19 Αυγούστου 2015

Αττίλας ΙΙ, 41 χρόνια μετά: Ο Ντε Γκωλ, ο Καραμανλής και η Ευρωζώνη


Αττίλας ΙΙ, 41 χρόνια μετά: Ο Ντε Γκωλ, ο Καραμανλής και η Ευρωζώνη
Του Χρίστου X. Λιάπη, MD, MSc, PhD-Η 14η Αυγούστου, εκτός από παραμονή του «Πάσχα του Καλοκαιριού» όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται η εορτή της κοιμήσεως της Θεοτόκου, αποτελεί και τη θλιβερή και αποφράδα επέτειο του Αττίλα ΙΙ, της δεύτερης, δηλαδή, τουρκικής εισβολής που ολοκλήρωσε το καταστροφικό έργο του ακρωτηριασμού της Κύπρου. Φαίνεται πως οι ημέρες του Δεκαπενταυγούστου δεν αποδεικνύονται και τόσο «τυχερές» για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, παρά την εορτή της Θεομήτορος ποστάτιδός των, καθώς Δεκαπενταύγουστο του  1940 τορπιλίστηκε από ιταλικό υποβρύχιο και η φρεγάτα «Έλλη», την ώρα που απέδιδε τιμές στο λιμάνι της Τήνου.

Αμέσως μετά τη δεύτερη τουρκική εισβολή στην Κύπρο η τότε ελληνική Κυβέρνηση, με ανακοίνωσή της, την 14η Αυγούστου 1974 κατηγόρησε το ΝΑΤΟ πως αδυνατεί να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο συνεστήθη, αφού δεν μπορεί να αποτρέψει το πόλεμο μεταξύ δύο μελών του και με απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προχώρησε στην αποχώρηση της χώρας μας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Ένα παράτολμο στρατήγημα που μπορεί να βρει ανάλογο διπλωματικό προηγούμενο μόνον στην απόφαση του -ιδεολογικά ομογάλακτου του Καραμανλή- Γάλλου Προέδρου, στρατηγού Ντε Γκωλ, ο οποίος τον Ιούνιο του 1963 είχε προχωρήσει σε ανάλογη αποχώρηση της Γαλλίας από τη Βορειοατλαντική συμμαχία, προκειμένου η χώρα του να αποκτήσει αυτονομία στη διαχείριση των πυρηνικών της δυνάμεων. Ήταν η ίδια σκληρή διαπραγματευτική γραμμή που εφάρμοσε λίγα χρόνια αργότερα, πάλι ο Σάρλ Ντε Γκωλ εντός της τότε ΕΟΚ, με την κρίση της «άδειας καρέκλας». Όμως η Ελλάδα δεν είναι Γαλλία και για αυτό, όσες φορές τόσο εντός του ΝΑΤΟ όσο και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης υιοθετήθηκε –είτε ως αληθής πολιτική κίνηση, είτε ως διαπραγματευτική μπλόφα- η στρατηγική της επαπειλούμενης αποχώρησης, η χώρα μας αναγκάστηκε να ανακρούσει πρύμναν και να επιστρέψει στο τραπέζι και στις καρέκλες των διαπραγματεύσεων με χειρότερες, μάλιστα, από τις αρχικές προύποθέσεις.

Σαρανταένα χρόνια πέρασαν από την εισβολή των Τούρκων στη Μεγαλόνησο η οποία, εκτός από τον τραγικό ακρωτηριασμό του Κυπριακού Ελληνισμού σηματοδότησε ουσιαστικά και την πτώση της δικτατορίας της “21ης Απριλίου” –ή μάλλον ακριβέστερα της Ιωαννιδικής μετεξέλιξής της- και την απαρχή της μεταπολίτευσης. Σαρανταένα χρόνια πέρασαν από εκείνο το πολιτικά πυκνό και στρατιωτικά ηττημένο καλοκαίρι του 1974 -που η κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, κλήθηκε να περισώσει ότι μπορούσε από το εθνικό χάος που κατέλειπαν, με τις τραγικές εξελίξει στη Μεγαλόνησο η χουντικοί χειρισμοί- για να αποκτήσει η Ελλάδα την πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς η οποία, εν μέσω των σύγχρονων εθνικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα μας, με τον ευρωπαϊκό κλοιό των δανειστών να στενεύει γύρω μας, κλήθηκε να αποδείξει αν το αντιστασιακό, ιστορικό, της πρόσημο μπορούσε να φέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα ελάφρυνσης των κοινωνικοικονομικών βαρών του λαού ή αν απλώς θα επανεισήγαγε τη λιτότητα με άλλο θεσμικό ένδυμα ή το χάος ως εναλλακτικό ιδεολόγημα και παραπροϊόν της ανεφάρμοστης και αλαζονικής διαπραγμάτευσης στη βάση θεωρηματικών ακαδημαϊκοπολιτικών συρραμμάτων της «οικονομίας των αμφιθεάτρων», του λαϊκισμού και του «σηκωμένου γιακά». Σηκωμένα μανίκια ήταν τελικά αυτά που χρειάζονταν πάντα και που εξακολουθούν να χρειάζονται για να τελεσφορήσει παραγωγικά για τη χώρα το επίμοχθο έργο της διαπραγμάτευσης και όχι σηκωμένοι γιακάδες με ερυθρόχρωμα επιρράματα.

