ΗΛΙΑΣ ΜΠΕΛΛΟΣ-Μπορεί η κυβέρνηση να ενέκρινε με
καθυστέρηση πολλών μηνών την σύμβαση παραχώρησης των 14 περιφερειακών
αεροδρομίων, ωστόσο η ολοκλήρωση της αποκρατικοποίησης, από την οποία
αναμένονται έσοδα 1,234 δισ. ευρώ, είναι στον «αέρα» λόγω προσκομμάτων
που θέτει πλέον η πλευρά του αναδόχου.Το σχήμα υπό τη γερμανική Fraport αφενός μεν ζητεί να της παρασχεθούν
αδιαμφισβήτητες εγγυήσεις για την παραχώρηση, αλλά επίσης, σύμφωνα με
αξιόπιστες πληροφορίες, δυσκολεύεται να εξασφαλίσει χρηματοδότηση
εξαιτίας του ρίσκου της χώρας. Η σύμβαση για την παραχώρηση των
αεροδρομίων δεν έχει ακόμη υπογραφεί, αν και πηγές με γνώση των
λεπτομερειών της υπόθεσης διαβεβαιώνουν την «Κ» πως θα καταβληθεί
ιδιαίτερη προσπάθεια, με επισπεύδοντα το ΤΑΙΠΕΔ, ώστε αυτό να καταστεί
δυνατόν ενδεχομένως έως τα τέλη Νοεμβρίου. Θα χρειαστεί βέβαια για κάτι
τέτοιο και η παράταση ισχύος της εγγυητικής επιστολής, συμπληρώνουν οι
ίδιες πληροφορίες. Ακόμη και έτσι, όμως, αρμόδιοι παράγοντες εκφράζουν
επιφυλάξεις για το κατά πόσο το τίμημα του 1,234 δισ. ευρώ θα μπορέσει
να εισπραχθεί εντός του 2015, όπως προβλέπεται στο νέο μνημόνιο.
Πηγές με γνώση των όσων διημείφθησαν το προηγούμενο εξάμηνο μεταξύ Αθήνας και Fraport αποκαλύπτουν στην «Κ» πως οι Γερμανοί, λόγω πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας στην Ελλάδα, είχαν φτάσει στο σημείο να ισχυρίζονται πως η προσφορά τους δεν ήταν δεσμευτική και να εξέταζαν την πλήρη αποχώρηση. «Ηθελαν να φύγουν και το άνοιγμα της συζήτησης για συμμετοχή του Δημοσίου στο σχήμα που θα αποκτήσει τον έλεγχο των αεροδρομίων όπως και οι κάθε λογής δηλώσεις από αρμόδιους και αναρμόδιους τους έδωσε το δικαίωμα να αμφισβητήσουν τις δεσμεύσεις τους», αναφέρουν παράγοντες που συμμετείχαν στην όλη διαδικασία. Θυμίζουν, δε, τη συνάντηση –στα τέλη Απριλίου– του υπουργού Οικονομίας Γιώργου Σταθάκη με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Fraport, Stefan Schulte, και δηλώσεις από ελληνικής πλευράς για αλλαγή των όρων της συμφωνίας. Υπενθυμίζουν επίσης τα διαβήματα του πρωθυπουργού του ομόσπονδου γερμανικού κρατιδίου της Εσσης (το οποίο ελέγχει το 31,35% της γερμανικής εισηγμένης) Βόλκερ Μπούφερ στον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ για εγγυήσεις ολοκλήρωσης της συμφωνίας.
Φαίνεται πάντως πως το ΤΑΙΠΕΔ πέτυχε να διατηρήσει την πλήρη και ουσιαστική εμπλοκή της Fraport, αλλά όχι και να υπογραφεί η σύμβαση. Τώρα το κυβερνητικό συμβούλιο οικονομικής πολιτικής (ΚΥΣΟΙΠ), σύμφωνα με την απόφαση που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενέκρινε την υπογραφή από το ΤΑΙΠΕΔ της σύμβασης παραχώρησης αναβάθμισης, συντήρησης, διαχείρισης και λειτουργίας των 14 περιφερειακών αεροδρομίων.
