ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΥΟΣ* Ο Αχυρώνας του Λιοπετρίου, πεδίο μιας από τις πιο κομβικές συγκρούσεις του κυπριακού απελευθερωτικού αγώνα.
Το κυπριακό ζήτημα κατά το δεύτερο μισό
του 1958 είχε λάβει τον χαρακτήρα μετωπικής σύγκρουσης, με έκδηλη την
αδυναμία των εμπλεκομένων μερών στο διεθνές πεδίο να καταλήξουν στην
εξεύρεση μιας κοινώς αποδεκτής φόρμουλας λύσης. Η Βρετανία μέσω του
Σχεδίου Μακμίλαν προσπάθησε να δημιουργήσει τετελεσμένα που να
ικανοποιούν τις απαιτήσεις της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων για
διχοτόμηση του νησιού. Η πολιτική αυτή ήταν αντίθετη με το αίτημα των
Ελλήνων της Κύπρου για ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Ωστόσο, η
διακηρυγμένη πρόθεση της βρετανικής ηγεσίας για μονομερή επιβολή του
Σχεδίου τον Οκτώβριο του 1958 εξώθησε την ελληνική κυβέρνηση του
Κωνσταντίνου Καραμανλή και τον ηγέτη των Ελληνοκυπρίων Αρχιεπίσκοπο
Μακάριο Γ΄ σε μια διαφορετική προσέγγιση, η οποία αφορούσε μια
συμβιβαστική λύση όπως την ανακήρυξη της Κύπρου ως ανεξάρτητου κράτους.
Η πόλωση και τα αδιέξοδα που αναδείχτηκαν στο διεθνές επίπεδο, είχαν άμεσο αντίκτυπο στην πορεία των γεγονότων στο εσωτερικό της Κύπρου. Ηδη από τις αρχές Ιουνίου 1958 οι Τουρκοκύπριοι (18% του κυπριακού πληθυσμού) επιζητούσαν μέσω τυφλών επιθέσεων εναντίον των Ελληνοκυπρίων (80% του πληθυσμού) και των περιουσιών τους να επιβάλουν την άποψη ότι οι δύο μεγαλύτερες εθνικές κοινότητες αδυνατούσαν να συμβιώσουν στο νησί. Οι ενέργειες αυτές, η μεροληπτική στάση που επιδείκνυαν οι βρετανικές δυνάμεις καταστολής υπέρ της τουρκικής μειονότητας κατά τη διάρκεια επεισοδίων, καθώς και η ανακοίνωση του Σχεδίου Μακμίλαν αναπόφευκτα δημιούργησαν την εντύπωση στην ελληνική πλευρά ότι οι Βρετανοί συνεργάζονταν με τους Τούρκους για την επιβολή της διχοτόμησης. Οι Ελληνες της Κύπρου αντέδρασαν οργανώνοντας συστηματική άμυνα έναντι των Τουρκοκυπρίων. Οι επιθέσεις των τελευταίων αποσκοπούσαν πλέον στη βίαιη εκδίωξη των Ελληνοκυπρίων από τα σπίτια τους, διαμορφώνοντας έτσι τις συνθήκες για σχηματισμό εθνικά αμιγών περιοχών και μια de facto μορφή διχοτόμησης. Οι διακοινοτικές συγκρούσεις κατευνάστηκαν μόνο αφού οι δύο πλευρές ανακήρυξαν προσωρινή εκεχειρία στις αρχές Αυγούστου 1958. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, τον Ιούνιο σκοτώθηκαν δεκαέξι Ελληνοκύπριοι και δύο Τουρκοκύπριοι. Τον Ιούλιο τα θύματα ήταν 28 και 44 αντίστοιχα. Τον Αύγουστο υπήρξαν δώδεκα νεκροί Ελληνοκύπριοι και πέντε Τουρκοκύπριοι.
