Ηταν και τότε Χριστούγεννα. Οταν
το 2004 μάθαμε τη λέξη τσουνάμι, όχι σαν ένα λήμμα στο λεξικό, αλλά σαν
μια πραγματικότητα που δεν καταφέρναμε να συλλάβουμε την αγριότητά της.
Μια σύμπτωση της τύχης το έφερε να αφορά εμένα και τους δικούς μου λίγο
πιο πολύ από την πλειονότητα της κοινωνίας μας. Η Κέραλα, νοτιότατο
άκρο της ινδικής υποηπείρου και μήτρα των θεατρικών τεχνών της Ινδίας,
όπου είχαμε περάσει ενάμιση αξέχαστο μήνα δουλειάς και φιλίας, ήταν μια
από τις πληγείσες περιοχές. Περάσαμε ώρες στο τηλέφωνο προσπαθώντας να
μάθουμε αν οι φίλοι μας ζουν. Αδικα. Ο θεός της θάλασσας, που οι Ινδοί
δεν τον εμπιστεύονται διόλου, είχε κόψει τις επικοινωνίες.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, η αστυνομία της Ταϊτής εξέθεσε σε δημόσια θέα κάποια από τα αντικείμενα των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που χάθηκαν στη Νοτιοανατολική Ασία. Ρολόγια που πάγωσαν την ώρα της καταστροφής, όπως αυτά της Χιροσίμα, όπως τα λιωμένα ρολόγια του Νταλί. Κινητά που δεν πρόλαβαν να μεταδώσουν κανένα SOS. Μικρά αγαλματίδια θεών του ινδουισμού που δεν πρόλαβαν είτε δεν μπόρεσαν να σώσουν τους πιστούς τους, που ίσως δεν είχαν χρόνο να αναπέμψουν μια τελευταία «μάντρα». Αντικείμενα, άλλοτε χρήσιμα ή και πολύτιμα, που οι κάτοχοί τους δεν πρόκειται να γυρίσουν για να τα ζητήσουν.
Περιμένουμε τον θάνατο κάποιου για να ψελλίσουμε συμβατικά και αμήχανα, καταπίνοντας ίσως αντιπάθειες και μνησικακίες που ακόμα μένουν ζωντανές, ότι ο αποθανών δεδικαίωται. Οπως περιμένουμε τη γιορτή της γέννησης, τα Χριστούγεννα, για να επιβεβαιώσουμε, κάτω από το ηλεκτρικό φως του άστρου που ανάβει ο δήμος στην πλαστική φάτνη της Βηθλεέμ, την προσήλωσή μας στην ειρήνη και στην εν ανθρώποις ευλογία.
Την προσήλωσή μας στην αγάπη. Ξεχνώντας τον σαρκαστικό πατέρα της ψυχανάλυσης, τον Φρόιντ, που είχε πει ότι ονειρεύεται μια γαλήνια ζωή στην αγαπημένη του θέση στο γραφείο του, με το παράθυρο ανοιχτό να βλέπει σε ένα ειδυλλιακό τοπίο και σε ένα θαλερό δέντρο με όλους τους εχθρούς του κρεμασμένους στα κλαδιά. Η αγάπη δεν είναι το αυτονόητο. Ακόμα και για όσους αναλαμβάνουν να αγαπούν τον πλησίον τους ως εαυτούς. Για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν εγγυάται ότι αγαπάμε τον εαυτό μας.