Ομως η υπογραφή εκκρεμεί. Με δηλώσεις εκπροσώπου της, η Fraport χαρακτηρίζει την απόφαση αυτή του ΚΥΣΟΙΠ «βάση για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Fraport και του ΤΑΙΠΕΔ», και διευκρινίζει πως ο γερμανικός όμιλος δεν είναι σε θέση να κάνει λόγο για το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων όπως και ότι δεν υπάρχει χρονοδιάγραμμα για τις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν πως ο γερμανικός όμιλος επιθυμεί τόσο να κερδίσει χρόνο όσο και ενδεχόμενες παραχωρήσεις, ενώ παράλληλα επιδιώκει να μην εμφανιστεί ως πειθήνιος επενδυτής που περίμενε υπομονετικά για να πληρώσει ένα τίμημα που ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει χαρακτηρίσει δίκαιο. Πόσο μάλλον που από τον Νοέμβριο του 2014, οπότε και κατατέθηκε η δεσμευτική προσφορά, έως σήμερα η ελληνική οικονομία έχει διολισθήσει από αναπτυσσόμενη σε υφεσιακή και έχουν επιβληθεί έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική πλευρά έχει προβλέψει στο Asset Development Plan του ΤΑΙΠΕΔ, που ψηφίστηκε ως παράρτημα του Μνημονίου από τη Βουλή, κλείσιμο όλων των εκκρεμοτήτων «το ταχύτερο δυνατό», ψήφιση της σύμβασης παραχώρησης από τη Βουλή τον Ιανουάριο του 2016 και παράδοση των αεροδρομίων τον Μάρτιο του 2016. Η προσφορά της Fraport (σε κοινοπραξία με τη Slentel Ltd, συμφερόντων του ομίλου Κοπελούζου) πέρυσι τον Νοέμβριο προέβλεπε 1,234 δισ. ευρώ εφάπαξ τίμημα και 22,9 εκατ. ετήσιο εγγυημένο καταβλητέο μίσθωμα, αναπροσαρμοζόμενο ετησίως βάσει του πληθωρισμού.
Επενδύσεις 1,4 δισ.
Οι επενδύσεις που θα υλοποιηθούν την πρώτη 4ετία σύμφωνα με όσα προβλέπει η προσφορά της κοινοπραξίας θα προσεγγίσουν τα 330 εκατ., ενώ για όλη τη διάρκεια της παραχώρησης θα φτάσουν κοντά στο 1,4 δισ. Τα ποσά αυτά είναι επιπλέον του εφάπαξ τιμήματος και του ετήσιου εγγυημένου καταβλητέου μισθώματος.
Κύριος μέτοχος της εισηγμένης στη Φρανκφούρτη Fraport είναι, το γερμανικό ομόσπονδο κρατίδιο της Εσσης (31,35%), και ακολουθούν το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Εσσης (20,2%), η αεροπορική εταιρεία Lufthansa (8,45%), η αυστραλιανή επενδυτική εταιρεία Rare Infrastructure Limited (5,27%) ενώ οι λοιποί μέτοχοι ελέγχουν το υπόλοιπο 34,91%.
Πηγές με γνώση των όσων διημείφθησαν το προηγούμενο εξάμηνο μεταξύ Αθήνας και Fraport αποκαλύπτουν στην «Κ» πως οι Γερμανοί, λόγω πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας στην Ελλάδα, είχαν φτάσει στο σημείο να ισχυρίζονται πως η προσφορά τους δεν ήταν δεσμευτική και να εξέταζαν την πλήρη αποχώρηση. «Ηθελαν να φύγουν και το άνοιγμα της συζήτησης για συμμετοχή του Δημοσίου στο σχήμα που θα αποκτήσει τον έλεγχο των αεροδρομίων όπως και οι κάθε λογής δηλώσεις από αρμόδιους και αναρμόδιους τους έδωσε το δικαίωμα να αμφισβητήσουν τις δεσμεύσεις τους», αναφέρουν παράγοντες που συμμετείχαν στην όλη διαδικασία. Θυμίζουν, δε, τη συνάντηση –στα τέλη Απριλίου– του υπουργού Οικονομίας Γιώργου Σταθάκη με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Fraport, Stefan Schulte, και δηλώσεις από ελληνικής πλευράς για αλλαγή των όρων της συμφωνίας. Υπενθυμίζουν επίσης τα διαβήματα του πρωθυπουργού του ομόσπονδου γερμανικού κρατιδίου της Εσσης (το οποίο ελέγχει το 31,35% της γερμανικής εισηγμένης) Βόλκερ Μπούφερ στον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ για εγγυήσεις ολοκλήρωσης της συμφωνίας.