Η σφοδρή μάχη και το «Ολοκαύτωμα του Αχυρώνα» στο Λιοπέτρι
Ο αρχηγός της ΕΟΚΑ, Γεώργιος Γρίβας (Διγενής), διέταξε τα μέλη της οργάνωσης να προετοιμαστούν για την εφαρμογή ενός εντατικού επιχειρησιακού προγράμματος, το οποίο θα απέτρεπε την προοδευτική εφαρμογή του Σχεδίου Μακμίλλαν από το Λονδίνο. Παράλληλα, έδωσε οδηγίες ώστε η αμυντική συμπεριφορά της ΕΟΚΑ να καταστεί πιο συμπαγής μέσω της άρνησης των μαχητών της ένοπλης πτέρυγας να παραδοθούν στις δυνάμεις του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος, σε περίπτωση εντοπισμού τους.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα της πιο πάνω συμπεριφοράς ήταν ο θάνατος τριών μελών της ΕΟΚΑ στις 23 Αυγούστου 1958. Επίσης, στις 2 Σεπτεμβρίου 1958 σκοτώθηκε ο Μιχαλάκης Παρίδης, τοπικός ηγέτης του επαναστατικού κινήματος στην περιοχή της Λάρνακας. Την ίδια μέρα, στη «Μάχη του Αχυρώνα» στο χωριό Λιοπέτρι (επαρχία Αμμοχώστου), σημειώθηκε και η μεγαλύτερη σε αριθμό απώλεια της ΕΟΚΑ. Στο Λιοπέτρι είχαν καταφθάσει τέσσερις σημαίνοντες μαχητές (οι Ανδρέας Κάρυος, Φώτης Πίττας, Ηλίας Παπακυριακού και Χρήστος Σαμάρας), για να εκπαιδεύσουν το τοπικό κλιμάκιο της ΕΟΚΑ στις τακτικές του ανταρτοπόλεμου. Η διενέργεια αιφνιδιαστικής επιχείρησης έρευνας από βρετανικά στρατεύματα, εγκλώβισε την ομάδα της ΕΟΚΑ στην κοινότητα, η οποία κρύφτηκε στον αχυρώνα της οικίας του Παναγιώτη Καλλή. Οι Βρετανοί πήραν σαφείς πληροφορίες για την κρυψώνα (αλλά και για τους χώρους φύλαξης οπλισμού της ΕΟΚΑ) από τον αδελφό του Χρήστου Σαμάρα, τον Ηλία Σαμάρα. Πάραυτα, συγκεντρώθηκε μεγαλύτερος αριθμός στρατιωτικών δυνάμεων. Βρετανοί στρατιώτες κάλεσαν τα μέλη της ΕΟΚΑ να παραδοθούν, ωστόσο έλαβαν αρνητική απάντηση. Στη σφοδρή ανταλλαγή πυροβολισμών που ακολούθησε, η βρετανική πλευρά κατέφυγε στη χρήση της φωτιάς, ώστε να κάμψει την αντίσταση των αντιπάλων της. Επειτα από πολύωρη συμπλοκή, οι τέσσερις Ελληνοκύπριοι μαχητές έπεσαν μέχρις ενός. Ο Ηλίας Σαμάρας, λαμβάνοντας βρετανική βοήθεια, μεταφέρθηκε στη Βρετανία για να γλιτώσει από την οργή της ΕΟΚΑ. Εκτελέστηκε από μέλη της επαναστατικής οργάνωσης, όταν μερικούς μήνες αργότερα επέστρεψε στην Κύπρο. Η συμπλοκή στο Λιοπέτρι αποτυπώθηκε στην ελληνοκυπριακή συλλογική μνήμη ως «η Μάχη του Αχυρώνα» ή «το Ολοκαύτωμα του Αχυρώνα» και θεωρείται ως ένα από τα γνωστότερα επεισόδια του Κυπριακού Αγώνα (1955-1959).
Τετρακόσιοι νεκροί και τραυματίες μέσα σ’ ένα μήνα
Λίγα εικοσιτετράωρα πριν από την 1η Οκτωβρίου 1958, ημερομηνία που είχε θέσει το Λονδίνο ως ορόσημο για την εφαρμογή του Σχεδίου Μακμίλλαν, ο Γρίβας άναψε το «πράσινο φως» για έναρξη επαναστατικών ενεργειών στην ύπαιθρο και τα αστικά κέντρα, μέσω επιθέσεων, ενεδρών και δολιοφθορών κατά έμψυχων και υλικών στρατιωτικών στόχων. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1958, ο υποστράτηγος Ντάγκλας Τζο Κέντριου (διευθυντής Επιχειρήσεων εναντίον της ΕΟΚΑ) επιβίωσε απόπειρας κατά της ζωής του. Μόνο στις τρεις πρώτες βδομάδες του Οκτωβρίου 1958 διενεργήθηκαν περίπου πενήντα επιθέσεις εναντίον διάφορων στόχων. Ο αντικαταστάτης του Κέντριου, υποστράτηγος Κένεθ Ντάρλινγκ, δήλωσε ότι δύσκολα υπήρξε μέρα που να μη σημειωθεί τουλάχιστον ένα σοβαρό περιστατικό κάπου στην Κύπρο. Επίσης, η εκστρατεία της Παθητικής Αντίστασης (οικονομικό μποϊκοτάζ των βρετανικών προϊόντων, χρήση της ελληνικής γλώσσας και εκούσια ανυπακοή στις βρετανικές αποικιακές αρχές) συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση, ταυτόχρονα με την οργάνωση απεργιών και διαδηλώσεων.
