Γράφει:
Θανάσης Γκότοβος Το γερμανικό βέτο στην Ευρωζώνη, και την Ευρώπη γενικά, μπορεί
να το δει κανείς με πολλούς τρόπους. Θετικά, για όσους θαυμάζουν την
ισχύ της γερμανικής ελίτ και εύχονται την πλήρη επικράτησή της στην
Ευρώπη. Μοιρολατρικά, για όσους είναι «ρεαλιστές» με ολίγη κοτσαμπάσικη
νοοτροπία, διότι ρεαλισμός που δεν προωθεί τις «ημέτερες» υποθέσεις,
είναι αντιπαραγωγικός. Κριτικά (έως και πολεμικά), για όσους είχαν
φανταστεί μια άλλη Ευρώπη, η οποία κατέρρευσε με το τείχος του
Βερολίνου, και μάλιστα με …κομμουνιστικό δάκτυλο.Η διαφοροποίηση των στάσεων των Ελλήνων απέναντι στη γερμανική ισχύ
δεν είναι κάτι νέο. Απλώς η κρίση την έβγαλε καθαρά στην επιφάνεια και
μαζί της έβγαλε τις αμοιβαίες εμμονές και τις μνήμες. Πολλοί απορούν
γιατί τόση εμμονή των Ελλήνων με το ελληνογερμανικό παρελθόν. Πέρασαν,
λένε, πάνω από εβδομήντα χρόνια από την κατοχή. Τι νόημα έχει
κάθε χρόνο να οργανώνονται εκατοντάδες εκδηλώσεις μνήμης σε μαρτυρικούς
τόπους, όπως τα Καλάβρυτα, το Δίστομο, την Κλεισούρα, το Κομμένο και σε
πολλά άλλα μέρη, στις οποίες καλλιεργείται η μνήμη για τα γεγονότα της
κατοχής; Γιατί να φέρνουμε κάθε χρόνο τόσες φορές τη σύμμαχο χώρα και τους αξιωματούχους της σε δύσκολη θέση; Γιατί να θυμίζουμε τα περασμένα, σαν να ήταν χθεσινά και σημερινά; Δεν πρέπει
κάποτε να τραβήξουμε μια γραμμή με το παρελθόν; Δεν πρέπει να αλλάξουμε
σελίδα; Να αφήσουμε το παρελθόν για τους ιστορικούς και οι υπόλοιποι να
ασχοληθούμε με το παρόν και το μέλλον;
Η απάντηση είναι ότι οι μνήμες τρέφονται από τις εκκρεμότητες. Και όσο υπάρχουν τέτοιες, το παρελθόν δεν μπορεί να γίνει μουσειακό είδος. Το ελληνογερμανικό παρελθόν δεν μπορεί ακόμη να γίνει ιστορία, γιατί μπαίνει έντονα μέσα στο παρόν. Ποιες είναι, όμως, αυτές οι εκκρεμότητες;
Η πρώτη είναι καθαρά παιδευτική: είναι χρέος κάθε Έλληνα να γνωρίζει τι συνέβη στη χώρα του από το 1940 μέχρι το 1945 και ποιο ρόλο έπαιξε το γερμανικό κράτος με τα όργανά του σε όσα συνέβησαν τότε. Και δεν ήταν λίγα. Εισβολή και κατοχή της χώρας, λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών της πηγών, πρόκληση πείνας, δολοφονίες αμάχων, καταστροφή υποδομών, πρόκληση εμφυλίου, απαγωγή και θανάτωση δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων πολιτών εβραϊκού θρησκεύματος. Και μόνο για το τελευταίο – ότι δηλαδή το κατώφλι των θαλάμων αερίων που είχε σχεδιάσει το τότε γερμανικό κράτος – και όχι κάποιοι ναζί που είχαν έρθει από το φεγγάρι – πέρασαν πάνω από 60.000 Έλληνες, θα έπρεπε να κάνει τους σημερινούς Γερμανούς αξιωματούχους να είναι τόσο προσεκτικοί όταν μιλούν για την Ελλάδα, όσο είναι και όταν μιλούν για το Ισραήλ. Και όμως δεν είναι. Οι ελληνικές κυβερνήσεις ουδέποτε μέχρι τώρα το απαίτησαν. Διότι όταν εξαρτάσαι, δεν μπορείς ταυτόχρονα να απαιτείς.
Η δεύτερη εκκρεμότητα είναι τι έγινε με τους Γερμανούς εγκληματίες πολέμου που έδρασαν στην Ελλάδα επί κατοχής. Από το 1945 μέχρι το 1960 παράγοντες του ελληνικού κράτους (κυρίως δικαστικοί, λιγότερο πολιτικοί) πίεζαν για διώξεις των Γερμανών εγκληματιών πολέμου. Η τακτική της γερμανικής πλευράς ήταν διπλή: μετάθεση του ζητήματος για αργότερα (μέχρι να επέλθει η παραγραφή των αδικημάτων) και παιχνίδι με τα δάνεια, τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων και το άνοιγμα της μετανάστευσης σε μια χώρα καθημαγμένη από τον εμφύλιο. Από το 1960 και μετά η αρμοδιότητα για τις διώξεις των Γερμανών εγκληματιών πολέμου, με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, μεταφέρθηκε στις γερμανικές δικαστικές αρχές. Η γερμανική δικαιοσύνη δεν έστειλε ούτε έναν κατηγορούμενο εγκληματία πολέμου από αυτούς που ζητούσε η Ελλάδα στο ακροατήριο. Όλες οι ανακρίσεις – και ήταν εκατοντάδες – σταμάτησαν πριν από την απαγγελία κατηγορίας, κανείς δεν θεωρήθηκε ύποπτος από τους ανακριτές.
