Θεοδωράκης και Γλέζος, το σκάνδαλο της αριστερής εικονολατρίας
Tου Αναγνώστη Λασκαράτου, https://roides.wordpress.com
Tου Αναγνώστη Λασκαράτου, https://roides.wordpress.com
ΗΑριστερά
στο βαθμό που ηθελημένα ή αθέλητα είναι σε ένα ποσοστό ένα εύκολο
θρησκευτικής τάξης φαινόμενο Σωτηρίας, που απευθύνεται περισσότερο στα
ένστικτα και στο συναίσθημα και λιγότερο στη γνώση και στη λογική,
επιστράτευσε εικόνες και σύμβολα, πρώτης ή και τρίτης διαλογής. Αν ο
πρώην υπουργός της Ν.Δ. Μ. Θοδωράκης έχει μια μεγάλη καλλιτεχνική αξία
και ανήκει στα πρώτα ο πρώην ευρωβουλευτής και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Μ.
Γλέζος δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα, όλος ο μύθος του βασίζεται σε
έναν ηρωϊσμό (μικρό μπροστά σε αυτόν χιλιάδων συντρόφων του που
ξεχάστηκαν, πολλοί χάνοντας και τη ζωή τους), που πήρε σχεδόν μεταφυσική
διάσταση από τη στιγμή που σχετίστηκε με το φετίχ της σημαίας.
Όμως κι εδώ θα δούμε τη συλλογική υποκρισία, γιατί το ίδιο κατόρθωμα έκανε και ο Λάκης Σάντας, που δεν απολαυσε ούτε χιλιοστό των τιμών και των οικονομικών απολαβών (βουλευτικές αποζημιώσεις) που εισέπραξε ο Γλέζος. Ο Θεοδωράκης και ο Γλέζος είναι οι κλασσικές περιπτώσεις εγωκεντρικών ανθρώπων, που το γήρας διογκώνει ανεξέλεγκτα πια τον εγωϊσμό τους και τους γεμίζει με ένα τοξικό αίσθημα ότι οι άλλοι δεν τους αγαπούν, δεν τους προσέχουν, δεν τους συμβουλεύονται, δεν τους τιμούν όσο τους αξίζει. Η περίπτωσή τους εμπίπτει καθαρά στην αρμοδιότητα της Ψυχανάλυσης αλλά στην εικονόδουλη Ελλάδα και οι πιο προβληματικές καταστάσεις της δημοσιότητας εκλαμβάνονται ως σοβαρές. Καθόλου τυχαία και οι δυό τους στράφηκαν, με τον τρόπο τους, σε πτυχές της θρησκείας και στο έθνος για να απευθυνθούν πειστικά στους υποκριτές και στο αφελές ακροατήριο που συγκινείται με τα παραμύθια και με τους ήρωες. Υποσυνείδητα ξέρουν πως οι σοβαροί δεν θα τους δώσουν ποτέ τη σημασία που θέλουν.
Όμως κι εδώ θα δούμε τη συλλογική υποκρισία, γιατί το ίδιο κατόρθωμα έκανε και ο Λάκης Σάντας, που δεν απολαυσε ούτε χιλιοστό των τιμών και των οικονομικών απολαβών (βουλευτικές αποζημιώσεις) που εισέπραξε ο Γλέζος. Ο Θεοδωράκης και ο Γλέζος είναι οι κλασσικές περιπτώσεις εγωκεντρικών ανθρώπων, που το γήρας διογκώνει ανεξέλεγκτα πια τον εγωϊσμό τους και τους γεμίζει με ένα τοξικό αίσθημα ότι οι άλλοι δεν τους αγαπούν, δεν τους προσέχουν, δεν τους συμβουλεύονται, δεν τους τιμούν όσο τους αξίζει. Η περίπτωσή τους εμπίπτει καθαρά στην αρμοδιότητα της Ψυχανάλυσης αλλά στην εικονόδουλη Ελλάδα και οι πιο προβληματικές καταστάσεις της δημοσιότητας εκλαμβάνονται ως σοβαρές. Καθόλου τυχαία και οι δυό τους στράφηκαν, με τον τρόπο τους, σε πτυχές της θρησκείας και στο έθνος για να απευθυνθούν πειστικά στους υποκριτές και στο αφελές ακροατήριο που συγκινείται με τα παραμύθια και με τους ήρωες. Υποσυνείδητα ξέρουν πως οι σοβαροί δεν θα τους δώσουν ποτέ τη σημασία που θέλουν.
Πανικόβλητος ο κ.