Στις 3 Οκτωβρίου 1958, έλαβε χώρα ένα γεγονός που κλιμάκωσε κατακόρυφα το μοτίβο βίας και αντι-βίας στην Κύπρο: η δολοφονία της Κάθριν Κάτλιφ, συζύγου ενός μέλους της βρετανικής φρουράς στο νησί. Το δυσάρεστο αυτό γεγονός είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη βρετανική κοινή γνώμη εις βάρος των Ελληνοκυπρίων. Παρά το γεγονός ότι η ΕΟΚΑ και η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκαν επίσημα οποιαδήποτε συμμετοχή στη συγκεκριμένη ενέργεια, τα βρετανικά στρατεύματα δεν επέδειξαν καμία αυτοσυγκράτηση όσον αφορούσε τις αντιδράσεις τους. Εντός μόλις δύο ωρών, είχαν συλληφθεί περίπου χίλιοι Ελληνοκύπριοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σύλληψης, μεταφοράς και ανάκρισης, περίπου 250 από αυτούς τραυματίστηκαν λόγω κακομεταχείρισης από Βρετανούς στρατιώτες. Επιπρόσθετα, δύο άτομα έχασαν τη ζωή τους (οι Παναγιώτης Χρυσοστόμου και Λουκάς Λουκά).
Γενικά, κατά τον μήνα Οκτώβριο 1958 έχασαν τη ζωή τους 31 άτομα και 370 στρατιώτες τραυματίστηκαν, κάνοντας την περίοδο γνωστή ως «Μαύρο Οκτώβρη». Βέβαια, η εντατική δράση της ΕΟΚΑ εξώθησε τη βρετανική στρατιωτική ηγεσία στην εφαρμογή καινοτομιών σε σχέση με τις μεθόδους καταπολέμησης του ένοπλου ενωτικού κινήματος. Προωθήθηκε η χρήση αλεξίσφαιρων γιλέκων από τους στρατιώτες κατά την άσκηση καθηκόντων συνοδείας. Καταρτίστηκε ένα λεπτομερές πρόγραμμα απαγόρευσης της κυκλοφορίας για τους νεαρούς Ελληνοκύπριους, από τις τάξεις των οποίων στρατολογούνταν οι εκτελεστικές ομάδες της ΕΟΚΑ (οι εκτελεστές συνήθως επιχειρούσαν σε ομάδες των δύο). Η κίνηση στους δρόμους εποπτευόταν από στρατιώτες, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να πυροβολούν τυχόν παραβάτες των πιο πάνω περιορισμών. Οι στρατιώτες αυτοί κρύβονταν σε διάφορα σημεία και ήταν εφοδιασμένοι με άρβυλα με λαστιχένιες σόλες, ώστε να κινούνται αθόρυβα. Περιπολίες οργανώθηκαν για την απαγόρευση της κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αναγνωριστικά αεροπλάνα συνόδευαν τις φάλαγγες οχημάτων, ώστε να εντοπίζουν τους δράστες βομβιστικών επιθέσεων, οι οποίοι είχαν πυροδοτήσει ηλεκτρονικά και εξ αποστάσεως νάρκες ή άλλους εκρηκτικούς μηχανισμούς (προσφιλής τρόπος επίθεσης της ΕΟΚΑ κατά το 1958). Εκείνο το διάστημα, επίσης, άρχισε να εφαρμόζεται το μέτρο ανατίναξης οικιών όπου φιλοξενούνταν μέλη της ΕΟΚΑ.
