Του Σταύρου Λυγερού]
Η άρνηση 39 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ να υπερψηφίσουν την περασμένη Τετάρτη τη νύχτα τα προαπαιτούμενα εν όψει του 3ου Μνημονίου πυροδότησε μία δυναμική, η οποία πιθανότατα θα οδηγήσει σε διάσπαση το κόμμα του Τσίπρα. Η πρώτη πράξη ήταν ο ανασχηματισμός, ο οποίος αποτελεί ένα βήμα προς την οριστικοποίηση του σχίσματος στον ΣΥΡΙΖΑ. Η δεύτερη πράξη αναμένεται να είναι η προκήρυξη εκλογών το φθινόπωρο, από τις οποίες πιθανότατα θα προκύψει ένα νέο πολιτικό σκηνικό.
Το ζήτημα της παραμονής ή της εξόδου από την Ευρωζώνη έχει απασχολήσει επανειλημμένως τον ΣΥΡΙΖΑ. Η γύρω από τον Τσίπρα κομματική πλειοψηφία θεωρούσε πώς υπάρχουν περιθώρια βιώσιμης λύσης του ελληνικού προβλήματος εντός της Ευρωζώνης. Αντιθέτως, ο Λαφαζάνης και τα υπόλοιπα στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας θεωρούσαν πως μόνο η συντεταγμένη επιστροφή στη δραχμή θα επέτρεπε στην Ελλάδα να απαλλαγεί από τον κορσέ των μνημονιακών πολιτικών. Είχαν, ωστόσο, αποδεχθεί τη θέση της πλειοψηφίας, θεωρώντας πως με την πάροδο του χρόνου τα γεγονότα θα δικαίωναν τη θέση τους.
Όσο οι διαπραγματεύσεις με το ευρωιερατείο δεν οδηγούσαν σε αποτέλεσμα, η αντίθεση που υπέφωσκε στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ τουλάχιστον από το 2010 μπορούσε να επικαλύπτεται. Από τη στιγμή, όμως, που ο Τσίπρας αποδέχθηκε με βαριά καρδιά τις απαιτήσεις των δανειστών για να αποτρέψει την έξοδο από την Ευρωζώνη, ο κόμπος έφθασε στο χτένι. Η συμφωνία για το 3ο Μνημόνιο έβγαλε με δύναμη στην επιφάνεια το στρατηγικού χαρακτήρα εσωκομματικό ρήγμα.
Είναι αξιοσημείωτο πως απέναντι στην ηγετική ομάδα δεν είναι μόνο η οργανωμένη Αριστερή Πλατφόρμα. Είναι και στελέχη που μέχρι τώρα ανήκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην υπό τον Τσίπρα εσωκομματική πλειοψηφία. Αυτό αφορά τη σημαντική συνιστώσα ΚΟΕ του Ρινάλντι, αλλά και αρκετά μεμονωμένα στελέχη. Το έγγραφο διάβημα των 109 μελών της Κεντρικής Επιτροπής (σε σύνολο 201 μελών) καταδεικνύει πως μετά τις τελευταίες εξελίξεις ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει σ’ αυτό το κρίσιμο ζήτημα χάσει την πλειοψηφία στο ανώτατο κομματικό όργανο (μεταξύ δύο συνεδρίων). Γι’ αυτό και αποφεύγει να το συγκαλέσει.
Το πλεονέκτημα του Τσίπρα είναι πως το εσωκομματικό μέτωπο που στρέφεται εναντίον της πολιτικής επιλογής του είναι ιδεολογικοπολιτικά ετερόκλητο. Με άλλα λόγια, είναι πολύ δύσκολο να συνασπισθεί στη βάση κοινών πολιτικών παρονομαστών για να υποστηρίξει μία εναλλακτική λύση. Γι’ αυτό και το ενδεχόμενο ο έλεγχος του ΣΥΡΙΖΑ να περάσει στα χέρια της εσωκομματικής αντιπολίτευσης συγκεντρώνει ελάχιστες πιθανότητες.
Το μέγαρο Μαξίμου διαπιστώνει πως το γυαλί έχει ραγίσει. Η μόνη περίπτωση να αποτραπεί η διάσπαση είναι το αμέσως επόμενο διάστημα τα γεράκια του ευρωιερατείου να τορπιλίσουν την υλοποίηση της συμφωνίας που προέκυψε τη νύχτα της περασμένης Κυριακής στη σύνοδο κορυφής της Ευρωζώνης. Στην υπαρκτή αλλά όχι πολύ πιθανή αυτή περίπτωση, θα έπαυε να υφίσταται η αιτία που προκαλεί την εσωκομματική ρήξη και ως εκ τούτου θα υπήρχαν περιθώρια για γεφύρωση του ρήγματος.