Μερικοί δεν εντοπίστηκαν ποτέ, άλλοι, όπως ο Μαξ Μέρτεν, πρώτα δικάστηκαν στην Ελλάδα και μετά αθωώθηκαν στη Γερμανία, οι υπόλοιποι θεωρήθηκε ότι έκαναν πταίσματα που είχαν ήδη παραγραφεί, ενώ για τους περισσότερους οι ανακριτές αποφάνθηκαν ότι δολοφονούσαν νόμιμα, με βάση το τότε δίκαιο του πολέμου, άρα δεν είχαν ταπεινά κίνητρα για τα εγκλήματά τους. Όλη η περίοδος από το 1960 μέχρι σήμερα – οι τελευταίες ανακρίσεις πριν λίγα χρόνια αφορούσαν την περίπτωση του Κομμένου – υπήρξε μια πελώρια φάρσα δήθεν κάθαρσης με πρωταγωνιστές όργανα της γερμανικής Δκαιοσύνης. Οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 1960 είχαν ήδη παραιτηθεί από την υπόθεση και δεν ενδιαφέρθηκαν ούτε καν για τα αποτελέσματα των ανακρίσεων.
Τρίτη εκκρεμότητα, οι αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο. Πάνω στα δύο αυτά θέματα έχουν γραφεί τόσα πολλά, που δεν έχει νόημα εδώ να μνημονευθούν επιχειρήματα. Πάντως δεν είναι ορθό ότι οι ελληνικές κυβερνήσει είχαν παραιτηθεί από τις αξιώσεις και για τα δύο. Αυτό που ενοχλεί είναι ο τρόπος που τα έθεταν μέχρι τώρα και ειδικά κατά την περίοδο της γερμανικής επανένωσης.
Τέταρτη εκκρεμότητα, ίσως η μητέρα όλων των εκκρεμοτήτων που φέρνει το παρελθόν στην επιφάνεια: η καταστροφή της χώρας μέσα από την επιβολή μέτρων που ονομάζονται «πακέτα σωτηρίας», και στην ουσία είναι πακέτα συμφοράς, με γερμανική πρωτοβουλία. Φυσικά η καταστροφή δεν προήλθε μόνο από τη θεραπευτική συνταγή, αλλά από όσους έσπρωξαν τη χώρα στην εντατική, και αυτοί έχουν ονοματεπώνυμο. Το πείραμα με τους Έλληνες δεν ανέτρεψε μόνο το πολιτικό σκηνικό στη χώρα, αλλά ταυτόχρονα ενεργοποίησε τα φαντάσματα του παρελθόντος και τα ξανάφερε στην επιφάνεια. Οι μνήμες έγιναν παρόν. Και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο απασχολούν, και θα απασχολήσουν ακόμη περισσότερο στο μέλλον, τη γερμανική κοινή γνώμη. Είναι αναπόφευκτο.
Οι επίσημες ελληνογερμανικές σχέσεις βρίσκονται σήμερα στο χειρότερο σημείο που ήταν ποτέ μετά το 1945. Ευτυχώς, όχι οι ανεπίσημες. Διότι δεν σκέφτονται όλοι οι Γερμανοί πολίτες όπως η ηγεσία τους, αν και θα ευχόταν κανείς μια πιο κριτική διάθεση από την πλευρά τους απέναντι στις ηγεσίες αυτές. Η ίδια η γερμανική ιστορία δείχνει ότι η απόλυτη ταύτιση του πολίτη με την ηγεσία μιας χώρας που αναζητά ευρωπαϊκή ηγεμονία με επιθετικό τρόπο μπορεί να αποβεί καταστροφική.
Πότε και πώς θα ομαλοποιηθούν οι ελληνογερμανικές σχέσεις είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς. Το γερμανικό βέτο για τα ελληνικά ζητήματα θα συνεχίσει να υπάρχει, όπως και η ελληνική αντίσταση σ’ αυτό. Με άλλα λόγια, οι Έλληνες θα μπορούν να ψηφίζουν δημοκρατικά και η γερμανική ηγεσία θα μπορεί να αγνοεί τη βούληση του ελληνικού λαού, διότι δεν είναι συμβατή με τους «κανόνες». Ακόμη και αν η τελευταία συνθλιβεί, οι ελληνογερμανικές σχέσεις δεν θα γίνουν καλύτερες. Μέχρι να βρεθεί, ένας νέος ελληνογερμανικός συμβιβασμός – κάτι που θα εξαρτηθεί κυρίως από άλλες ευρωπαϊκές εξελίξεις – θα υπάρχουν στον δημόσιο λόγο δύο αφηγήσεις για το παρελθόν και το παρόν: η ελληνική, η αφήγηση των εξαρτημένων, και η γερμανική, η αφήγηση των ισχυρών. Οι ηγεσίες της Ελλάδας μέχρι τώρα απέφευγαν να προβάλλουν την ελληνική, για ποικίλους λόγους. Η νέα πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να παραιτηθεί από την προβολή της ελληνικής αφήγησης για το παρελθόν και κυρίως για το παρόν.
Το ελληνογερμανικό παρελθόν, όμως, θα σταματήσει να επηρεάζει το ελληνογερμανικό παρόν μόνο όταν η γερμανική ηγεσία πάψει να προσποιείται άγνοια γι αυτό, δηλαδή μόλις πάρει την απόφαση να το αναγνωρίσει επίσημα και να το δεχθεί ως μέρος της ιστορίας της χώρας.