Πορεία αποκλιμάκωσης ενόψει της συζήτησης του Κυπριακού στον ΟΗΕ
Οι επιθετικές ενέργειες της ΕΟΚΑ συνεχίστηκαν κατά τον Νοέμβριο του 1958. Ο αριθμός των θυμάτων σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα μειώθηκε περίπου στο μισό (δεκαπέντε νεκροί). Εντούτοις, οι δραστηριότητες του ένοπλου κινήματος είχαν προκαλέσει τέτοια βρετανική αντίδραση σε επίπεδο καταστολής, ώστε επιβλήθηκαν πολύ περισσότεροι κατ’ οίκον περιορισμοί (curfews) και επιχειρήσεις έρευνας σε σχέση με το παρελθόν, παράγοντας που είχε ζημιογόνο αντίκτυπο στις βρετανο-κυπριακές σχέσεις. Η αίσθηση που επικρατούσε εκείνη την περίοδο ήταν ότι η βρετανική φρουρά είχε κλειστεί πίσω από συρματοπλέγματα προστασίας, αποκόπτοντας την όποια επαφή με τους ντόπιους. Εδινε έτσι την εντύπωση ότι θεωρούσε ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου ως δυνητικούς εχθρούς. Ενα χαρακτηριστικό επεισόδιο συνέβη στις 8 Νοεμβρίου 1958: μια βόμβα πυροδοτήθηκε σε μια καντίνα του Ινστιτούτου Ναυτικού, Στρατού και Αεροπορίας (NAAFI) στη Λευκωσία, σκοτώνοντας δύο άνδρες της βρετανικής Πολεμικής Αεροπορίας και τραυματίζοντας άλλους επτά. Οι αποικιακές αρχές προχώρησαν στην απόλυση όσων Ελληνοκυπρίων εργάζονταν στα NAAFI αντικαθιστώντας τους με Βρετανούς υπαλλήλους έπειτα από συνοπτικές διαδικασίες. Η εν λόγω πρωτοβουλία προβλήθηκε επισήμως ως μέτρο ασφάλειας, ωστόσο όλοι γνώριζαν ότι ήταν ένας τρόπος συλλογικής τιμωρίας της ελληνικής κοινότητας της Κύπρου. Αυτού του είδους οι ενέργειες των βρετανικών αρχών οδηγούσαν στη διεύρυνση της αποξένωσής τους από τις μάζες των Ελληνοκυπρίων.
Στις 19 Νοεμβρίου 1958, βρετανικές δυνάμεις, ενεργώντας στη βάση σαφούς πληροφόρησης, εντόπισαν το κρησφύγετο του Κυριάκου Μάτση, τομεάρχη της ΕΟΚΑ στην Κερύνεια. Στη διαταγή των στρατιωτών να παραδοθεί, ο Μάτσης αρνήθηκε να το πράξει προειδοποιώντας ότι ήταν έτοιμος για μάχη. Σκοτώθηκε όταν οι Βρετανοί ανατίναξαν το κρησφύγετο με χειροβομβίδες – μια από τις τελευταίες μεγάλες απώλειες της ΕΟΚΑ.
Η περαιτέρω κλιμάκωση της ένοπλης σύγκρουσης στην αποικία αποσοβήθηκε εν τέλει λόγω των εξελίξεων στο διεθνές πεδίο και την επικείμενη συζήτηση του Κυπριακού Ζητήματος στον ΟΗΕ (Δεκέμβριος 1958). Η ελληνική κυβέρνηση και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος άσκησαν πιέσεις στην ηγεσία του ένοπλου ενωτικού κινήματος να κηρύξει εκεχειρία, ώστε να επιτρέψει σε διπλωματικές ενέργειες να ξεδιπλωθούν. Η ΕΟΚΑ, συνεπής στις στρατηγικές αρχές της υποταγής του στρατιωτικού κριτηρίου στο πολιτικό, αποφάσισε να αναστείλει τη δράση της προσωρινά, υπογραμμίζοντας ότι οι ενέργειές της ενόψει της συζήτησης στον ΟΗΕ θα περιορίζονταν σε αντίποινα έπειτα από οποιαδήποτε πλήγματα εναντίον των μελών της. Από την άλλη, οι επιχειρήσεις των Βρετανών εναντίον της οργάνωσης συνεχίστηκαν. Ο κύκλος επιθετικών δραστηριοτήτων της ΕΟΚΑ στην ουσία τερματίστηκε και δεν ανανεώθηκε, εφόσον οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις και η ελληνοτουρκική προσέγγιση στη Ζυρίχη κατέληξαν τον Φεβρουάριο του 1959 στην υπογραφή (από την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Βρετανία) της Συμφωνίας του Λονδίνου μέσω της οποίας η Ενωση ή η διχοτόμηση απαγορεύτηκαν· αντίθετα, προνοήθηκε η ίδρυση μιας νέας κρατικής οντότητας: η Κυπριακή Δημοκρατία.