Προς το παρόν, η περί τον Τσίπρα ηγετική ομάδα και η Αριστερή Πλατφόρμα επιδίδονται σε ελιγμούς για να μην χρεωθούν το πολιτικό κόστος του σχίσματος και κατ’ επέκτασιν για να προσελκύσουν προς την πλευρά τους το μεγαλύτερο δυνατόν τμήμα του κομματικού μηχανισμού. Αυτός είναι ο λόγος που οι αντιφρονούντες δηλώνουν πως συνεχίζουν να στηρίζουν την κυβέρνηση, δημιουργώντας την πρωτόγνωρη και αντιφατική κατάσταση μίας συμπολιτευόμενης αντιπολίτευσης! Οι Λαφαζάνης, Ήσυχος και Στρατούλης δεν παραιτήθηκαν αμέσως από τα χαρτοφυλάκιά τους όχι επειδή έτρεφαν αυταπάτες πως θα τα διατηρήσουν, αλλά για να φανεί πως είναι ο πρωθυπουργός που τους απομακρύνει.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να υπογραμμίσουμε τη διάκριση ανάμεσα στον “μικρό ΣΥΡΙΖΑ” του 4% και στον “μεγάλο ΣΥΡΙΖΑ” του 36,5%. Ο κομματικός μηχανισμός αντανακλά και εκφράζει ιδεολογικοπολιτικά τον “μικρό ΣΥΡΙΖΑ”. Δεν εκφράζει τον “μεγάλο ΣΥΡΙΖΑ”, η βάση του οποίου αποτελείται κατά κανόνα από εκλογικούς πρόσφυγες (κεντροαριστερής, αλλά και κεντροδεξιάς προέλευσης). Αυτοί μετέτρεψαν το μικρό κόμμα διαμαρτυρίας σε πρώτο κόμμα.
Οι εν λόγω εκλογικοί πρόσφυγες δεν ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ επειδή συμμερίζονται τις ιδεολογικές αντιλήψεις της Κουμουνδούρου. Τον ψήφισαν επειδή έτρεφαν την ελπίδα πως ο νέος και πολιτικά άφθαρτος Τσίπρας θα υλοποιούσε την προεκλογική επαγγελία του να σταματήσει τις καταστροφικές επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών. Μ’ αυτή την έννοια, η πολιτική αναφορά των πολιτών που το 2012 και το 2015 ψήφισαν για πρώτη φορά ΣΥΡΙΖΑ είναι ο Τσίπρας κι όχι η Κουμουνδούρου.
Αυτό σημαίνει πως εάν ο πρωθυπουργός αποφάσιζε να ιδρύσει δικό του κόμμα θα εξασφάλιζε τη μερίδα του λέοντος από το 36,5% του Ιανουαρίου 2015 κι όχι μόνο. Το 61,3% του δημοψηφίσματος, άλλωστε, κατέδειξε –μεταξύ των άλλων– πως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων έχει στρέψει την πλάτη προς το φθαρμένο πολιτικό προσωπικό που κυβέρνησε τη χώρα τις προηγούμενες δεκαετίες και προς το παρόν εναποθέτει τις ελπίδες του στον Τσίπρα.
Η εκ μέρους του πρωθυπουργού αποδοχή ενός 3ου Μνημονίου διαφοροποιεί τα πράγματα, αλλά δεν τα αλλάζει ποιοτικά. Υπάρχει μία μερίδα ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που θεωρεί ότι κακώς υποχώρησε, αλλά η συντριπτική πλειονότητα τον δικαιολογεί. Μπορεί να θέλει να απαλλαγεί από την εξοντωτική λιτότητα, αλλά έχει πεισθεί πως στο σημείο που είχαν φθάσει τα πράγματα δεν υπήρχε άλλος δρόμος από την επίτευξη συμφωνίας. Το κλείσιμο των τραπεζών και η μη παροχή ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκάλεσε συμπτώματα στραγγαλισμού της ελληνικής οικονομίας. Η άμεση προοπτική κατάρρευσής της ήταν εκ των πραγμάτων ένα ισχυρό σοκ για όλους.
Αυτός είναι ο λόγος που η συμφωνία έγινε κατά κανόνα δεκτή με ανακούφιση όχι μόνο από τους υποστηρικτές του “ναι”, αλλά και από τη συντριπτική πλειοψηφία των υποστηρικτών του “όχι”. Στη δεύτερη αυτή κατηγορία κυριαρχεί η εντύπωση πως ο Τσίπρας πάλεψε όσο μπορούσε και υποχώρησε μόνο όταν εξάντλησε όλα τα περιθώρια.
Η γενική αυτή εντύπωση σε μεγάλο βαθμό επικαλύπτει τα πολλά και μεγάλα σφάλματα που ο ίδιος και η κυβέρνησή του έχουν διαπράξει κατά τη διάρκεια των πεντάμηνων διαπραγματεύσεων με τους δανειστές. Αλλά και οι υποστηρικτές του “ναι” βλέπουν πια τον πρωθυπουργό με άλλο μάτι. Το κλίμα αυτό τροφοδοτεί τις προσδοκίες στο μέγαρο Μαξίμου πως στις εκλογές του φθινοπώρου ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα θα παραμείνει με άνεση πρώτο κόμμα.