Όσο και αν τα πολιτικά μεγέθη είναι διαφορετικά, τόσο σε επίπεδο προσωπικοτήτων όσο και γεωστρατηγικών διακυβευμάτων, η αποχώρηση της Ελλάδος από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, το καλοκαίρι του 1974, παρουσιάζει αρκετές αναλογίες με την προσφάτως, επίσης εν μέσω θέρους, επαπειληθείσα αποχώρηση της Ελλάδος από την Ευρωζώνη.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν αταλάντευτα προσηλωμένος στον δυτικότροπο προσανατολισμό της χώρας μας. Παρόλα αυτά, προκειμένου να ασκήσει ύστατες διπλωματικές πιέσεις και να κατευνάσει τα έντονα αντιαμερικανικά αισθήματα της κοινής γνώμης –η οποία φόρτωνε στον αμερικανικό παράγοντα τόσο την επταετία όσο και την εισβολή του Ετζεβίτ- δεν δίστασε να αποσυνδέσει την Ελλάδα από το επιχειρησιακό άρμα του ΝΑΤΟ. Αντιλαμβανόμενος, όμως ταχέως, πως αυτή του η ενέργεια είχε ελάχιστο αντίκτυπο τριγωνικής διπλωματικής πίεσης των συμμάχων μας στην Τουρκία και πως, τουναντίον, υπονόμευε και την προσπάθειά του για ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ και τις εν γένει αποτρεπτικές δυνατότητες των ενόπλων μας δυνάμεων, προσπάθησε να οικοδομήσει συνδέσμους επανόδου της χώρας μας στη Βορειοατλαντική συμμαχία. Μόνον που, όπως και σε κάθε περίπτωση διαπραγματευτικής υπαναχώρησης, οι όροι επιστροφής διαμορφώνονταν -εν προκειμένω και ελέω Τουρκίας- χειρότεροι από το πλαίσιο που ρύθμιζε την προ της αποχωρήσεώς μας συμμαχική επιχειρησιακή ανάπτυξη των ενόπλων μας δυνάμεων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Πολλά μάλιστα από τα αμυντικά και διπλωματικά κενά που εμφανίζει μέχρι σήμερα η Εθνική μας Άμυνα στο Αιγαίο έλκουν τις γενεσιουργές των αιτίες σε εκείνη την παράτολμη και άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος αποχώρησή μας από τον στρατιωτικό βραχίονα του ΝΑΤΟ.

Κάτι ανάλογο συνέβη και το φετινό καλοκαίρι, με την Κυβέρνηση του κ. Τσίπρα να επιδίδεται σε δημοψηφισματικούς λεονταρισμούς εξόδου μας από την Ευρωζώνη, επιδιώκοντας να ασκήσει πίεση στους δανειστές για αποτροπή των μνημονιακών τους απαιτήσεων. Όταν όμως οι πολίτες άρχισαν να γεύονται τις εκτός Ευρωζώνης ζοφερότητες –χωρίς να παραγνωρίζουμε πως και οι εντός ευρωζώνης λιτότητες είναι αναλόγως καταστροφικές, αλλά προτιμητέες- ο Πρωθυπουργός έσπευσε να απολύσει τον επί των Οικονομικών Υπουργό του και να προχωρήσει στην εγκατάλειψη της διαπραγματευτικής τακτικής της «άδειας καρέκλας», ζητώντας την άμεση μνημονιακή διάσωση της χώρας. Μόνον που καθώς οι μπλόφες αποδείχθηκαν άσφαιρες, οι προϋποθέσεις επιστροφής στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ήταν χειρότερες, οδηγώντας στην υπογραφή του πλέον δυσβάστακτου από όλα τα μνημόνια.

Η ιστορία έχει την τάση να επαναλαμβάνεται ως φάρσα κι όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος από Πρωθυπουργός του –έστω και μεταγενέστερα ειπωθέντος-  «ανήκομεν εις την δύσιν» έγινε αυτός που τολμηρώς αποσυνέδεσε την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ, για να σπεύσει εχεφρόνως να αναγνωρίσει το γεωστρατηγικό του λάθος του και να την επανεντάξει πλήρως σε αυτό, έτσι και ο Αλέξης Τσίπρας από πολιτικός αρχηγός του «σκίζουμε τα μνημόνια» έγινε ο Πρωθυπουργός της επαχθεστέρας των μνημονιακών συμφωνιών. Στη βάση και των δύο αυτών παλινωδιών, που απέχουν μεταξύ τους πάνω από 40 χρόνια, κρύβεται η διαχρονική αστοχία των ελληνικών κυβερνήσεων να κατανοήσουν και να προβλέψουν τον αντίκτυπο των επιλογών τους, οι οποίες μπορεί να κολακεύουν το λαϊκό αίσθημα αλλά έχουν ελάχιστη διαπραγματευτική αποτελεσματικότητα στο τραπέζι των ξένων ηγετών.

Μεσούντων των διαπραγματεύσεων επανένταξης της χώρας μας στο ΝΑΤΟ, το 1979, ο τότε διευθυντής της CIA φέρεται να ενημερώνει με αναφορά του τον βοηθό Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι για την εκτίμηση του τότε Πρέσβη μας στην Ουάσιγκτον κ. Τζούνη, σύμφωνα με την οποία «η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε αντιληφθεί πόσο αντιδημοφιλής ήταν μεταξύ των ανώτερων διαμορφωτών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής». Πολλά χρόνια μετά, ο  Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, ως Καθηγητής Εξωτερικής Πολιτικής πλέον, ξεκινά, στο βιβλίο του «Η δεύτερη Ευκαρία», το κεφάλαιο που αναφέρεται στον Τζορτζ Μους τον νεότερο, λέγοντας πως «Η νέμεση ακολουθεί κατά πόδας την αλαζονεία». Και φυσικά, στις διαπραγματεύσεις, όπως και στη ζωή, σπάνια υπάρχει δεύτερη ευκαιρία.
* Ψυχίατρος, Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών, email: chliapis@yahoo.gr