* Ο δρ Ανδρέας Κάρυος ανήκει στο Συνεργαζόμενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό Ιστορίας της Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου. Έντυπη
Η πόλωση και τα αδιέξοδα που αναδείχτηκαν στο διεθνές επίπεδο, είχαν άμεσο αντίκτυπο στην πορεία των γεγονότων στο εσωτερικό της Κύπρου. Ηδη από τις αρχές Ιουνίου 1958 οι Τουρκοκύπριοι (18% του κυπριακού πληθυσμού) επιζητούσαν μέσω τυφλών επιθέσεων εναντίον των Ελληνοκυπρίων (80% του πληθυσμού) και των περιουσιών τους να επιβάλουν την άποψη ότι οι δύο μεγαλύτερες εθνικές κοινότητες αδυνατούσαν να συμβιώσουν στο νησί. Οι ενέργειες αυτές, η μεροληπτική στάση που επιδείκνυαν οι βρετανικές δυνάμεις καταστολής υπέρ της τουρκικής μειονότητας κατά τη διάρκεια επεισοδίων, καθώς και η ανακοίνωση του Σχεδίου Μακμίλαν αναπόφευκτα δημιούργησαν την εντύπωση στην ελληνική πλευρά ότι οι Βρετανοί συνεργάζονταν με τους Τούρκους για την επιβολή της διχοτόμησης. Οι Ελληνες της Κύπρου αντέδρασαν οργανώνοντας συστηματική άμυνα έναντι των Τουρκοκυπρίων. Οι επιθέσεις των τελευταίων αποσκοπούσαν πλέον στη βίαιη εκδίωξη των Ελληνοκυπρίων από τα σπίτια τους, διαμορφώνοντας έτσι τις συνθήκες για σχηματισμό εθνικά αμιγών περιοχών και μια de facto μορφή διχοτόμησης. Οι διακοινοτικές συγκρούσεις κατευνάστηκαν μόνο αφού οι δύο πλευρές ανακήρυξαν προσωρινή εκεχειρία στις αρχές Αυγούστου 1958. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, τον Ιούνιο σκοτώθηκαν δεκαέξι Ελληνοκύπριοι και δύο Τουρκοκύπριοι. Τον Ιούλιο τα θύματα ήταν 28 και 44 αντίστοιχα. Τον Αύγουστο υπήρξαν δώδεκα νεκροί Ελληνοκύπριοι και πέντε Τουρκοκύπριοι.
