Η πρόταση για την εθνικότητα ακούγεται μάλλον λογική, δεν δείχνει να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην ελληνική πλευρά, ενώ δυσκολεύεται κανείς να διακρίνει κάποια άλλη λύση που θα προέκυπτε από την προτεινόμενη ονομασία της χώρας. Ωστόσο, σε περίπτωση που προχωρούσαν με επιτυχία οι διαπραγματεύσεις, σοβαρό πρόβλημα μπορεί να δημιουργήσει η θέση του κ. Γκρούεφσκι περί δημοψηφίσματος για αποδοχή τυχόν λύσης από τον λαό της ΠΓΔΜ. Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η διαδικασία επικύρωσης θα είναι ίδια και στις δύο χώρες (κατά προτίμηση επικύρωση από τα Κοινοβούλια).
Συνολικά, πρόκειται για μια πρόταση που σε γενικές γραμμές απαντά στις ελληνικές ανησυχίες όσο ικανοποιητικά επιτρέπει η ιδιαιτερότητα του προβλήματος. Θα επέτρεπε, δε, στην Ελλάδα να αφήσει πίσω της ένα πρόβλημα για το οποίο ξοδέψαμε σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο τα τελευταία 23 χρόνια και να αναπτύξει περαιτέρω τις σχέσεις της με μια χώρα που ανήκει στον χώρο οικονομικής επιρροής της χώρας μας. Στις άμεσες κινήσεις μετά μια συμφωνία θα περιλαμβάνονταν η ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ, η προσφορά τόσο τεχνικής βοήθειας όσο και πολιτικής στήριξης για την πρόοδο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. και η κατασκευή ενός διασυνδετηρίου αγωγού φυσικού αερίου.
Το πιθανότερο σενάριο είναι, πάντως, ότι το ζήτημα θα παραμείνει ανοιχτό και θα συνεχίσει να αποτελεί μια τροχοπέδη για την ελληνική βαλκανική πολιτική, ενώ οι πιέσεις σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ προς τη χώρα μας σταδιακά θα αυξάνονται (αν και για το άμεσο μέλλον θα παραμείνουν διαχειρίσιμες). Πάντως, η ύπαρξη μιας τέτοιας πρότασης, που κινείται πολύ κοντά στις ελληνικές διαπραγματευτικές θέσεις, θα αποτελούσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για μια συναινετική προσέγγιση του θέματος από την ελληνική κυβέρνηση (ή τουλάχιστον μεγάλο μέρος της) και την αξιωματική αντιπολίτευση. Αλλά η κοντόφθαλμη πολιτική Γκρούεφσκι –παρά την υπεύθυνη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και των αλβανικών κομμάτων στα Σκόπια– μάλλον θα επιτρέψει στον πολιτικό μας κόσμο να αποφύγει τη λήψη επώδυνων αποφάσεων σε μια εποχή που η εξωτερική πολιτική συνεχίζει να αποτελεί ζήτημα χαμηλής προτεραιότητας.
* Ο κ. Θάνος Ντόκος είναι γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.