Το 1976, την άνοιξη, ένα γεγονός συντάραξε την ευαίσθητη
μεταπολιτευτική Ελλάδα. Καθώς παλεύαμε να βρούμε ένα δημοκρατικό
βηματισμό εν μέσω δεκάδων προβλημάτων, με την αιμάσουσσα πληγή της
Κύπρου, του μεγάλου δώρου της χούντας στην Τουρκία, να βαραίνει το σώμα
μας, συνελήφθη με διάταγμα της Ιντερπόλ, σ’ ένα εστιατόριο στην οδό
Νίκης, στο Σύνταγμα, ένας Γερμανός, μέλος της αντάρτικης ομάδας
Μπάαντερ- Μάινχοφ (ΡΑΦ). Το κίνημα αλληλεγγύης που αναπτύχθηκε αμέσως,
όχι από επαγγελματίες του είδους, όπως σήμερα, ήταν τεράστιο και
πρωτοφανές επισείοντας αυτομάτως την γνωστή εκδικητική μήνιν των
Γερμανών.Που, ποιος ξέρει, μπορεί να άρχισαν από τότε να σκέφτονται πώς θα
μας εκδικηθούν μια και καλή, και περίμεναν υπομονετικά την ευκαιρία που
τους πρόσφεραν δεκαετίες αργότερα έλληνες πολιτικοί μέσω του ευρώ. Γιατί
διαθέταμε και εξαιρετικά βεβαρημένο παρελθόν, βέβαια. Εϊχαμε αντισταθεί
κι είχαμε ταπεινώσει τους αήττητους -σικ- Ναζί. Αυτό δεν το ξέχασαν
πότε, όχι μόνο ο φιλοναζιστής πρωθυπουργός της Βαυαρίας Γιόζεφ Στράους,
οι «Μαύροι Σερίφηδές» του στο Μόναχο κι οι βετεράνοι Ναζί που έκαναν
παρελάσεις εκεί.
Οι Γερμανοί, ως σύνολο, δεν το ξέχασαν και δεν μας το συγχώρεσαν
ποτέ. Δεν υποταχθήκαμε και δεν πειθαρχήσαμε στους «ανωτέρους», αδιανόητα
πράγματα για τον έμφυτο Γερμανικό ναζισμό. Αλλά μας μισούσαν και για
κάτι ακόμα, εκτός της μεγάλης τους ταπείνωσης, της υποχρεωτικής αναγωγής
τους στον ελληνικό πολιτισμό: Επειδή είμασταν οι μόνοι που, δυστυχώς,
όπως αποδεικνύεται, δεν κρατήσαμε μίσος για τα απάνθρωπα εγκλήματά τους
στην Ελλάδα. Αυτός είναι όμως ο ελληνικός τρόπος κοσμοθέασης: δεν
γεννηθήκαμε για να μισούμε («Αντιγόνη»). Ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ
γράφει: “Η Ελλάδα είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που κάλεσε σε επίσημη επίσκεψη τον καγκελάριο Αντενάουερ (1954) και τον πρόεδρο Χόις (1956). Δεν τους καλούσε κανείς. Σε ένα γεύμα ξένων υποτρόφων στο Λονδίνο, αμέσως μετά τον πόλεμο, οι οργανωτές δεν ήξεραν με ποιον να βάλουν τους Γερμανούς. Και είπαν να τους βάλουν «με τους ουδέτερους και με τους Ελληνες, που δεν έχουν πρόβλημα»” (Νέα, 27-11-12).
Επιπλέον, η σύλληψη του Πόλε συγκίνησε επειδή ήταν φανερό πως αυτός
ο άνθρωπος, ένας ξανθός, όμορφος νεαρός άντρας με μουστάκι και έντιμο
πρόσωπο, δεν ήταν τρομοκράτης, δεν ήταν δολοφόνος. Η δράση του, η δράση
της ΡΑΦ (Ρότε Άρμε Φράκτιον = Φράξια Κόκκινος Στρατός), για συμμετοχή
στην οποία κατηγορείτο ο Πόλε, εμπεριείχε ένα εμφανή χαρακτήρα απόδοσης
ιστορικής δικαιοσύνης, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε, έστω με σκληρά
χτυπήματα-δολοφονίες, να προλάβει δεινά που θα μπορούσε να προκαλέσει
στο μέλλον η Γερμανία.
