.Κ.» συνεχίζει να προσελκύει μεγάλο αριθμό νέων ξένων που φιλοδοξούν να πολεμήσουν στον ιερό πόλεμο σε Συρία και Ιράκ. Ο αριθμός των μαχητών του βρίσκεται σήμερα μεταξύ 20.000 και 30.000, χωρίς να έχει παρουσιάσει σημαντική μείωση, παρά τους εντατικούς βομβαρδισμούς από αμερικανικά και δυτικά αεροσκάφη.
«Στο Ιράκ, το “Ι.Κ.” έχει απολέσει την ικανότητα να δραστηριοποιείται στο 30% των εδαφών που κατείχε πέρυσι το καλοκαίρι, ενώ στη Βόρεια Συρία το “Ι.Κ.” έχασε περισσότερα από 17.000 τετρ. χλμ.», λέει ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τζος Ερνεστ.
Την Τρίτη, όμως, την αισιοδοξία του Λευκού Οίκου διέψευδε η απόφαση του Μετώπου αλ Νούσρα, της προσκείμενης στην Αλ Κάιντα –αλλά σιωπηλά αποδεκτής από την Ουάσιγκτον– ανταρτικής οργάνωσης στη Συρία, που μάχεται το «Ισλαμικό Κράτος», να αποχωρήσει από τα πεδία των μαχών βόρεια του Χαλεπίου, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις αμερικανοτουρκικές επιχειρήσεις με στόχο την «εκκαθάριση» της συνοριακής ζώνης μεταξύ Τουρκίας και Συρίας. Η Αλ Νούσρα αποτελεί την καλύτερα οργανωμένη –μαζί με την κουρδική πολιτοφυλακή YPG– στρατιωτική δύναμη στη Βόρεια Συρία και ίσως είναι η μόνη ικανή να αντιμετωπίσει το «Ι.Κ.».
Οι ανταρτικές οργανώσεις, στο μεταξύ, εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για τη συμμετοχή της Τουρκίας στον επιχειρησιακό σχεδιασμό, εκτιμώντας πως οι επιδιώξεις της Αγκυρας αφορούν περισσότερο τη διασφάλιση των νότιων συνόρων της και την πρόληψη δημιουργίας de facto αυτόνομου κουρδικού κράτους και λιγότερο την αποτελεσματική καταπολέμηση του «Ισλαμικού Κράτους».
Τι δίδαξε το Αφγανιστάν
Σύροι αντάρτες έχουν επικρίνει το αμερικανικό πρόγραμμα εκπαίδευσης χαρακτηρίζοντάς το πολύ περιορισμένο και αναποτελεσματικό. Η διστακτικότητα της Ουάσιγκτον, όμως, πηγάζει από τα διδάγματα του πολέμου στο Αφγανιστάν. Εκεί, ο αντικομμουνιστικός ενθουσιασμός της κυβέρνησης του προέδρου Ρέιγκαν τη δεκαετία του 1980 και η γενναιόδωρη προσφορά προηγμένων οπλικών συστημάτων στους μουτζαχεντίν, αλλά και η «επιχείρηση γοητείας» της Ουάσιγκτον με αποδέκτες Σαουδάραβες χρηματοδότες της αφγανικής αντίστασης –όπως ο Οσάμα μπιν Λάντεν–, ευνόησαν τη δημιουργία των Ταλιμπάν και της Αλ Κάιντα, με τις γνωστές δεινές συνέπειες για τις ΗΠΑ.
Η προώθηση φορητών αντιαεροπορικών πυραύλων τύπου Στίνγκερ στους Αφγανούς αντάρτες μουτζαχεντίν προσέφερε επιχειρησιακό πλεονέκτημα σε συγκεκριμένες ακραίες φράξιες της αφγανικής αντίστασης, μέσα από τις οποίες προήλθε ο μουλάς Ομάρ, ο μετέπειτα πνευματικός ηγέτης των Ταλιμπάν και «οικοδεσπότης» του Οσάμα μπιν Λάντεν.\
Η πρώτη εκεχειρία στη Συρία
Στην πρώτη εκεχειρία στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, διάρκειας 48 ωρών, συμφώνησαν την Τετάρτη οι αντάρτες με τις κυβερνητικές δυνάμεις, χάρη στη διαμεσολάβηση της Τουρκίας και του Ιράν, των δύο σημαντικότερων υποστηρικτών της κάθε πλευράς της σύρραξης. Η κατάπαυση του πυρός αφορά την κατεχόμενη από τους αντάρτες κωμόπολη Ζαμπαντάνι και τα σιιτικά χωριά στην επαρχία Ιντλίμπ της Συρίας, ενώ στη συμφωνία συμμετέχει και η οργάνωση Χεζμπολάχ του Λιβάνου, που μάχεται στο πλευρό του στρατού του καθεστώτος του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ.
Παρά τις διαφωνίες, που έχουν οδηγήσει σε ναυάγιο κάθε προηγούμενη διπλωματική προσπάθεια, η παρασκηνιακή διπλωματία, στην οποία επιδόθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Μοχάμαντ Ζαρίφ και Τούρκοι διπλωμάτες, απέδωσε καρπούς. Την ίδια ώρα, η προθυμία της Αγκυρας να συζητήσει με την Τεχεράνη και τους εκπροσώπους του καθεστώτος Ασαντ αποκαλύπτει σημαντική στροφή της τουρκικής πολιτικής, μακριά από την ακαμψία των προηγούμενων ετών και τις απαιτήσεις για απομάκρυνση του Μπασάρ αλ Ασαντ από την εξουσία. Πίσω από την τουρκική προθυμία ίσως κρύβεται η προοπτική δημιουργίας ζώνης ασφαλείας στα σύνορα Συρίας - Τουρκίας, που θα αποσοβούσε τον κίνδυνο δημιουργίας de facto ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στην περιοχή αυτή.