Η άρνηση των 39 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ να υπερψηφίσουν την περασμένη Τετάρτη τα προαπαιτούμενα εγείρει πολιτικό ζήτημα για την κυβέρνηση Τσίπρα, αλλά όχι και θεσμικό. Πρώτον, επειδή, όπως έχουμε προαναφέρει, οι 39 δηλώνουν πως κατά τα άλλα συνεχίζουν να στηρίζουν την κυβέρνηση. Δεύτερον, επειδή η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι όχι μόνο δεν θέτουν ζήτημα δεδηλωμένης, αλλά ψήφισαν και θα συνεχίσουν να ψηφίζουν τα νομοσχέδια που αφορούν την υλοποίηση της συμφωνίας με την Ευρωζώνη.
Είναι προφανές πως η πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση δεν μπορεί να συνεχισθεί για πολύ. Οι λόγοι που δεν προκηρύσσονται αμέσως εκλογές είναι δύο: Πρώτον, επειδή βρισκόμαστε στην καρδιά της τουριστικής περιόδου. Δεύτερον, επειδή η κυβέρνηση Τσίπρα, όπως και τα τρία κόμματα της αντιπολίτευσης που τη συνδράμουν στη Βουλή, επιδιώκουν να ολοκληρωθεί η διαδικασία υπογραφής και έγκρισης του 3ου Μνημονίου πριν στηθούν κάλπες.
Με την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας θεωρείται δεδομένο πως ο πρωθυπουργός θα προκηρύξει εκλογές, αφού εν τω μεταξύ θα έχει ξεκαθαρίσει το εσωκομματικό μέτωπο. Στο μέγαρο Μαξίμου δεν έχουν ακόμα καταλήξει στον τρόπο, με τον οποίο θα γίνει αυτό το ξεκαθάρισμα. Στο τραπέζι έχει πέσει η πρόταση για σύγκληση έκτακτου κομματικού συνεδρίου, αλλά υπάρχει ο φόβος πως το κλίμα δεν θα είναι ευνοϊκό για την υπό τον Τσίπρα ηγετική ομάδα.
Για την ακρίβεια φοβούνται όχι την Αριστερή Πλατφόρμα, αλλά το ενδεχόμενο να βρεθούν αντιμέτωποι με ένα ετερόκλητο μέτωπο απόρριψης. Όπως έχει χάσει την πλειοψηφία στην Κεντρική Επιτροπή, δεν αποκλείεται καθόλου να συμβεί το ίδιο και στο συνέδριο. Για τα περισσότερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ η ψήφιση ενός νέου επώδυνου Μνημονίου απαιτεί παραβίαση των ιδεολογικοπολιτικών τους αρχών. Εξ ου και τα εκτεταμένα ρήγματα που ήδη εμφανίζονται σ’ όλη την έκταση του κομματικού μηχανισμού και εκ των πραγμάτων επηρεάζουν και την Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Τσίπρας επέλεξε τους νέους υπουργούς του με τα μάτια στραμμένα στον εσωκομματικό συσχετισμό δυνάμεων κι όχι με κριτήριο την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του νέου κυβερνητικού σχήματος. Αν και δέχθηκε εισηγήσεις να αξιοποιήσει έμπειρα κοινωνικά στελέχη με τεχνοκρατική συγκρότηση, ο πρωθυπουργός προτίμησε να δώσει χαρτοφυλάκια μόνο σε κομματικά στελέχη, τα οποία θεωρεί πως τον ενισχύουν εν όψει της επικείμενης εσωκομματικής μάχης.
Τέτοιες περιπτώσεις είναι ο νέος αναπληρωτής υπουργός Άμυνας Βίτσας, ο νέος αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Βερναρδάκης, ο νέος υφυπουργός Εσωτερικών Πολάκης, η νέα αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Αναγνωστοπούλου, ο νέος υφυπουργός Εξωτερικών Αμανατίδης και ο νέος αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Αλεξιάδης.
Εκτός αυτού, με την υπουργοποίηση μόνο κομματικών στελεχών ο Τσίπρας ήθελε να διασκεδάσει τη διάχυτη εντύπωση πως μετά την άρνηση των 39 θα στραφεί σε μία συγκυβέρνηση με το Ποτάμι ή θα οδηγηθεί στη συγκρότηση μίας κυβέρνησης ειδικού σκοπού με ευρύτερη κοινοβουλευτική αποδοχή. Δεν είχε, άλλωστε, κανένα λόγο να κινηθεί κατ’ αυτό τον τρόπο, όταν έχει ήδη αποφασίσει να στήσει κάλπες τον Σεπτέμβριο ή το αργότερο τον Οκτώβριο.