Η σφοδρή μάχη και το «Ολοκαύτωμα του Αχυρώνα» στο Λιοπέτρι
Ο αρχηγός της ΕΟΚΑ, Γεώργιος Γρίβας (Διγενής), διέταξε τα μέλη της οργάνωσης να προετοιμαστούν για την εφαρμογή ενός εντατικού επιχειρησιακού προγράμματος, το οποίο θα απέτρεπε την προοδευτική εφαρμογή του Σχεδίου Μακμίλλαν από το Λονδίνο. Παράλληλα, έδωσε οδηγίες ώστε η αμυντική συμπεριφορά της ΕΟΚΑ να καταστεί πιο συμπαγής μέσω της άρνησης των μαχητών της ένοπλης πτέρυγας να παραδοθούν στις δυνάμεις του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος, σε περίπτωση εντοπισμού τους.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα της πιο πάνω συμπεριφοράς ήταν ο θάνατος τριών μελών της ΕΟΚΑ στις 23 Αυγούστου 1958. Επίσης, στις 2 Σεπτεμβρίου 1958 σκοτώθηκε ο Μιχαλάκης Παρίδης, τοπικός ηγέτης του επαναστατικού κινήματος στην περιοχή της Λάρνακας. Την ίδια μέρα, στη «Μάχη του Αχυρώνα» στο χωριό Λιοπέτρι (επαρχία Αμμοχώστου), σημειώθηκε και η μεγαλύτερη σε αριθμό απώλεια της ΕΟΚΑ. Στο Λιοπέτρι είχαν καταφθάσει τέσσερις σημαίνοντες μαχητές (οι Ανδρέας Κάρυος, Φώτης Πίττας, Ηλίας Παπακυριακού και Χρήστος Σαμάρας), για να εκπαιδεύσουν το τοπικό κλιμάκιο της ΕΟΚΑ στις τακτικές του ανταρτοπόλεμου. Η διενέργεια αιφνιδιαστικής επιχείρησης έρευνας από βρετανικά στρατεύματα, εγκλώβισε την ομάδα της ΕΟΚΑ στην κοινότητα, η οποία κρύφτηκε στον αχυρώνα της οικίας του Παναγιώτη Καλλή. Οι Βρετανοί πήραν σαφείς πληροφορίες για την κρυψώνα (αλλά και για τους χώρους φύλαξης οπλισμού της ΕΟΚΑ) από τον αδελφό του Χρήστου Σαμάρα, τον Ηλία Σαμάρα. Πάραυτα, συγκεντρώθηκε μεγαλύτερος αριθμός στρατιωτικών δυνάμεων. Βρετανοί στρατιώτες κάλεσαν τα μέλη της ΕΟΚΑ να παραδοθούν, ωστόσο έλαβαν αρνητική απάντηση. Στη σφοδρή ανταλλαγή πυροβολισμών που ακολούθησε, η βρετανική πλευρά κατέφυγε στη χρήση της φωτιάς, ώστε να κάμψει την αντίσταση των αντιπάλων της. Επειτα από πολύωρη συμπλοκή, οι τέσσερις Ελληνοκύπριοι μαχητές έπεσαν μέχρις ενός. Ο Ηλίας Σαμάρας, λαμβάνοντας βρετανική βοήθεια, μεταφέρθηκε στη Βρετανία για να γλιτώσει από την οργή της ΕΟΚΑ. Εκτελέστηκε από μέλη της επαναστατικής οργάνωσης, όταν μερικούς μήνες αργότερα επέστρεψε στην Κύπρο. Η συμπλοκή στο Λιοπέτρι αποτυπώθηκε στην ελληνοκυπριακή συλλογική μνήμη ως «η Μάχη του Αχυρώνα» ή «το Ολοκαύτωμα του Αχυρώνα» και θεωρείται ως ένα από τα γνωστότερα επεισόδια του Κυπριακού Αγώνα (1955-1959).
Τετρακόσιοι νεκροί και τραυματίες μέσα σ’ ένα μήνα
Λίγα εικοσιτετράωρα πριν από την 1η Οκτωβρίου 1958, ημερομηνία που είχε θέσει το Λονδίνο ως ορόσημο για την εφαρμογή του Σχεδίου Μακμίλλαν, ο Γρίβας άναψε το «πράσινο φως» για έναρξη επαναστατικών ενεργειών στην ύπαιθρο και τα αστικά κέντρα, μέσω επιθέσεων, ενεδρών και δολιοφθορών κατά έμψυχων και υλικών στρατιωτικών στόχων. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1958, ο υποστράτηγος Ντάγκλας Τζο Κέντριου (διευθυντής Επιχειρήσεων εναντίον της ΕΟΚΑ) επιβίωσε απόπειρας κατά της ζωής του. Μόνο στις τρεις πρώτες βδομάδες του Οκτωβρίου 1958 διενεργήθηκαν περίπου πενήντα επιθέσεις εναντίον διάφορων στόχων. Ο αντικαταστάτης του Κέντριου, υποστράτηγος Κένεθ Ντάρλινγκ, δήλωσε ότι δύσκολα υπήρξε μέρα που να μη σημειωθεί τουλάχιστον ένα σοβαρό περιστατικό κάπου στην Κύπρο. Επίσης, η εκστρατεία της Παθητικής Αντίστασης (οικονομικό μποϊκοτάζ των βρετανικών προϊόντων, χρήση της ελληνικής γλώσσας και εκούσια ανυπακοή στις βρετανικές αποικιακές αρχές) συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση, ταυτόχρονα με την οργάνωση απεργιών και διαδηλώσεων.