Με οποιοδήποτε πρόσχημα, με οποιαδήποτε αριστερίστικη
επιχειρηματολογία, η ΡΑΦ, ήταν κατανοητό και σεβαστό σε μεγάλη μερίδα
του ελληνικού λαού πως στόχευε δομές και πρόσωπα που, υπό άλλες
συνθήκες, θα αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή ενός ναζιστικού καθεστώτος.
Έγραφαν κατ’ επανάληψη στις προκηρύξεις τους για το επικίνδυνο γερμανικό
«πολιτικο-βιομηχανικό κατεστημένο», αλλά θεωρείτο αριστερίστικος
βερμπαλισμός (κείμενα της ΡΑΦ και κείμενα γι’ αυτήν εξέδιδε ο
αείμνηστος Λεωνίδας Χρηστάκης στις εκδόσεις “Παντέρμα” και στο περιοδικό
“Ιδεοδρόμιο”). Αυτήν την χαρακτηριστική γερμανική νοοτροπία και
επιθετικότητα προσπαθούσε η ΡΑΦ να αναχαιτίσει.
Ο Πόλε ήταν ψύχραιμος, ευγενικός και σοβαρός. Μες στην κλούβα είχε
ρίξει ένα μπλουζάκι πάνω στο κεφάλι του για να μη τον φωτογραφίζουν με
«καθαρό» πρόσωπο. Ο νομικός και πολιτικός κόσμος της χώρας στάθηκε στο
πλευρό του, σύμπας σχεδόν. Σχεδόν, γιατί στην κυβέρνηση ήταν ο
Καραμανλής και η ΝΔ. Που φυσικά αποφάσισαν να υποταχθούν στις απαιτήσεις
των Γερμανών και να εκδώσουν τον Πόλε (άλλωστε ο Καραμανλής,
γονατίζοντας στον Αντενάουερ, το 1959, με την παράδοξη σύλληψη Μέρτεν,
ήταν έτοιμος να θάψει και το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων, όπως την
ίδια χρονιά το Κυπριακό, αν δεν υπήρχε ο πρέσβης μας Θωμάς Ε.
Υψηλάντης). Αλλά το Πενταμελές Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, τον Αύγουστο του
1976, με πρόεδρο τον Κων/νο Αλεξόπουλο και υπερψηφίσαντα μέλη τους
Χρήστο Σαρτζετάκη και Στέργιο Βέλλα, είχε αποφασίσει ότι τα εγκλήματα
του Πόλε ήταν πολιτικά και δεν μπορούσε να εκδοθεί. Το απαγόρευε το
Σύνταγμά μας που επαναλάμβανε ό,τι και το Σύνταγμα του Ρήγα Φεραίου: Η
Ελλάδα οφείλει να παράσχει προστασία στους διωκόμενους.
Η Γερμανία έκανε, λοιπόν, ένσταση και ο ΄Αρειος Πάγος αποφάσισε την
έκδοση του Πόλε, συναινούντος του υπουργού Δικαιοσύνης ονόματι
Κωνσταντίνος Στεφανάκης, διώκοντας, ταυτόχρονα, πειθαρχικώς τους τρεις
προαναφερθέντες δικαστές. Τότε συνέβη το εξής ανατριχιαστικό γεγονός.
Στα θεωρεία της Βουλής, κατά την σχετική συζήτηση, παρίστατο κι ο
υπουργός Δικαιοσύνης της Δυτικής Γερμανίας που είχε έρθει επί τούτου,
να ελέγξει την παράδοση Πόλε και να επιστατήσει την όλη διαδικασία. Η
τρόϊκα έχει προπομπούς, μεταξύ άλλων και την ΔΟΕ, αλλ’ αυτό σε άλλο
σημείωμα.
