Η ημέρα
ξημέρωσε λαμπρή, αλλά ήταν προσέτι πανηγυρική. Τα κανάλια που είχαν
βοηθήσει τους Δυνατούς να εξαθλιώσουν τον λαό, μάζευαν σήμερα σε
φιλανθρωπικές διοργανώσεις, κοινώς δράσεις, είδη πρώτης βοήθειας για
τους εξαθλιωμένους - λαμπάδες, κονσέρβες, παιγνίδια δεύτερο χέρι,
ρουχαλάκια και φάρμακα.
Οι φτωχοί έβγαζαν σέλφι με τους απαστράπτοντες δωρητές, τα παιδάκια τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο και τους έδιναν από μια σοκολάτα, ενώ ταυτοχρόνως συνεργεία της τηλεόρασης γύριζαν ρεπορτάζ για τις ένδοξες αυτές στιγμές των καναλιών, ώστε να τις προβάλλουν στα δελτία τους. Χαιρόταν όλη η πλάση. Πού και πού
η Φρουρά βούταγε κανένα παιδάκι και το εξαφάνιζε, αλλά αυτό ήταν για όλους μια λελογισμένη «παράπλευρη απώλεια». Πού πήγαιναν όμως -πού τα πήγαιναν- τα παιδάκια που εξαφανίζονταν; Αυτό ήταν ένα μυστήριο. Το οποίο κρατούσε δυο-τρεις μέρες κι έπειτα ξεθώριαζε μαζί με τη γιορτή, πόσω μάλλον καθώς άλλα σπουδαία γεγονότα ακολουθούσαν και με τη σειρά τους τραβούσαν την προσοχή του κοινού.
Με τα εξαφανισμένα παιδάκια συνέχιζαν να ασχολούνται μόνον κάτι ιδιότυποι τύποι, θιασώτες των θεωριών συνωμοσίας, «ψεκασμένοι» (κατά την αργκώ της ελίτ) που ουδείς έπαιρνε στα σοβαρά. Ομως ακόμα και σ’ αυτούς τους παράξενους κύκλους των ερευνητών του παράδοξου οι γνώμες ήταν διχασμένες. Οι μισοί πίστευαν κι έλεγαν ότι τα παιδιά που χάνονται κάποια στιγμή θα επανεμφανισθούν και θα μας διηγηθούν τις ιστορίες τους. Οι υπόλοιποι, αντιθέτως, πίστευαν ότι η οικονομία του σύμπαντος δεν επιτρέπει να ερμηνεύονται αι βουλαί του.
Νομίζω ότι επ’ αυτού ο Μελβίλ (αν δεν κάνω λάθος) έφτιαξε μια ταινία με τον Αλαίν Ντελόν (για αυτό σίγουρα δεν κάνω λάθος) με τίτλο «Ο Σαμουράι», που στα σινεμά της εφηβικής μας εποχής, στη δεκαετία του ’70, παίχθηκε με τον τίτλο «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο».
Σ’ αυτό το φιλμ, ο ήρωας είχε έρθει από κάποια μαύρη τρύπα (φυλακή, ορφανοτροφείο η επαρχιακή πόλη του μεταπολέμου)· ζούσε σε ένα σπίτι στοιχειωμένο από ένα τραίνο που περνούσε δίπλα του και το τράνταζε συθέμελα· με μια οικοσκευή που μετρούσε μόνον ένα κρεβάτι και μια ντουλάπα. Μέσα στη ντουλάπα υπήρχαν όλα όσα χρειάζονταν, ώστε ο Σαμουράι να βγαίνει στην πιάτσα ντυμένος στην πένα, ενώ στην πραγματικότητα, εκτός απ’ το κρεβάτι του και μια κουβέρτα, δεν κατείχε τίποτα άλλο. Α, μόνον το όπλο του.
Ο «δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» είχε κακό τέλος κι έπεσε με το μακρύ μαύρο κομψό παλτό του, σαν να έπεφτε μέσα σε μια μαύρη τρύπα.