Στις 3 Οκτωβρίου 1958, έλαβε χώρα ένα γεγονός που κλιμάκωσε κατακόρυφα το μοτίβο βίας και αντι-βίας στην Κύπρο: η δολοφονία της Κάθριν Κάτλιφ, συζύγου ενός μέλους της βρετανικής φρουράς στο νησί. Το δυσάρεστο αυτό γεγονός είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη βρετανική κοινή γνώμη εις βάρος των Ελληνοκυπρίων. Παρά το γεγονός ότι η ΕΟΚΑ και η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκαν επίσημα οποιαδήποτε συμμετοχή στη συγκεκριμένη ενέργεια, τα βρετανικά στρατεύματα δεν επέδειξαν καμία αυτοσυγκράτηση όσον αφορούσε τις αντιδράσεις τους. Εντός μόλις δύο ωρών, είχαν συλληφθεί περίπου χίλιοι Ελληνοκύπριοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σύλληψης, μεταφοράς και ανάκρισης, περίπου 250 από αυτούς τραυματίστηκαν λόγω κακομεταχείρισης από Βρετανούς στρατιώτες. Επιπρόσθετα, δύο άτομα έχασαν τη ζωή τους (οι Παναγιώτης Χρυσοστόμου και Λουκάς Λουκά).
Γενικά, κατά τον μήνα Οκτώβριο 1958 έχασαν τη ζωή τους 31 άτομα και 370 στρατιώτες τραυματίστηκαν, κάνοντας την περίοδο γνωστή ως «Μαύρο Οκτώβρη». Βέβαια, η εντατική δράση της ΕΟΚΑ εξώθησε τη βρετανική στρατιωτική ηγεσία στην εφαρμογή καινοτομιών σε σχέση με τις μεθόδους καταπολέμησης του ένοπλου ενωτικού κινήματος. Προωθήθηκε η χρήση αλεξίσφαιρων γιλέκων από τους στρατιώτες κατά την άσκηση καθηκόντων συνοδείας. Καταρτίστηκε ένα λεπτομερές πρόγραμμα απαγόρευσης της κυκλοφορίας για τους νεαρούς Ελληνοκύπριους, από τις τάξεις των οποίων στρατολογούνταν οι εκτελεστικές ομάδες της ΕΟΚΑ (οι εκτελεστές συνήθως επιχειρούσαν σε ομάδες των δύο). Η κίνηση στους δρόμους εποπτευόταν από στρατιώτες, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να πυροβολούν τυχόν παραβάτες των πιο πάνω περιορισμών. Οι στρατιώτες αυτοί κρύβονταν σε διάφορα σημεία και ήταν εφοδιασμένοι με άρβυλα με λαστιχένιες σόλες, ώστε να κινούνται αθόρυβα. Περιπολίες οργανώθηκαν για την απαγόρευση της κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αναγνωριστικά αεροπλάνα συνόδευαν τις φάλαγγες οχημάτων, ώστε να εντοπίζουν τους δράστες βομβιστικών επιθέσεων, οι οποίοι είχαν πυροδοτήσει ηλεκτρονικά και εξ αποστάσεως νάρκες ή άλλους εκρηκτικούς μηχανισμούς (προσφιλής τρόπος επίθεσης της ΕΟΚΑ κατά το 1958). Εκείνο το διάστημα, επίσης, άρχισε να εφαρμόζεται το μέτρο ανατίναξης οικιών όπου φιλοξενούνταν μέλη της ΕΟΚΑ.