Τσίπρας έτρεξε να τον εξευμενίσει με μια δημόσια επίσκεψη από την οποία
μεταδόθηκαν γελοίες κοινοτοπίες, υπολογίζοντας πως θα τον τούμπαρε πολύ
εύκολα, αφού έτσι ο ξεχασμένος μουσικοσυνθέτης αναγορεύτηκε σε σοφό
Γέροντα της Δημοκρατίας, σε μια ιερή αγελάδα όπου ο πρωθυπουργός πρέπει
να δίνει εξηγήσεις. Όμως ο πονηρός γέρος ξέροντας πως έρχονται θύελλες
για το ΣΥΡΙΖΑ, προτίμησε τελικά να προσχωρήσει γι’αυτή τη σαιζόν στη
γραμμή αντίστασης του ΚΚΕ. Νομίζω πως το θέατρο είναι ο κατ’εξοχήν
προνομιακός χώρος άσκησης πολιτικής από την Αριστερά και οι παραστάσεις
δεν τελειώνουν με κλασσικό ρεπερτόριο Καισαριανή και Μίκη, ή με τις
προχωρημένες παραστάσεις Βαρουφάκη, θα δούμε ακόμη πολλά.
Από τα δυο ιερά ξόανα, χειρότερος μακράν
είναι ο Γλέζος, μια κατά φαντασίαν της καρικατούρα του Κολοκοτρώνη, που
ως ενεργός πολιτικός έχει προβεί σε δεκάδες απίστευτα δημαγωγικές και
εντυπωσιοθηρικές δηλώσεις της πιο απίθανης θεματολογίας, που συχνά
έχουμε εκθέσει, με επιδίωξη την ανάδειξή του σε πρόσωπο πάνδημης
αποδοχής από τη ναζιστική δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά, με μόνιμα
χαρακτηριστικά τον εντυπωσιασμό, την αυτοπροβολή, το ψέμα, την υποκρισία
και μια ισχυρή δόση υποτιθέμενου πατριωτισμού, που αγγίζει και τον
εθνικισμό, υποδαυλίζοντας μίσος κατά της Γερμανίας αλλά και κατά της
ΠΓΔΜ και της Τουρκίας παλιότερα, ενώ δεν έχει ντραπεί να τιμήσει
ανθρώπους του πολιτικού υπόκοσμου όπως ο Μιλόσεβιτς ή ο Χότζα ή να
υμνήσει με τις γνωστές του ψευτιές ακόμη και τον φιλοχρυσαυγίτη
αρχιεπίσκοπο Κύπρου. Διαρρηγνύει τα ιμάτιά του για τις γερμανικές
αποζημιώσεις. Ταυτόχρονα όμως όχι μόνο ξεχνάει πως και η Ελλάδα είχε
καταδικαστεί με το άρθρο 59 της συνθήκης της Λωζάννης για εγκλήματα
πολέμου στη Τουρκία (και με αποζημιώσεις από τις οποίες συμφώνησε με
ανταλλάγματα να παραιτηθεί η Άγκυρα), αλλά ζητάει στη Βουλή (14.9.2012)
και μαθήματα μίσους στα σχολεία κατά των Τούρκων για το 1922.
Τώρα,
προσπάθησε να βγάλει τον εαυτό του έξω από το κάδρο της κατάρρευσης της
υποτιθέμενης αμετακίνητης αντιμνημονιακότητας της κυβέρνησης αυτής, η
οποία ακολουθεί μοιραία και αναγκαστικά, έστω και με καλύτερη σκηνική
παρουσία, την πεπατημένη των προηγούμενων και πίνει το πικρό ποτήρι μιας
τραγικής πραγματικότητας, για την οποία έχει ασφαλώς πολύ λιγότερες
ευθύνες από τους προκατόχους της και από τη μεγάλη πλειοψηφία των
σημερινών «αγανακτισμένων» ψηφοφόρων της που την καταδίκαζαν μέχρι χτες
στο περιθώριο (Γιούνκερ: «Δεν ήταν οι Γερμανοί που ψήφιζαν 40 χρόνια
ΠΑΣΟΚ και ΝΔ»). Θα έπρεπε να τον επαινέσει κανείς που γκρέμισε το
θεατρικό success story των Τσίπρα-Βαρουφάκη, αν δεν το έκανε αμυνόμενος,
δημαγωγικά και συνειδητά φαρισαϊκά, μιας καταστροφικής
‘αντιμνημονιακής’ συνέπειας.
Νομίζω
πως και οι δυο αυτές προσωπικότητες, που πολλών δ᾽ ανθρώπων είδον
κόμματα και νόον ούκ έγνωσαν, αποδεικνύουν το μάταιο και επιβλαβές της
προσωπολατρίας, μιας τακτικής που αναπτύχθηκε πολύ στα κομμουνιστικά
καθεστώτα και επιβιώνει σήμερα στην πιο κωμικοτραγική της μορφή στη
Β.Κορέα.