Στο μέγαρο Μαξίμου θεωρούν πως η απόσχιση της Αριστερής Πλατφόρμας και ενδεχομένως και κάποιων άλλων ομάδων και στελεχών δεν θα μειώσει σημαντικά την εκλογική απήχηση του Τσίπρα. Αυτό που τους ανησυχεί είναι η επίδραση που θα έχει στο εκλογικό σώμα η εφαρμογή των νέων επώδυνων μέτρων λιτότητας. Ελπίζουν, όμως, ότι λόγω και των θερινών διακοπών και της ανάσας που δίνει στην οικονομία ο τουρισμός οι αρνητικές επιπτώσεις δεν θα είναι πολύ έντονες μέχρι τις εκλογές.
Στόχος τους είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να αποσπάσει την αυτοδυναμία με κεντρικά επιχειρήματα πως μόνο αυτός πρώτον μπορεί να διαχειρισθεί με σχετική κοινωνική δικαιοσύνη την αναπόφευκτη λιτότητα και δεύτερον μπορεί να καταπολεμήσει τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Ο Τσίπρας δεν θέλει να τερματίσει τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ, αλλά φοβάται μήπως ο Καμμένος και το κόμμα του κάνουν πίσω όταν θα έρθουν τα δύσκολα.
Η πολιτική δυναμική, όμως, δεν αποκλείεται να εξωθήσει τον πρωθυπουργό προς τα εκεί που τώρα δεν θέλει να πάει. Τα γεγονότα έχουν αποδείξει πως τα Μνημόνια “τρώνε” όποιο κόμμα τα υπηρετεί. Τα επώδυνα μέτρα λιτότητας που το επόμενο διάστημα θα επιβάλει η κυβέρνηση Τσίπρα θα την υποχρεώσουν να τα υπερασπίζεται, γεγονός που αναπόφευκτα θα την καταστήσουν απολογητή και θα την μεταλλάξουν πολιτικά.
Στην πορεία αυτή δεν αποκλείεται να προκληθούν πρόσθετα ρήγματα στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως συνέβη και με το ΠΑΣΟΚ και με τη ΝΔ. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι δια της διολισθήσεως θα αλλάξει η πολιτική οπτική της κυβερνητικής ομάδας. Είναι πολύ πιθανόν, λοιπόν, κάποια στιγμή προσεχώς να χρειασθεί ή και να επιζητήσει τη σύμπραξη του Ποταμιού και ενδεχομένως του ΠΑΣΟΚ.
Έτσι όπως φαίνεται να εξελίσσονται τα πράγματα, το πολιτικό σύστημα θα μεταλλαχθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ θα παραμείνουν το επόμενο διάστημα οι δύο μεγαλύτεροι πόλοι, αλλά όχι με όρους κυριαρχίας. Ανάμεσά τους θα κινείται το Ποτάμι, το ΠΑΣΟΚ (εάν επιβιώσει) και οι ΑΝΕΛ. Στα δύο άκρα θα κινούνται η Χρυσή Αυγή και το κόμμα που θα προκύψει από την απόσχιση της Αριστερής Πλατφόρμας και την ενδεχόμενη σύμπραξή της με άλλες ακροαριστερές συσπειρώσεις.
Είναι αξιοσημείωτο πως και οι δύο αυτοί ακραίοι πόλοι θα έχουν στη σημαία τους την έξοδο από την Ευρωζώνη. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αυτή τη στιγμή την επιστροφή στη δραχμή την υποστηρίζει το 20% των πολιτών, ίσως λίγο περισσότερο. Η εφαρμογή του νέου πακέτου εξοντωτικής λιτότητας αναμένεται τον επόμενο χρόνο να διογκώσει σημαντικά αυτό το ποσοστό. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις που θα πέφτουν στον γκρεμό είναι αναπόφευκτο να αποδίδουν την οικονομικοκοινωνική συντριβή τους στο ευρώ και να αναπολούν τη δραχμή.
Το γεγονός αυτό αναπόφευκτα θα τροφοδοτήσει εκλογικά και το κόμμα του Λαφαζάνη και το κόμμα του Μιχαλολιάκου. Το πόσο θα τα τροφοδοτήσει θα εξαρτηθεί αφενός από το εάν η Ευρωζώνη θα δώσει μία αναπτυξιακή προοπτική στην ελληνική οικονομία, αφετέρου από την ικανότητα της κυβέρνησης Τσίπρα να ανασυγκροτήσει παραγωγικά το κράτος και την κοινωνία. Επειδή δεν είναι καθόλου δεδομένο πως θα συντρέξουν και οι δύο αυτές προϋποθέσεις, δεν έχουν πολύ άδικο όσοι θεωρούν πως η δια του εκβιασμού ρυμούλκηση του ΣΥΡΙΖΑ στο δύσβατο μνημονιακό μονοπάτι είναι μόνο αγορά χρόνου κι όχι αρχή της εξόδου από τον φαύλο κύκλο.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα την Κυριακή 19 Ιουλίου 2015 – www.protothema.gr
Η άρνηση 39 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ να υπερψηφίσουν την περασμένη Τετάρτη τη νύχτα τα προαπαιτούμενα εν όψει του 3ου Μνημονίου πυροδότησε μία δυναμική, η οποία πιθανότατα θα οδηγήσει σε διάσπαση το κόμμα του Τσίπρα. Η πρώτη πράξη ήταν ο ανασχηματισμός, ο οποίος αποτελεί ένα βήμα προς την οριστικοποίηση του σχίσματος στον ΣΥΡΙΖΑ. Η δεύτερη πράξη αναμένεται να είναι η προκήρυξη εκλογών το φθινόπωρο, από τις οποίες πιθανότατα θα προκύψει ένα νέο πολιτικό σκηνικό.
Το ζήτημα της παραμονής ή της εξόδου από την Ευρωζώνη έχει απασχολήσει επανειλημμένως τον ΣΥΡΙΖΑ. Η γύρω από τον Τσίπρα κομματική πλειοψηφία θεωρούσε πώς υπάρχουν περιθώρια βιώσιμης λύσης του ελληνικού προβλήματος εντός της Ευρωζώνης. Αντιθέτως, ο Λαφαζάνης και τα υπόλοιπα στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας θεωρούσαν πως μόνο η συντεταγμένη επιστροφή στη δραχμή θα επέτρεπε στην Ελλάδα να απαλλαγεί από τον κορσέ των μνημονιακών πολιτικών. Είχαν, ωστόσο, αποδεχθεί τη θέση της πλειοψηφίας, θεωρώντας πως με την πάροδο του χρόνου τα γεγονότα θα δικαίωναν τη θέση τους.
Όσο οι διαπραγματεύσεις με το ευρωιερατείο δεν οδηγούσαν σε αποτέλεσμα, η αντίθεση που υπέφωσκε στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ τουλάχιστον από το 2010 μπορούσε να επικαλύπτεται. Από τη στιγμή, όμως, που ο Τσίπρας αποδέχθηκε με βαριά καρδιά τις απαιτήσεις των δανειστών για να αποτρέψει την έξοδο από την Ευρωζώνη, ο κόμπος έφθασε στο χτένι. Η συμφωνία για το 3ο Μνημόνιο έβγαλε με δύναμη στην επιφάνεια το στρατηγικού χαρακτήρα εσωκομματικό ρήγμα.
Είναι αξιοσημείωτο πως απέναντι στην ηγετική ομάδα δεν είναι μόνο η οργανωμένη Αριστερή Πλατφόρμα. Είναι και στελέχη που μέχρι τώρα ανήκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην υπό τον Τσίπρα εσωκομματική πλειοψηφία. Αυτό αφορά τη σημαντική συνιστώσα ΚΟΕ του Ρινάλντι, αλλά και αρκετά μεμονωμένα στελέχη. Το έγγραφο διάβημα των 109 μελών της Κεντρικής Επιτροπής (σε σύνολο 201 μελών) καταδεικνύει πως μετά τις τελευταίες εξελίξεις ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει σ’ αυτό το κρίσιμο ζήτημα χάσει την πλειοψηφία στο ανώτατο κομματικό όργανο (μεταξύ δύο συνεδρίων). Γι’ αυτό και αποφεύγει να το συγκαλέσει.
Το πλεονέκτημα του Τσίπρα είναι πως το εσωκομματικό μέτωπο που στρέφεται εναντίον της πολιτικής επιλογής του είναι ιδεολογικοπολιτικά ετερόκλητο. Με άλλα λόγια, είναι πολύ δύσκολο να συνασπισθεί στη βάση κοινών πολιτικών παρονομαστών για να υποστηρίξει μία εναλλακτική λύση. Γι’ αυτό και το ενδεχόμενο ο έλεγχος του ΣΥΡΙΖΑ να περάσει στα χέρια της εσωκομματικής αντιπολίτευσης συγκεντρώνει ελάχιστες πιθανότητες.
Το μέγαρο Μαξίμου διαπιστώνει πως το γυαλί έχει ραγίσει. Η μόνη περίπτωση να αποτραπεί η διάσπαση είναι το αμέσως επόμενο διάστημα τα γεράκια του ευρωιερατείου να τορπιλίσουν την υλοποίηση της συμφωνίας που προέκυψε τη νύχτα της περασμένης Κυριακής στη σύνοδο κορυφής της Ευρωζώνης. Στην υπαρκτή αλλά όχι πολύ πιθανή αυτή περίπτωση, θα έπαυε να υφίσταται η αιτία που προκαλεί την εσωκομματική ρήξη και ως εκ τούτου θα υπήρχαν περιθώρια για γεφύρωση του ρήγματος.