«Κανείς αποστάτης, απ’ τη μοίρα του, δεν γλιτώνει», λέγεται ότι λένε τ’ αφεντικά στις λέσχες τους, όταν σφραγίζουν τέτοιες ιστορίες με ένα παλιό ουίσκυ κι ένα ακριβό πούρο...
Οι φτωχοί έβγαζαν σέλφι με τους απαστράπτοντες δωρητές, τα παιδάκια τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο και τους έδιναν από μια σοκολάτα, ενώ ταυτοχρόνως συνεργεία της τηλεόρασης γύριζαν ρεπορτάζ για τις ένδοξες αυτές στιγμές των καναλιών, ώστε να τις προβάλλουν στα δελτία τους. Χαιρόταν όλη η πλάση. Πού και πού
η Φρουρά βούταγε κανένα παιδάκι και το εξαφάνιζε, αλλά αυτό ήταν για όλους μια λελογισμένη «παράπλευρη απώλεια». Πού πήγαιναν όμως -πού τα πήγαιναν- τα παιδάκια που εξαφανίζονταν; Αυτό ήταν ένα μυστήριο. Το οποίο κρατούσε δυο-τρεις μέρες κι έπειτα ξεθώριαζε μαζί με τη γιορτή, πόσω μάλλον καθώς άλλα σπουδαία γεγονότα ακολουθούσαν και με τη σειρά τους τραβούσαν την προσοχή του κοινού.
Με τα εξαφανισμένα παιδάκια συνέχιζαν να ασχολούνται μόνον κάτι ιδιότυποι τύποι, θιασώτες των θεωριών συνωμοσίας, «ψεκασμένοι» (κατά την αργκώ της ελίτ) που ουδείς έπαιρνε στα σοβαρά. Ομως ακόμα και σ’ αυτούς τους παράξενους κύκλους των ερευνητών του παράδοξου οι γνώμες ήταν διχασμένες. Οι μισοί πίστευαν κι έλεγαν ότι τα παιδιά που χάνονται κάποια στιγμή θα επανεμφανισθούν και θα μας διηγηθούν τις ιστορίες τους. Οι υπόλοιποι, αντιθέτως, πίστευαν ότι η οικονομία του σύμπαντος δεν επιτρέπει να ερμηνεύονται αι βουλαί του.
Νομίζω ότι επ’ αυτού ο Μελβίλ (αν δεν κάνω λάθος) έφτιαξε μια ταινία με τον Αλαίν Ντελόν (για αυτό σίγουρα δεν κάνω λάθος) με τίτλο «Ο Σαμουράι», που στα σινεμά της εφηβικής μας εποχής, στη δεκαετία του ’70, παίχθηκε με τον τίτλο «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο».
Σ’ αυτό το φιλμ, ο ήρωας είχε έρθει από κάποια μαύρη τρύπα (φυλακή, ορφανοτροφείο η επαρχιακή πόλη του μεταπολέμου)· ζούσε σε ένα σπίτι στοιχειωμένο από ένα τραίνο που περνούσε δίπλα του και το τράνταζε συθέμελα· με μια οικοσκευή που μετρούσε μόνον ένα κρεβάτι και μια ντουλάπα. Μέσα στη ντουλάπα υπήρχαν όλα όσα χρειάζονταν, ώστε ο Σαμουράι να βγαίνει στην πιάτσα ντυμένος στην πένα, ενώ στην πραγματικότητα, εκτός απ’ το κρεβάτι του και μια κουβέρτα, δεν κατείχε τίποτα άλλο. Α, μόνον το όπλο του.
Ο «δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» είχε κακό τέλος κι έπεσε με το μακρύ μαύρο κομψό παλτό του, σαν να έπεφτε μέσα σε μια μαύρη τρύπα.
«Κανείς αποστάτης, απ’ τη μοίρα του, δεν γλιτώνει», λέγεται ότι λένε τ’ αφεντικά στις λέσχες τους, όταν σφραγίζουν τέτοιες ιστορίες με ένα παλιό ουίσκυ κι ένα ακριβό πούρο...