Δεν γνωρίζω αν ο Πόλε φυλακίσθηκε στα «Λευκά Κελλιά», ένα ακόμη
μείζον επίτευγμα της θαυμαστής, μη ναζιστικής Γερμανίας. «Λευκά Κελλιά»,
γιατί οι τοίχοι ήταν κατάσπροι, όλο το εικοσιτετράωρο έκαιγε άσπρο
ηλεκτρικό φως, δεν υπήρχαν παράθυρα. Σιγά-σιγά οι φυλακισμένοι έχαναν
κάθε αίσθηση του χρόνου και της πραγματικότητας, παρέλυαν, έπαυαν να
είναι άνθρωποι. Εκεί φυλακίσθηκαν τα βασικά στελέχη της ΡΑΦ, ο Μπάαντερ,
η Μάινχοφ, η ΄Εσσλιν κ.α. Τα Λευκά Κελλιά, σε φυλακή της Στουτγκάρδης,
νομίζω, δεν καταργήθηκαν παρά τις διαμαρτυρίες σε όλη την Ευρώπη και την
Γερμανία. Έπαυσαν να λειτουργούν όταν εξοντώθηκαν τα μέλη της ΡΑΦ ή
συνθηκολόγησαν. Κάποιοι έφτασαν μετά την αποφυλάκισή τους στο άλλο άκρο,
εντάχθηκαν στην άκρα δεξιά ή στους χριστιανοδημοκράτες. Παρόμοια
εξέλιξη είχαν και κάποια μέλη των θρυλικών «Μαύρων Πανθήρων», στις ΗΠΑ.
Όσο λυπηρό και να είναι, δεν δικαιούται να τους κατηγορήσει κανείς
ελαφρά τη καρδία. Δεν δεχθήκαμε εμείς, οι κρίνοντες με την ασφάλεια της
χρονικής και τοπικής αποστάσεως, τις επιθέσεις και απειλές που δέχθηκαν
εκείνοι. Λυγίζουν οι άνθρωποι, κάποιοι έστω.
Στην κηδεία της ηγετικής τριάδας Μπάαντερ, ΄Εσσλιν, Ράσπε (η
Μάϊνχοφ είχε «αυτοκτονήσει» ένα χρόνο πριν) που, επίσημα, «αυτοκτόνησαν»
με άγνωστο τρόπο μες στα Λευκά Κελλιά, έβγαλε τιμητικά τον πρώτο
επικήδειο ο Μανώλης Γλέζος. Πολλοί θεώρησαν δολοφονίες τις «αυτοκτονίες»
του ηγετικού πυρήνα της ΡΑΦ, αλλά το αθάνατο δημοκρατικό Γερμανικό
κράτος δεν επέτρεψε την διεξαγωγή έρευνας και στις δύο περιπτώσεις. Ο
Πόλε επέστρεψε μετά την αποφυλάκισή του στην Ελλάδα (τότε είμασταν
“ρατσιστές-φασίστες”; τι ετυμηγορούν οι ψευτοδιεθνιστές ιοί, χολέρες και
πανούκλες;), έζησε εδώ μέχρι τον θάνατό του, κι εδώ τάφηκε.
Ο χρόνος δικαίωσε απολύτως την ΡΑΦ, και τον Πόλε. Γερμανοί ήταν κι
ήξεραν πολύ καλά την ψυχοσύνθεση των συμπατριωτών τους. Την παρανοϊκή
μανία τους για απόλυτη κυριαρχία και ισοπέδωση των άλλων. Την χαρά τους,
όταν προκαλούν πόνο και καταστρέφουν τους άλλους -και, κυρίως, όταν
σκοτώνουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αλλ’ αυτό είναι γενικό ευρωπαϊκό
χαρακτηριστικό, βοούν στενάζοντας ματωμένα τα ιστορικά τεκμήρια ανά τον
πλανήτη: η διαβόητη Ευρωπαϊκή κουλτούρα του φόνου, αποκαλύπτει όλα
όσα μας κάνουν κι απορούμε.
Η ΡΑΦ, λοιπόν, αντιπάλευε την άνοδο στην
εξουσία ανθρώπων σαν την Μέρκελ, τον Σόιμπλε και τους ομοίους τους,
καταπολεμούσε την γερμανική απολυταρχία με ακραίο και εγκληματικό τρόπο,
αλλά στον πυρήνα της σκέψης και της στρατηγικής της είχε δίκιο.
Διέβλεπε ένα ακόμα αυγό του φιδιού να επωάζεται στην Γερμανία και
προσπάθησε, με τρόπους που ελέγχονται βέβαια και νομετελειακά δεν θα
ήταν αποτελεσματικοί, να αποτρέψει την επώαση. Δεν το πέτυχε. Μπορεί να
ήταν δύσκολο να συμφωνήσει κάποιος μαζί τους, έστω και σε μικρά
ζητήματα, μπορεί να ήταν δογματικοί, σταλινικοί, δολοφόνοι, ή ό,τιδήποτε
άλλο, δεν ξέρω. Μπορεί οι όποιοι κατήγοροί της να έχουν δίκιο. Αλλά
περισσότερο δίκιο απ’ την γενική τους θεώρηση για την Γερμανία,
αποκλείεται.