Προς το παρόν, η περί τον Τσίπρα ηγετική ομάδα και η Αριστερή Πλατφόρμα επιδίδονται σε ελιγμούς για να μην χρεωθούν το πολιτικό κόστος του σχίσματος και κατ’ επέκτασιν για να προσελκύσουν προς την πλευρά τους το μεγαλύτερο δυνατόν τμήμα του κομματικού μηχανισμού. Αυτός είναι ο λόγος που οι αντιφρονούντες δηλώνουν πως συνεχίζουν να στηρίζουν την κυβέρνηση, δημιουργώντας την πρωτόγνωρη και αντιφατική κατάσταση μίας συμπολιτευόμενης αντιπολίτευσης! Οι Λαφαζάνης, Ήσυχος και Στρατούλης δεν παραιτήθηκαν αμέσως από τα χαρτοφυλάκιά τους όχι επειδή έτρεφαν αυταπάτες πως θα τα διατηρήσουν, αλλά για να φανεί πως είναι ο πρωθυπουργός που τους απομακρύνει.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να υπογραμμίσουμε τη διάκριση ανάμεσα στον “μικρό ΣΥΡΙΖΑ” του 4% και στον “μεγάλο ΣΥΡΙΖΑ” του 36,5%. Ο κομματικός μηχανισμός αντανακλά και εκφράζει ιδεολογικοπολιτικά τον “μικρό ΣΥΡΙΖΑ”. Δεν εκφράζει τον “μεγάλο ΣΥΡΙΖΑ”, η βάση του οποίου αποτελείται κατά κανόνα από εκλογικούς πρόσφυγες (κεντροαριστερής, αλλά και κεντροδεξιάς προέλευσης). Αυτοί μετέτρεψαν το μικρό κόμμα διαμαρτυρίας σε πρώτο κόμμα.
Οι εν λόγω εκλογικοί πρόσφυγες δεν ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ επειδή συμμερίζονται τις ιδεολογικές αντιλήψεις της Κουμουνδούρου. Τον ψήφισαν επειδή έτρεφαν την ελπίδα πως ο νέος και πολιτικά άφθαρτος Τσίπρας θα υλοποιούσε την προεκλογική επαγγελία του να σταματήσει τις καταστροφικές επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών. Μ’ αυτή την έννοια, η πολιτική αναφορά των πολιτών που το 2012 και το 2015 ψήφισαν για πρώτη φορά ΣΥΡΙΖΑ είναι ο Τσίπρας κι όχι η Κουμουνδούρου.
Αυτό σημαίνει πως εάν ο πρωθυπουργός αποφάσιζε να ιδρύσει δικό του κόμμα θα εξασφάλιζε τη μερίδα του λέοντος από το 36,5% του Ιανουαρίου 2015 κι όχι μόνο. Το 61,3% του δημοψηφίσματος, άλλωστε, κατέδειξε –μεταξύ των άλλων– πως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων έχει στρέψει την πλάτη προς το φθαρμένο πολιτικό προσωπικό που κυβέρνησε τη χώρα τις προηγούμενες δεκαετίες και προς το παρόν εναποθέτει τις ελπίδες του στον Τσίπρα.
Η εκ μέρους του πρωθυπουργού αποδοχή ενός 3ου Μνημονίου διαφοροποιεί τα πράγματα, αλλά δεν τα αλλάζει ποιοτικά. Υπάρχει μία μερίδα ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που θεωρεί ότι κακώς υποχώρησε, αλλά η συντριπτική πλειονότητα τον δικαιολογεί. Μπορεί να θέλει να απαλλαγεί από την εξοντωτική λιτότητα, αλλά έχει πεισθεί πως στο σημείο που είχαν φθάσει τα πράγματα δεν υπήρχε άλλος δρόμος από την επίτευξη συμφωνίας. Το κλείσιμο των τραπεζών και η μη παροχή ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκάλεσε συμπτώματα στραγγαλισμού της ελληνικής οικονομίας. Η άμεση προοπτική κατάρρευσής της ήταν εκ των πραγμάτων ένα ισχυρό σοκ για όλους.
Αυτός είναι ο λόγος που η συμφωνία έγινε κατά κανόνα δεκτή με ανακούφιση όχι μόνο από τους υποστηρικτές του “ναι”, αλλά και από τη συντριπτική πλειοψηφία των υποστηρικτών του “όχι”. Στη δεύτερη αυτή κατηγορία κυριαρχεί η εντύπωση πως ο Τσίπρας πάλεψε όσο μπορούσε και υποχώρησε μόνο όταν εξάντλησε όλα τα περιθώρια.
Η γενική αυτή εντύπωση σε μεγάλο βαθμό επικαλύπτει τα πολλά και μεγάλα σφάλματα που ο ίδιος και η κυβέρνησή του έχουν διαπράξει κατά τη διάρκεια των πεντάμηνων διαπραγματεύσεων με τους δανειστές. Αλλά και οι υποστηρικτές του “ναι” βλέπουν πια τον πρωθυπουργό με άλλο μάτι. Το κλίμα αυτό τροφοδοτεί τις προσδοκίες στο μέγαρο Μαξίμου πως στις εκλογές του φθινοπώρου ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα θα παραμείνει με άνεση πρώτο κόμμα.