Φαίνεται πάντως πως το ΤΑΙΠΕΔ πέτυχε να διατηρήσει την πλήρη και ουσιαστική εμπλοκή της Fraport, αλλά όχι και να υπογραφεί η σύμβαση. Τώρα το κυβερνητικό συμβούλιο οικονομικής πολιτικής (ΚΥΣΟΙΠ), σύμφωνα με την απόφαση που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενέκρινε την υπογραφή από το ΤΑΙΠΕΔ της σύμβασης παραχώρησης αναβάθμισης, συντήρησης, διαχείρισης και λειτουργίας των 14 περιφερειακών αεροδρομίων.
Ομως η υπογραφή εκκρεμεί. Με δηλώσεις εκπροσώπου της, η Fraport χαρακτηρίζει την απόφαση αυτή του ΚΥΣΟΙΠ «βάση για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Fraport και του ΤΑΙΠΕΔ», και διευκρινίζει πως ο γερμανικός όμιλος δεν είναι σε θέση να κάνει λόγο για το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων όπως και ότι δεν υπάρχει χρονοδιάγραμμα για τις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν πως ο γερμανικός όμιλος επιθυμεί τόσο να κερδίσει χρόνο όσο και ενδεχόμενες παραχωρήσεις, ενώ παράλληλα επιδιώκει να μην εμφανιστεί ως πειθήνιος επενδυτής που περίμενε υπομονετικά για να πληρώσει ένα τίμημα που ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει χαρακτηρίσει δίκαιο. Πόσο μάλλον που από τον Νοέμβριο του 2014, οπότε και κατατέθηκε η δεσμευτική προσφορά, έως σήμερα η ελληνική οικονομία έχει διολισθήσει από αναπτυσσόμενη σε υφεσιακή και έχουν επιβληθεί έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική πλευρά έχει προβλέψει στο Asset Development Plan του ΤΑΙΠΕΔ, που ψηφίστηκε ως παράρτημα του Μνημονίου από τη Βουλή, κλείσιμο όλων των εκκρεμοτήτων «το ταχύτερο δυνατό», ψήφιση της σύμβασης παραχώρησης από τη Βουλή τον Ιανουάριο του 2016 και παράδοση των αεροδρομίων τον Μάρτιο του 2016. Η προσφορά της Fraport (σε κοινοπραξία με τη Slentel Ltd, συμφερόντων του ομίλου Κοπελούζου) πέρυσι τον Νοέμβριο προέβλεπε 1,234 δισ. ευρώ εφάπαξ τίμημα και 22,9 εκατ. ετήσιο εγγυημένο καταβλητέο μίσθωμα, αναπροσαρμοζόμενο ετησίως βάσει του πληθωρισμού.
Επενδύσεις 1,4 δισ.
Οι επενδύσεις που θα υλοποιηθούν την πρώτη 4ετία σύμφωνα με όσα προβλέπει η προσφορά της κοινοπραξίας θα προσεγγίσουν τα 330 εκατ., ενώ για όλη τη διάρκεια της παραχώρησης θα φτάσουν κοντά στο 1,4 δισ. Τα ποσά αυτά είναι επιπλέον του εφάπαξ τιμήματος και του ετήσιου εγγυημένου καταβλητέου μισθώματος.
Κύριος μέτοχος της εισηγμένης στη Φρανκφούρτη Fraport είναι, το γερμανικό ομόσπονδο κρατίδιο της Εσσης (31,35%), και ακολουθούν το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Εσσης (20,2%), η αεροπορική εταιρεία Lufthansa (8,45%), η αυστραλιανή επενδυτική εταιρεία Rare Infrastructure Limited (5,27%) ενώ οι λοιποί μέτοχοι ελέγχουν το υπόλοιπο 34,91%.