Λέγεται ότι «την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές». Στην Ελλάδα, λόγω των συνθηκών που διαμόρφωσε η ταξική πάλη και οι αγώνες του επαναστατικού κινήματος, αυτό τους έχει πέσει κομματάκι δύσκολο. Εντούτοις οι «νικητές» ποτέ δεν παραιτούνται από την προσπάθεια παραχάραξης της Ιστορίας. Ειδικά σε εποχές όπως η σημερινή, που το σύστημά τους «μπάζει», επιδίδονται στη διαστροφή της αλήθειας με όρους ασύστολης προπαγάνδας. Αν, μάλιστα, στην προπαγάνδα τους προστεθεί και η αγραμματοσύνη των «παπαγάλων» που βάζουν μπροστά για να επιτευχθεί η «αποκολοκύθωνση» της Ιστορίας, τότε εκείνο που προκύπτει είναι εκτρωματικά γελοίο.Εσχάτως, λοιπόν, έχουν ανοίξει το κεφάλαιο «σχέδιο Μάρσαλ». Οπου το σχέδιο Μάρσαλ ήταν κάτι το… καλόν, «έσωσε» τότε την Ελλάδα, και τώρα που η Ελλάδα είναι πάλι σε δύσκολη θέση «ευχής έργον» θα ήταν να είχαμε ξανά ένα «νέο σχέδιο Μάρσαλ»…
Για να μη μακρηγορούμε:
Το σχέδιο Μάρσαλ, που εξαγγέλθηκε στις 5 Ιουνίου 1947, πράγματι ήταν «καλό». Οχι, όμως για την Ελλάδα του ελληνικού λαού. Ηταν «καλό» για τους απόντες από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και τους συνεργάτες των Γερμανών, που καθόλου δεν είχαν στο μυαλό τους τη βελτίωση των συνθηκών ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων παρά μόνο την αποκατάστασή τους στην εξουσία. Το σχέδιο Μάρσαλ ήταν «καλό» ως αντεπαναστατικό σχέδιο του ιμπεριαλισμού για το στέριωμα του καπιταλισμού στη Δυτική Ευρώπη και στην Ελλάδα. Αυτός ήταν και ο λόγος, μιλώντας ειδικά για την Ελλάδα, που τα κεφάλαια του δόγματος Τρούμαν και του σχεδίου Μάρσαλ χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά εναντίον του λαϊκού κινήματος, για τη διατήρηση – και με στρατιωτικά μέσα – των πλουτοκρατών στην εξουσία και προς όφελος του προσωπικού θησαυρισμού των κεφαλαιοκρατών.
Τι ήταν, όμως, αυτή η περίφημη «αμερικανική βοήθεια» το μαρτυρά το γεγονός ότι εκατοντάδες προσωπικές και οικογενειακές επιχειρήσεις έγιναν εν μια νυχτί βιομηχανίες στην καθημαγμένη Ελλάδα με τα κεφάλαια του σχεδίου Μάρσαλ. Μόνο δέκα βιομηχανίες, σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Συντονισμού Γ. Καρτάλη, τον Απρίλη του 1952, είχαν «απορροφήσει το 60% των πιστώσεων» που εκταμιεύτηκαν σε εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ. Αλλα 200 εκατομμύρια μοιράστηκαν σε 50 βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις. Από τα χρήματα αυτά, που διασπαθίστηκαν απροκάλυπτα και που όσοι τα έλαβαν δεν πλήρωσαν ποτέ μια δραχμή, αναδύθηκαν, πολλές φορές μέσα από τους μαυραγορίτες και τους δοσίλογους, τα νέα τζάκια των αμερικανοθρεμμένων μεγαλοβιομηχάνων και μεγαλεμπόρων.