Η άρνηση των 39 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ να υπερψηφίσουν την περασμένη Τετάρτη τα προαπαιτούμενα εγείρει πολιτικό ζήτημα για την κυβέρνηση Τσίπρα, αλλά όχι και θεσμικό. Πρώτον, επειδή, όπως έχουμε προαναφέρει, οι 39 δηλώνουν πως κατά τα άλλα συνεχίζουν να στηρίζουν την κυβέρνηση. Δεύτερον, επειδή η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι όχι μόνο δεν θέτουν ζήτημα δεδηλωμένης, αλλά ψήφισαν και θα συνεχίσουν να ψηφίζουν τα νομοσχέδια που αφορούν την υλοποίηση της συμφωνίας με την Ευρωζώνη.
Είναι προφανές πως η πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση δεν μπορεί να συνεχισθεί για πολύ. Οι λόγοι που δεν προκηρύσσονται αμέσως εκλογές είναι δύο: Πρώτον, επειδή βρισκόμαστε στην καρδιά της τουριστικής περιόδου. Δεύτερον, επειδή η κυβέρνηση Τσίπρα, όπως και τα τρία κόμματα της αντιπολίτευσης που τη συνδράμουν στη Βουλή, επιδιώκουν να ολοκληρωθεί η διαδικασία υπογραφής και έγκρισης του 3ου Μνημονίου πριν στηθούν κάλπες.
Με την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας θεωρείται δεδομένο πως ο πρωθυπουργός θα προκηρύξει εκλογές, αφού εν τω μεταξύ θα έχει ξεκαθαρίσει το εσωκομματικό μέτωπο. Στο μέγαρο Μαξίμου δεν έχουν ακόμα καταλήξει στον τρόπο, με τον οποίο θα γίνει αυτό το ξεκαθάρισμα. Στο τραπέζι έχει πέσει η πρόταση για σύγκληση έκτακτου κομματικού συνεδρίου, αλλά υπάρχει ο φόβος πως το κλίμα δεν θα είναι ευνοϊκό για την υπό τον Τσίπρα ηγετική ομάδα.
Για την ακρίβεια φοβούνται όχι την Αριστερή Πλατφόρμα, αλλά το ενδεχόμενο να βρεθούν αντιμέτωποι με ένα ετερόκλητο μέτωπο απόρριψης. Όπως έχει χάσει την πλειοψηφία στην Κεντρική Επιτροπή, δεν αποκλείεται καθόλου να συμβεί το ίδιο και στο συνέδριο. Για τα περισσότερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ η ψήφιση ενός νέου επώδυνου Μνημονίου απαιτεί παραβίαση των ιδεολογικοπολιτικών τους αρχών. Εξ ου και τα εκτεταμένα ρήγματα που ήδη εμφανίζονται σ’ όλη την έκταση του κομματικού μηχανισμού και εκ των πραγμάτων επηρεάζουν και την Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Τσίπρας επέλεξε τους νέους υπουργούς του με τα μάτια στραμμένα στον εσωκομματικό συσχετισμό δυνάμεων κι όχι με κριτήριο την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του νέου κυβερνητικού σχήματος. Αν και δέχθηκε εισηγήσεις να αξιοποιήσει έμπειρα κοινωνικά στελέχη με τεχνοκρατική συγκρότηση, ο πρωθυπουργός προτίμησε να δώσει χαρτοφυλάκια μόνο σε κομματικά στελέχη, τα οποία θεωρεί πως τον ενισχύουν εν όψει της επικείμενης εσωκομματικής μάχης.
Τέτοιες περιπτώσεις είναι ο νέος αναπληρωτής υπουργός Άμυνας Βίτσας, ο νέος αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Βερναρδάκης, ο νέος υφυπουργός Εσωτερικών Πολάκης, η νέα αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Αναγνωστοπούλου, ο νέος υφυπουργός Εξωτερικών Αμανατίδης και ο νέος αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Αλεξιάδης.
Εκτός αυτού, με την υπουργοποίηση μόνο κομματικών στελεχών ο Τσίπρας ήθελε να διασκεδάσει τη διάχυτη εντύπωση πως μετά την άρνηση των 39 θα στραφεί σε μία συγκυβέρνηση με το Ποτάμι ή θα οδηγηθεί στη συγκρότηση μίας κυβέρνησης ειδικού σκοπού με ευρύτερη κοινοβουλευτική αποδοχή. Δεν είχε, άλλωστε, κανένα λόγο να κινηθεί κατ’ αυτό τον τρόπο, όταν έχει ήδη αποφασίσει να στήσει κάλπες τον Σεπτέμβριο ή το αργότερο τον Οκτώβριο.