Οι περισσότεροι ηγέτες και ήρωες
παραλογίζονται από την πολύ δόξα και καταντούν θλιβερές καρικατούρες που
προσπαθούν να διαιωνίσουν το μύθο τους, μη αρκούμενοι σε όσα η
σεμνότητά τους και η ευγνωμοσύνη των καλών ανθρώπων τους εξασφαλίζει.
Ελάχιστοι διαθέτουν το ηθικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο να αντισταθούν στον
πειρασμό της γελοιότητας και να κρατήσουν το μέτρο. Μια ματιά στα
θλιβερά σοβιετικά γεροντάκια των μαυρόασπρων φωτογραφιών μιας πεθαμένης
εποχής, που της άρεσε να αναδεικνύει ‘υπερανθρώπους’ ως πρότυπα,
φορτωμένα με δυσανάλογα με το μπόι τους παράσιμα διαφόρων πραγματικών ή
επινοημένων ηρωϊσμών, δείχνει πόσο κοντά μπορεί να βρεθεί το μεγαλείο με
την αθλιότητα. Στην οικουμενική ελληνική μας παράδοση ο Ευριπίδης, ο
από σκηνής φιλόσοφος, είχε τη σοφία να κατεβάζει τους ήρωες από το βάθρο
του έπους, και να τους παρουσιάζει σαν καθημερινούς ανθρώπους. Στην
«Ελένη», ο βασιλιάς Μενέλαος κλαίγεται μπροστά σε μια γριά υπηρέτρια και
λέει το περίφημο «δεινής ανάγκης ουδέν ισχύειν πλέον».
Ο αιώνιος έφηβος
Γλέζος όμως, δεν λέει να κατεβεί από τη σκηνή, προτού γελοιοποιηθεί
ολότελα. Ορθώνεται ακόμη στο δικό του βάθρο από το οποίο κανείς δεν
βρίσκεται εικονοκλάστης, στην αθεράπευτα εικονολατρική Ψωροκώσταινα, να
πάρει την πρωτοβουλία να αποκαθηλώσει λυτρωτικά τον ήρωα, που έχει
εξαργυρώσει με το παραπάνω τον όποιο ηρωϊσμό του, με τιμές, με αξιώματα,
με δόξα και με κάθε λογής βουλευτικά προνόμια κι αν δεν κάνω λάθος (που
δεν κάνω) μέχρι και ελικόπτερο επιστρατεύτηκε για να μεταφέρει τον
κήρυκα της «άμεσης Δημοκρατίας» στην κηδεία του αμείλικτου δυνάστη
Χότζα. Γέρασε κι όμως δεν κατάφερε να αποκτήσει ούτε τη στόφα του
κλασικού ούτε το ήθος του Νέστορα. Αυτοί που κολακεύουν το Γλέζο, που η
ασυγκράτητη ματαιοδοξία του τον εξόρισε στα στερνά του στις αφιλόξενες
για το είδος του Βρυξέλλες και αποφεύγουν να τον επικρίνουν, του έκαναν
μέχρι προχτές μεγάλο κακό. Τώρα ανακαλύπτουν πως βλάπτουν έτσι και τον
εαυτό τους.
Η ζωή και η πραγματικότητα εκδικούνται κάθε υπερβολή και οι
δυο γέροι που σαν κακομαθημένα παιδιά που δεν τα δέχονται στο παιχνίδι,
κατηγορούν εκ του ασφαλούς τον πρωθυπουργό που και ο δικός τους
μικρόκοσμος ανάθρεψε, τώρα που αυτός αναγκάστηκε να περιορίσει τα
ψέματα, το θράσος και τον τυχοδιωκτισμό του, πως δεν έριξε τη χώρα στο
γκρεμό, πως δεν συγκρούστηκε κατά μέτωπο με τη λογική, πως δεν αναβίωσε
το έπος της Εθνικής Αντίστασης, αντί να προτείνουν κάτι εφικτό, όπως την
πραγματική φορολόγηση της Εκκλησίας και την πληρωμή των κληρικών της
από τα απέραντα θησαυροφυλάκιά της, αυτά τα μέτρα δηλαδή που σύσσωμοι οι
πολίτες εγκρίνουν και που όμως αυτός ακόμη και τώρα αρνείται, δέσμιος
των συναλλαγών του με ζάπλουτους δεσποτάδες και ακροδεξιούς καλόγερους.
Νομίζω πως θα πρέπει να το πάρουν απόφαση πως δεν έχουν το δικαίωμα να
θέλουν να επηρεάζουν ένα μέλλον που δεν τους ανήκει και να καταστρέψουν
ένα παρόν που τους εξασφαλίζει πλουσιοπάροχη καλοπέραση, όταν οι
περισσότεροι επιζώντες συνομήλικοί τους στερούνται και τα στοιχειώδη,
όταν το νήμα της ζωής της Παναγιώτας Σταθοπούλου (πόσοι την ξέρουν
σήμερα;) κόπηκε τόσο νωρίς.