Η ΡΑΦ διείδε τον κίνδυνο εκκολάψεως ενός Δ΄ Ράιχ και στην
πραγματικότητα αυτή αντιτάχθηκε, κι αυτό την διαχωρίζει απ’ τις
αντίστοιχες ευρωπαϊκές ομάδες: Η ΡΑΦ είχε λόγο ύπαρξης και αληθινές,
φασιστικές καταστάσεις να αντιμετωπίσει. Ήταν σε πόλεμο, μάχονταν τον
«υπαρκτό» καπιταλισμό κι ιμπεριαλισμό, δεν αναγόρευε σε Κρούπ τον
ψιλικατζή της γειτονιάς μας. Τα μέλη της δεν έπλαθαν ψευδαισθησιακές
καρικατούρες ούτε είχαν παρακρούσεις κι αυταπάτες «επαναστατικού»
μεγαλείου χωρίς κανένα κοινωνικό έρεισμα.
Η Ιστορία δικαίωσε την ΡΑΦ, επαναλαμβάνω. Η Γερμανία υπάρχει για να
ανατρέφει Ναζί κάθε είδους, με πολλές και σημαντικές εξαιρέσεις βέβαια.
Η επιείκειά μας απέναντί τους πρέπει όμως να τελειώνει. Η απόσταση από
τον Γοργοπόταμο μέχρι την Δρέσδη δεν είναι μεγάλη. Δεν πρέπει να
δεχθούμε άλλη προσβολή. Και τα ιδρύματα τύπου Ρόζα Λούξεμπουργκ, το
αριστερό κόμμα Ντε Λίνκε κ.α, αν θέλουν να αποδείξουν ότι δεν
καπηλεύονται ονόματα και Ιστορία, πρέπει να αντιδράσουν στον γερμανικό
επεκτατισμό, στην γερμανική ύβρι, τώρα. Αμέσως. Να καλέσουν σε
διαδηλώσεις τον γερμανικό λαό υπέρ της Ελλάδος, να εναντιωθούν με
πράξεις στην γερμανική οικονομική κατοχή στη Ευρώπη και στην χώρα μας.
Μέχρι τότε, κανενός είδους συνεργασία με κανέναν θεσμικό Γερμανό για
οποιονδήποτε λόγο. Επιβάλλεται ν’ απόσχουμε κι απ’ την διεθνή έκθεση
βιβλίου Φραγκφούρτης. Τι θα χάσουμε; Πάμε εκεί, αγοράζουμε εκατό βιβλία,
και πουλάμε ένα. Ούτε χρειαζόμαστε το ίδρυμα Λούξεμπουργκ για να
βγάλουμε εγχειρίδια κατά της Χρυσής Αυγής. Κρίμα, ξεπεσμός και ντροπή η
οποιαδήποτε συνεργασία με θεσμικούς Γερμανούς. Τέλος.
ΡΑΦ, και δολοφονηθέντα, φυλακισμένα ή αποσκιρτήσαντα μέλη της: Σας
ευχαριστούμε από καρδιάς για τον αγώνα σας, την γενναιότητα, την
αυτοθυσία και την διορατικότητά σας. Έχετε δίκιο: «Διανοητικά και ψυχικά
οι φασίστες δεν φτάνουν ούτε μέχρι τον αστράγαλό μας». Πόσω μάλλον όταν
είναι Γερμανοί.
ΥΓ: 183 ευρωβουλευτές, πολλοί εκ των οποίων Γερμανοί και Δανοί,
τάχθηκαν προσφάτως κατά του ελληνικού μνημονίου. Εντύπωση προκαλεί η
απουσία Κυπρίων, πρωτίστως, αλλά και Ισπανών, Πορτογάλων, Ιρλανδών,
Γάλλων. Τι ακριβώς συνέβη; Τα σχετικά με τον Πόλε, γράφτηκαν από μνήμης.
Αν υπάρχουν αβλεψίες, συγγνώμη.