Στο μέγαρο Μαξίμου θεωρούν πως η απόσχιση της Αριστερής Πλατφόρμας και ενδεχομένως και κάποιων άλλων ομάδων και στελεχών δεν θα μειώσει σημαντικά την εκλογική απήχηση του Τσίπρα. Αυτό που τους ανησυχεί είναι η επίδραση που θα έχει στο εκλογικό σώμα η εφαρμογή των νέων επώδυνων μέτρων λιτότητας. Ελπίζουν, όμως, ότι λόγω και των θερινών διακοπών και της ανάσας που δίνει στην οικονομία ο τουρισμός οι αρνητικές επιπτώσεις δεν θα είναι πολύ έντονες μέχρι τις εκλογές.
Στόχος τους είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να αποσπάσει την αυτοδυναμία με κεντρικά επιχειρήματα πως μόνο αυτός πρώτον μπορεί να διαχειρισθεί με σχετική κοινωνική δικαιοσύνη την αναπόφευκτη λιτότητα και δεύτερον μπορεί να καταπολεμήσει τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Ο Τσίπρας δεν θέλει να τερματίσει τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ, αλλά φοβάται μήπως ο Καμμένος και το κόμμα του κάνουν πίσω όταν θα έρθουν τα δύσκολα.
Η πολιτική δυναμική, όμως, δεν αποκλείεται να εξωθήσει τον πρωθυπουργό προς τα εκεί που τώρα δεν θέλει να πάει. Τα γεγονότα έχουν αποδείξει πως τα Μνημόνια “τρώνε” όποιο κόμμα τα υπηρετεί. Τα επώδυνα μέτρα λιτότητας που το επόμενο διάστημα θα επιβάλει η κυβέρνηση Τσίπρα θα την υποχρεώσουν να τα υπερασπίζεται, γεγονός που αναπόφευκτα θα την καταστήσουν απολογητή και θα την μεταλλάξουν πολιτικά.
Στην πορεία αυτή δεν αποκλείεται να προκληθούν πρόσθετα ρήγματα στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως συνέβη και με το ΠΑΣΟΚ και με τη ΝΔ. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι δια της διολισθήσεως θα αλλάξει η πολιτική οπτική της κυβερνητικής ομάδας. Είναι πολύ πιθανόν, λοιπόν, κάποια στιγμή προσεχώς να χρειασθεί ή και να επιζητήσει τη σύμπραξη του Ποταμιού και ενδεχομένως του ΠΑΣΟΚ.
Έτσι όπως φαίνεται να εξελίσσονται τα πράγματα, το πολιτικό σύστημα θα μεταλλαχθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ θα παραμείνουν το επόμενο διάστημα οι δύο μεγαλύτεροι πόλοι, αλλά όχι με όρους κυριαρχίας. Ανάμεσά τους θα κινείται το Ποτάμι, το ΠΑΣΟΚ (εάν επιβιώσει) και οι ΑΝΕΛ. Στα δύο άκρα θα κινούνται η Χρυσή Αυγή και το κόμμα που θα προκύψει από την απόσχιση της Αριστερής Πλατφόρμας και την ενδεχόμενη σύμπραξή της με άλλες ακροαριστερές συσπειρώσεις.
Είναι αξιοσημείωτο πως και οι δύο αυτοί ακραίοι πόλοι θα έχουν στη σημαία τους την έξοδο από την Ευρωζώνη. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αυτή τη στιγμή την επιστροφή στη δραχμή την υποστηρίζει το 20% των πολιτών, ίσως λίγο περισσότερο. Η εφαρμογή του νέου πακέτου εξοντωτικής λιτότητας αναμένεται τον επόμενο χρόνο να διογκώσει σημαντικά αυτό το ποσοστό. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις που θα πέφτουν στον γκρεμό είναι αναπόφευκτο να αποδίδουν την οικονομικοκοινωνική συντριβή τους στο ευρώ και να αναπολούν τη δραχμή.
Το γεγονός αυτό αναπόφευκτα θα τροφοδοτήσει εκλογικά και το κόμμα του Λαφαζάνη και το κόμμα του Μιχαλολιάκου. Το πόσο θα τα τροφοδοτήσει θα εξαρτηθεί αφενός από το εάν η Ευρωζώνη θα δώσει μία αναπτυξιακή προοπτική στην ελληνική οικονομία, αφετέρου από την ικανότητα της κυβέρνησης Τσίπρα να ανασυγκροτήσει παραγωγικά το κράτος και την κοινωνία. Επειδή δεν είναι καθόλου δεδομένο πως θα συντρέξουν και οι δύο αυτές προϋποθέσεις, δεν έχουν πολύ άδικο όσοι θεωρούν πως η δια του εκβιασμού ρυμούλκηση του ΣΥΡΙΖΑ στο δύσβατο μνημονιακό μονοπάτι είναι μόνο αγορά χρόνου κι όχι αρχή της εξόδου από τον φαύλο κύκλο.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα την Κυριακή 19 Ιουλίου 2015 – www.protothema.gr