Σκέφτομαι αυτούς τους νεκρούς από το τσουνάμι που αποφάσισαν να μας στείλουν χριστουγεννιάτικα τα αντικείμενα που εδώ και δέκα χρόνια δεν έχουν πια γι’ αυτούς την παραμικρή σημασία. Οχι σαν κοινωνικό φαινόμενο, ούτε καν σαν τεκμήριο μιας οικολογικής καταστροφής, που, όντως, δεν αποκλείεται να οφείλεται στο ότι η θηριωδία μας μεταβάλλει όλο και περισσότερο τη μάνα φύση σε φονική μητριά. Αλλά σαν βουβό και εύγλωττο μήνυμα του πόσο είναι πολύτιμη αυτή η ευάλωτη, η γελοία και όμως μοναδική και ανεπανάληπτη ζωή. Αν μπορεί να πηγάσει από κάπου η αγάπη είναι ίσως από αυτή τη σύλληψη του γελοίου, του απόλυτα εφήμερου μαζί και πολύτιμου της ζωής των βουβών συνομιλητών μας της Ταϊτής, της ζωής μας. Ξεβρασμένα αντικείμενα, ναυαγισμένα σχέδια και λόγια που ήρθαν Χριστούγεννα να μας πουν ότι τα πάθη μας είναι ένα τίποτε και άρα το ενδεχόμενο της αγάπης, του μόνου δυνατού θαύματος, μένει αβέβαιο αλλά ανοιχτό.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, η αστυνομία της Ταϊτής εξέθεσε σε δημόσια θέα κάποια από τα αντικείμενα των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που χάθηκαν στη Νοτιοανατολική Ασία. Ρολόγια που πάγωσαν την ώρα της καταστροφής, όπως αυτά της Χιροσίμα, όπως τα λιωμένα ρολόγια του Νταλί. Κινητά που δεν πρόλαβαν να μεταδώσουν κανένα SOS. Μικρά αγαλματίδια θεών του ινδουισμού που δεν πρόλαβαν είτε δεν μπόρεσαν να σώσουν τους πιστούς τους, που ίσως δεν είχαν χρόνο να αναπέμψουν μια τελευταία «μάντρα». Αντικείμενα, άλλοτε χρήσιμα ή και πολύτιμα, που οι κάτοχοί τους δεν πρόκειται να γυρίσουν για να τα ζητήσουν.
Περιμένουμε τον θάνατο κάποιου για να ψελλίσουμε συμβατικά και αμήχανα, καταπίνοντας ίσως αντιπάθειες και μνησικακίες που ακόμα μένουν ζωντανές, ότι ο αποθανών δεδικαίωται. Οπως περιμένουμε τη γιορτή της γέννησης, τα Χριστούγεννα, για να επιβεβαιώσουμε, κάτω από το ηλεκτρικό φως του άστρου που ανάβει ο δήμος στην πλαστική φάτνη της Βηθλεέμ, την προσήλωσή μας στην ειρήνη και στην εν ανθρώποις ευλογία.
Την προσήλωσή μας στην αγάπη. Ξεχνώντας τον σαρκαστικό πατέρα της ψυχανάλυσης, τον Φρόιντ, που είχε πει ότι ονειρεύεται μια γαλήνια ζωή στην αγαπημένη του θέση στο γραφείο του, με το παράθυρο ανοιχτό να βλέπει σε ένα ειδυλλιακό τοπίο και σε ένα θαλερό δέντρο με όλους τους εχθρούς του κρεμασμένους στα κλαδιά. Η αγάπη δεν είναι το αυτονόητο. Ακόμα και για όσους αναλαμβάνουν να αγαπούν τον πλησίον τους ως εαυτούς. Για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν εγγυάται ότι αγαπάμε τον εαυτό μας.
Σκέφτομαι αυτούς τους νεκρούς από το τσουνάμι που αποφάσισαν να μας στείλουν χριστουγεννιάτικα τα αντικείμενα που εδώ και δέκα χρόνια δεν έχουν πια γι’ αυτούς την παραμικρή σημασία. Οχι σαν κοινωνικό φαινόμενο, ούτε καν σαν τεκμήριο μιας οικολογικής καταστροφής, που, όντως, δεν αποκλείεται να οφείλεται στο ότι η θηριωδία μας μεταβάλλει όλο και περισσότερο τη μάνα φύση σε φονική μητριά. Αλλά σαν βουβό και εύγλωττο μήνυμα του πόσο είναι πολύτιμη αυτή η ευάλωτη, η γελοία και όμως μοναδική και ανεπανάληπτη ζωή. Αν μπορεί να πηγάσει από κάπου η αγάπη είναι ίσως από αυτή τη σύλληψη του γελοίου, του απόλυτα εφήμερου μαζί και πολύτιμου της ζωής των βουβών συνομιλητών μας της Ταϊτής, της ζωής μας. Ξεβρασμένα αντικείμενα, ναυαγισμένα σχέδια και λόγια που ήρθαν Χριστούγεννα να μας πουν ότι τα πάθη μας είναι ένα τίποτε και άρα το ενδεχόμενο της αγάπης, του μόνου δυνατού θαύματος, μένει αβέβαιο αλλά ανοιχτό.