Πορεία αποκλιμάκωσης ενόψει της συζήτησης του Κυπριακού στον ΟΗΕ
Οι επιθετικές ενέργειες της ΕΟΚΑ συνεχίστηκαν κατά τον Νοέμβριο του 1958. Ο αριθμός των θυμάτων σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα μειώθηκε περίπου στο μισό (δεκαπέντε νεκροί). Εντούτοις, οι δραστηριότητες του ένοπλου κινήματος είχαν προκαλέσει τέτοια βρετανική αντίδραση σε επίπεδο καταστολής, ώστε επιβλήθηκαν πολύ περισσότεροι κατ’ οίκον περιορισμοί (curfews) και επιχειρήσεις έρευνας σε σχέση με το παρελθόν, παράγοντας που είχε ζημιογόνο αντίκτυπο στις βρετανο-κυπριακές σχέσεις. Η αίσθηση που επικρατούσε εκείνη την περίοδο ήταν ότι η βρετανική φρουρά είχε κλειστεί πίσω από συρματοπλέγματα προστασίας, αποκόπτοντας την όποια επαφή με τους ντόπιους. Εδινε έτσι την εντύπωση ότι θεωρούσε ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου ως δυνητικούς εχθρούς. Ενα χαρακτηριστικό επεισόδιο συνέβη στις 8 Νοεμβρίου 1958: μια βόμβα πυροδοτήθηκε σε μια καντίνα του Ινστιτούτου Ναυτικού, Στρατού και Αεροπορίας (NAAFI) στη Λευκωσία, σκοτώνοντας δύο άνδρες της βρετανικής Πολεμικής Αεροπορίας και τραυματίζοντας άλλους επτά. Οι αποικιακές αρχές προχώρησαν στην απόλυση όσων Ελληνοκυπρίων εργάζονταν στα NAAFI αντικαθιστώντας τους με Βρετανούς υπαλλήλους έπειτα από συνοπτικές διαδικασίες. Η εν λόγω πρωτοβουλία προβλήθηκε επισήμως ως μέτρο ασφάλειας, ωστόσο όλοι γνώριζαν ότι ήταν ένας τρόπος συλλογικής τιμωρίας της ελληνικής κοινότητας της Κύπρου. Αυτού του είδους οι ενέργειες των βρετανικών αρχών οδηγούσαν στη διεύρυνση της αποξένωσής τους από τις μάζες των Ελληνοκυπρίων.
Στις 19 Νοεμβρίου 1958, βρετανικές δυνάμεις, ενεργώντας στη βάση σαφούς πληροφόρησης, εντόπισαν το κρησφύγετο του Κυριάκου Μάτση, τομεάρχη της ΕΟΚΑ στην Κερύνεια. Στη διαταγή των στρατιωτών να παραδοθεί, ο Μάτσης αρνήθηκε να το πράξει προειδοποιώντας ότι ήταν έτοιμος για μάχη. Σκοτώθηκε όταν οι Βρετανοί ανατίναξαν το κρησφύγετο με χειροβομβίδες – μια από τις τελευταίες μεγάλες απώλειες της ΕΟΚΑ.
Η περαιτέρω κλιμάκωση της ένοπλης σύγκρουσης στην αποικία αποσοβήθηκε εν τέλει λόγω των εξελίξεων στο διεθνές πεδίο και την επικείμενη συζήτηση του Κυπριακού Ζητήματος στον ΟΗΕ (Δεκέμβριος 1958). Η ελληνική κυβέρνηση και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος άσκησαν πιέσεις στην ηγεσία του ένοπλου ενωτικού κινήματος να κηρύξει εκεχειρία, ώστε να επιτρέψει σε διπλωματικές ενέργειες να ξεδιπλωθούν. Η ΕΟΚΑ, συνεπής στις στρατηγικές αρχές της υποταγής του στρατιωτικού κριτηρίου στο πολιτικό, αποφάσισε να αναστείλει τη δράση της προσωρινά, υπογραμμίζοντας ότι οι ενέργειές της ενόψει της συζήτησης στον ΟΗΕ θα περιορίζονταν σε αντίποινα έπειτα από οποιαδήποτε πλήγματα εναντίον των μελών της. Από την άλλη, οι επιχειρήσεις των Βρετανών εναντίον της οργάνωσης συνεχίστηκαν. Ο κύκλος επιθετικών δραστηριοτήτων της ΕΟΚΑ στην ουσία τερματίστηκε και δεν ανανεώθηκε, εφόσον οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις και η ελληνοτουρκική προσέγγιση στη Ζυρίχη κατέληξαν τον Φεβρουάριο του 1959 στην υπογραφή (από την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Βρετανία) της Συμφωνίας του Λονδίνου μέσω της οποίας η Ενωση ή η διχοτόμηση απαγορεύτηκαν· αντίθετα, προνοήθηκε η ίδρυση μιας νέας κρατικής οντότητας: η Κυπριακή Δημοκρατία.
* Ο δρ Ανδρέας Κάρυος ανήκει στο Συνεργαζόμενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό Ιστορίας της Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου. Έντυπη