Οι ΗΠΑ, όπως ομολογούσε ο ίδιος ο Porter, ο απεσταλμένος του Τρούμαν στην Ελλάδα, έκαναν «μια τόσο μεγάλη επένδυση» στη χώρα και συνεργάστηκαν με μια ελληνική κυβέρνηση που «επικαλούμενη τον ίδιο της τον τεραστίων διαστάσεων αντικομμουνισμό ως επιχείρημα για την παροχή βοήθειας σε απεριόριστες ποσότητες (είχε) στόχο της… να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση μιας μικρής κλίκας από τραπεζίτες και εμπόρους, που αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα». Περιγράφοντας δε την ελληνική άρχουσα τάξη, της οποίας τον κλάδο των εφοπλιστών αποκαλούσε «αργυρώνητους ηλίθιους», δε δίσταζε να προσθέτει ότι «είναι αποφασισμένη, πάνω απ” όλα, να προστατεύσει τα οικονομικά της προνόμια, όποιο κι αν είναι το κόστος σε ό,τι αφορά την οικονομική υγεία της χώρας».1
Ακόμα και οι εκτιμήσεις της εποχής ότι μόλις 500 οικογένειες των Αθηνών ελέγχουν την Ελλάδα αποδείχτηκαν… επιεικείς. «Λέγεται – ανέφερε ο Μαρκεζίνης – ότι 500 οικογένειες κυβερνούν την Ελλάδα, εγώ όμως πιστεύω ότι δεν φτάνουν καν τις πεντακόσιες, αλλά είναι μόνο 200».2 Οσο για τη χρηματοδότηση του μεγάλου κεφαλαίου συνεχιζόταν με σκανδαλώδη τρόπο. Το βεβαιώνει και πάλι ο Porter, ο οποίος σημειώνει: «Οι βιομήχανοι δεν επένδυαν περιμένοντας «δανεικά κεφάλαια», αν και κατά διάφορες εκτιμήσεις είχαν χρυσές λίρες. Οι εμπορικές τράπεζες όχι μόνο δεν διέθεταν πιστώσεις, αλλά δανείζονταν από την Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου να πληρώσουν τους υπαλλήλους τους».
Αποτέλεσμα ήταν νέα μεγαλύτερα ελλείμματα και δημόσια χρέη που, ως συνήθως, επιχειρήθηκε να καλυφθούν είτε με άγριες φοροεπιδρομές στα πενιχρά εισοδήματα του λαού είτε με καινούργιους δανεισμούς. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, με τα μέλη της εγχώριας πλουτοκρατίας που αποτελούσαν «μέλη της κομψής διεθνούς κλίκας» από τον Οκτώβρη του ’44 μέχρι τον Ιούνη του 1953 να έχουν ξεκοκαλίσει τα πάνω από 3,2 δισ. δολάρια της λεγόμενης «βοήθειας» (σ.σ.: με το σχέδιο Μάρσαλ να ανέρχεται περίπου στα 2 δισ. δολάρια, χωρίς εδώ να υπολογίζεται η άμεση στρατιωτική βοήθεια στο αστικό κράτος), με τους υπέρογκους εξοπλισμούς που άγγιζαν το 50% του προϋπολογισμού και με τη διατήρηση του υπέρογκου κρατικού καταπιεστικού μηχανισμού, είναι φανερό γιατί η «βοήθεια» και η «σωτηρία» δεν είχαν σχέση με το λαό, αλλά με τη σωτηρία του καπιταλιστικού συστήματος.
Το τίμημα, αντίθετα, για το λαό ήταν βαρύ. Και πληρώθηκε σε πολλά επίπεδα. Πληρώθηκε με τη φτώχεια, τη μετανάστευση εκατομμυρίων Ελλήνων, με τις ναπάλμ του Εμφυλίου, με τους «Νέους Παρθενώνες» και με μια δημοκρατία, που ο ίδιος ο Αμερικανός υπεύθυνος του σχεδίου στην Ελλάδα, ο Τζέιμς Γουόρεν, την περιέγραφε σε συνέντευξή του ως εξής:
«(Το σχέδιο Μάρσαλ ήταν)…μια πολύ αυστηρή συμφωνία, πολλές πτυχές της οποίας αποτελούσαν σαφή παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας. Μπορεί κάλλιστα να πει κανείς ότι επρόκειτο όχι για απλή παρέμβαση, αλλά για επέμβαση στην εθνική κυριαρχία της χώρας».
Και παρακάτω:
«Η επιτυχία (σ.σ.: των «πατριωτών» κυβερνώντων – όπως τους αποκαλεί ο Αμερικανός) ήταν ότι έφεραν τους Αμερικανούς, όχι απλά ως συμβούλους, αλλά ως ελεγκτές και υπεύθυνους των αποφάσεων. Για τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα έπρεπε να καταπιεί την περηφάνια της και να αποδεχτεί ευρείες παρεμβάσεις. Αυτό ήταν το πνεύμα της συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών».3
Προφανώς, όταν τα παραπάνω τα δηλώνουν οι ίδιοι οι Αμερικανοί, εμείς δε χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτα περισσότερο, ούτε για το «σχέδιο Μάρσαλ», ούτε για τους… νοσταλγούς του.
***
1. Paul A. Porter: «Ζητείται ένα θαύμα για την Ελλάδα – Ημερολόγιο ενός προεδρικού απεσταλμένου», έκδοση «Bήμα – Μαρτυρίες».
2. Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940 – 1950, εκδόσεις «Θεμέλιο».
-
Εφημερίδα «Καθημερινή», 17 Ιουνίου 2007.
http://www.imerodromos.gr/marshal-plan/