http://www.enikos.gr/data/photos/23fece5a96f593ffe212f9f62a4319db.jpgΕίμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι μια άλλη Ευρώπη, με διαφορετική δομή, είναι εφικτή. Τον δρόμο υποδεικνύει μεταξύ άλλων και η Ελλάδα. Είναι ακριβώς για αυτό το λόγο που η ελληνική Κυβέρνηση αντιμετωπίζεται με τη σφοδρότητα και την ύβρη των κυρίαρχων κύκλων (του διευθυντηρίου) της Ευρώπης. Πρόκειται για σύγκρουση φιλοσοφιών, για σύγκρουση πολιτικού υποδείγματος. Από τη μια πλευρά η δεσποτεία του διευθυντηρίου και των τεχνοκρατών, ο δρόμος του νεοφιλελεύθερου φονταμενταλισμού και του μονόδρομου της λιτότητας (όλους αυτούς που τους ενθαρρύνει το υπερβολικό ρίσκο για την αναζήτηση του κέρδους ο Σμιθ τους αποκαλούσε «άπληστους και μηχανορράφους»). Από την άλλη, οι δυνάμεις της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, οι δημοκρατικές δυνάμεις που έχουν τη βούληση να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά την ανθρωπιστική κρίση. Σε αυτές τις δυνάμεις συγκαταλέγεται και ο σκληρός αγώνας του πρωθυπουργούΤσίπρα ώστε να μη μετατραπεί η Ελλάδα σε προτεκτοράτο. Πέραν τούτων, μια στοιχειώδης κωδικοποίηση των εξελίξεων μου επιτρέπει να ισχυριστώ πως ό,τι διαπράττουν οι «θεσμοί» (ήτοι, το διευθυντήριο των Βρυξελλών) είναι επανάληψη σελίδων της αρχαίας τραγωδίας, από τις οποίες γνωρίζουμε πως οι περισσότεροι ήρωες «υπερφρονούν», υπερβαίνουν τα κοινώς παραδεκτά όρια και διαπράττουν την ύβριν.
 
Η ύβρις ισχύει στην αρχαιοελληνική αντίληψη ως μια ανυποχώρητη βούληση που οδηγεί μέχρι και την καταστροφή. Επιπλέουν αυτή τη στάση και αντίληψη υιοθετούν, έχουν ή διαθέτουν όσοι υποστηρίζουν ως «μη χείρον» την άνευ όρων συνθηκολόγηση, και έτσι αρκούνται να μηρυκάζουν τις πολιτικές αφηγήσεις των νεοφιλελεύθερων κύκλων αλλά και του «ακραίου Κέντρου» που εξουσιάζουν τις Βρυξέλλες. Σε κάθε περίπτωση, τα ίδια τα γεγονότα των τελευταίων βδομάδων παραπέμπουν στον Τζον Κέινς όταν πήγε στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης το 1919 (Συνθήκη των Βερσαλλιών) ως αναπληρωτής του υπουργού Οικονομικών στο Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο. Ο Κέινς θεωρούσε τη Συνδιάσκεψη ως απερίσκεπτη διευθέτηση πολιτικών μνησικακιών με πλήρη αδιαφορία για το πιεστικό πρόβλημα των καιρών - την αναγέννηση της Ευρώπης σ΄ένα ενιαίο και λειτουργικό σύνολο: «Το Συμβούλιο των Τεσσάρων δεν έδωσε καμία σημασία σ΄αυτά τα ζητήματα, καθώς άλλα είχαν στο νου τους: Ο Κλεμανσώ πώς να συντρίψει την οικονομική ζωή του εχθρού του. 
 
Ο Λόιντ Τζορτζ πώς να κλείσει μια συμφωνία για να επιστρέψει με κάτι που θα γινόταν αποδεκτό για μια εβδομάδα. Ο Πρόεδρος πώς να μη κάνει τίποτε που δεν θα ήταν δίκαιο. Είναι εκπληκτικό το γεγονός, ότι τα θεμελιώδη προβλήματα μιας Ευρώπης που λιμοκτονούσε και διαλυόταν μπρος στα μάτια τους, ήταν το μόνο ζήτημα που δεν ήταν ικανό να διεγείρει το ενδιαφέρον των Τεσσάρων. Οι αποζημιώσεις ήταν η μόνη τους παρέκκλιση προ το χώρο της οικονομίας και τις προσέγγισαν σαν να ήταν πρόβλημα θεολογικό, πολιτικό, ψηφοθηρικό και, εν πάση περιπτώσει, από κάθε άλλη άποψη εκτός απ΄ αυτή που αφορούσε το οικονομικό μέλλον των Κρατών των οποίων το μέλλον διαχειρίζονταν. Οι άνθρωποι δεν είναι πάντοτε διατεθειμένοι να πεθάνουν ήσυχα. Διότι η λιμοκτονία, που σε ορισμένους φέρνει λήθαργο και την ανημπόρια της απόγνωσης, σε άτομα διαφορετικού ταμπεραμέντου προξενεί τη νευρική αστάθεια της υστερίας και τρελή απόγνωση. Κι αυτοί στην απελπισία τους μπορεί να ανατρέψουν τα υπολείμματα οργάνωσης και να καταποντίσουν τον ίδιο τον πολιτισμό στη προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν όπως μπορούν τις κυρίαρχες ανάγκες του ατόμου".
 
Πέραν των επίκαιρων και διαχρονικών επισημάνσεων του Κέυνς, οφείλουμε να επισημάνουμε πως οι απαιτήσεις των «θεσμών» (με άλλα λόγια, της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ) στοιχειοθετούν κήρυξη πολέμου  προς το κοινωνικό κράτος και τη δημοκρατία. Πρόκειται πρόδηλα περί ύβρεως καθότι έχουν, συν τοις άλλοις,  κυνικό και γεμάτο περιφρόνηση χαρακτήρα. Ο Γερμανός Γκέοργκ Ράμερ (ψυχίατρος-ψυχολόγος και συγγραφέας πολλών βιβλίων) στη δεκαπενθήμερη πολιτική και πολιτιστική επιθεώρηση της Ossietzky (Τεύχος 11/2015) υπογραμμίζει τον κυνισμό και την περιφρόνηση που έχει για την εργατική τάξη ο  πρώην πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου της γερμανικής βιομηχανίας Μίχαελ Ρογκόσκι, όταν πρόσφατα είπε: «Η εργατική τάξη έχει μια τιμή, όπως μια τιμή έχουν και τα γουρούνια». Το ερώτημα που προκύπτει αναπόδραστα είναι: Γιατί οι πολίτες πρέπει να δεχθούν και ανεχθούν τη βία, την ωμότητα και βαρβαρότητα αυτής της μνημονιακής εποχής;
 
*Ο Κώστας Γουλιάμος είναι πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου.