29 Νοεμβρίου 2014

Ο Πάπας και ο Σουλτάνος

Του Κώστα Ράπτη

Κάθε επίσκεψη Ρωμαίου Ποντίφικα στην γείτονα Τουρκία συνιστά πραγματική “διέλευση ναρκοπεδίου” σε πολιτικό, θρησκευτικό και σημειολογικό επίπεδο.
Ο λόγος απλός: η χώρα του Kemal Ataturk ακολουθεί ένα αυστηρό μοντέλο κοσμικότητας – που όμως κάθε άλλο παρά συνιστά αυθεντική διάκριση κράτους και θρησκείας. Από τη μία, η πανίσχυρη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet) παρά τω πρωθυπουργώ, με προϋπολογισμό μεγαλύτερο από πολλών υπουργείων, ασκεί ασφυκτικό κυβερνητικό έλεγχο στο κυρίαρχο δόγμα, συντάσσοντας ακόμη και το κήρυγμα της Παρασκευής για όλα τα τεμένη της χώρας. Από την άλλη, η μουσουλμανική πίστη προϋποτίθεται σιωπηρά ότι ορίζει τον γνήσιο Τούρκο και οι μειονότητες αντιμετωπίζονται ως “εσωτερικός εχθρός” και “πολίτες β΄ κατηγορίας”.

Ωστόσο, είναι η παρουσία ακριβώς τέτοιων μειονοτήτων, της ελληνορθόδοξης και της ρωμαιοκαθολικής (η δεύτερη χωρίς καν τις όποιες εγγυήσεις αναγνώρισης προσφέρει η Συνθήκη της Λωζάνης), καθώς και ενός θεσμού πολύ παλαιότερου της σύγχρονης Τουρκίας, ήτοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που έχει οδηγήσει στην Τουρκία τα βήματα κάθε Πάπα μετά τη δεκαετία του ΄60. Όμως το γεγονός ότι ο Επίσκοπος Ρώμης διαθέτει και ιδιότητα αρχηγού κράτους επιβάλλει οι επαφές αυτού του είδους να πραγματοποιούνται ως επίσημες επισκέψεις στην Τουρκική Δημοκρατία. Κάθε φορά, με μεγαλύτερες ή μικρότερες “περιπέτειες”. Έτσι, η αυθόρμητη κίνηση του Πάπα Παύλου Στ΄ το 1967 να προσευχηθεί γονυπετής, όταν οδηγήθηκε στο εσωτερικό της Αγίας Σοφίας προκάλεσε έως και διαδηλώσεις Τούρκων εθνικιστών που θεώρησαν ότι κατ΄ αυτό τον τρόπο αμφισβητήθηκε η κεμαλική παρακαταθήκη της μετατροπής του μνημείου σε μουσείο.

Η επίσκεψη του Ιωάννη-Παύλου Στ΄ στο Φανάρι το 1979 (οπότε και αποφασίσθηκε η επίσημη έναρξη διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών) δεν κατέστη δυνατόν να ανταποδοθεί παρά με καθυστέρηση οκτώ ετών, όταν οι τουρκικές αρχές επέτρεψαν τις διεθνείς περιοδείες στον Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο. Ενδιαμέσως, ο κατά κόσμον Karol Woityla, παρ΄ολίγον να πέσει θύμα της δολοφονικής απόπειρας του Τούρκου ακροδεξιού Mehmet Ali Agca στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου το 1981...


Η επίσκεψη του Βενέδικτου Ιστ΄ το 2006, πάλι, πραγματοποιήθηκε στον άμεσο απόηχο μιας μεγάλης παπικής γκάφας: της διάλεξης του Regensburg, όπου ο Γερμανός Ποντίφηκας φάνηκε να ταυτίζει το Ισλάμ με τη βία, ξεσηκώνοντας εντονότατες αντιδράσεις στον ισλαμικό κόσμο. Σε αυτό το φόντο, ο κατά κόσμον Joseph Ratzinger υποχρεώθηκε να πλειοδοτήσει σε κινήσεις φιλοφροσύνης: επισκέφθηκε, πρώτος Πάπας στην Ιστορία, το Μπλε Τζαμί, όπου ο ιμάμης τον προσκάλεσε αιφνιδιαστικά σε κοινή προσευχή προς την κατεύθυνση της Μέκκας. (Εκ των υστέρων δηλώθηκε από το Βατικανό ότι επρόκειτο απλώς για μια “στιγμή περισυλλογής”...).

 

Ο Πάπας Φραγκίσκος, πάλι, δεν αποτελεί πρόσωπο που έχει “κατακτήσει τις καρδιές” της τουρκικής ηγεσίας – ιδίως μετά τις “προσωπικές” δηλώσεις του ότι η Σφαγή των Αρμενίων αποτελεί την “πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα”.
 

Προερχόμενος από την Αργεντινή με το ισχυρό αρμενικό στοιχείο, ο κατά κόσμον Jorge Mario Bergoglio γνωρίζει καλά για τι μιλά – και έχει προαναγγείλει την τέλεση λειτουργίας εις μνήμην των θυμάτων τον Απρίλιο 2015, οπότε συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την έναρξη της Σφαγής.
Την συγκυρία σημαδεύει επίσης η προέλαση του Ισλαμικού Κράτους μέχρι τα σύνορα της Τουρκίας και το αιματοκύλισμα της Μέσης Ανατολής.

 

Εξ ού, και η τριήμερη επίσκεψη που πραγματοποιεί από την Παρασκευή ο Πάπας στην Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη κινδύνευσε να μην πραγματοποιηθεί, όπως ανέφερε η ιταλική εφημερίδα La Repubblica, αφενός γιατί το “πράσινο φώς” από τις τουρκικές αρχές άργησε να έρθει, αφετέρου διότι οι Τούρκοι διπλωμάτες που είχαν αναλάβει την προετοιμασία του ταξιδιού, ζήτησαν (χωρίς να εισακουσθούν) μέχρι και να έχουν εκ των προτέρων γνώση των ομιλιών που θα εκφωνήσει ο Ποντίφικας.
 

Με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο Πάπας Φραγκίσκος έχει ήδη συναντηθεί άλλες τρεις φορές σε λιγότερο από δύο χρόνια: κατά την ενθρόνισή του (την πρώτη μετά το Σχίσμα στην οποία παρέστη Ορθόδοξος Προκαθήμενος), στην Ιερουσαλήμ τον περασμένο Μάιο (σε μνημόνευση της πεντηκοστής επετείου από την ιστορική συνάντηση του Πάπα Παύλου Στ΄και του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα το 1964) και κατόπιν τον Ιούνιο στην διαθρησκειακή τελετή υπέρ της ειρήνης στη Μέση Ανατολή που πραγματοποιήθηκε στους κήπους του Βατικανού παρουσία των προέδρων του Ισραήλ και της Παλαιστινιακής Αρχής. Ακόμη και για έναν Πάπα από τη Λατινική Αμερική, περιοχή χωρίς ιστορία σημαντικής ορθόδοξης παρουσίας, η προσέγγιση με την Ανατολική Εκκλησία αποτελεί προτεραιότητα – και ο Jorge Mario Bergoglio έχει αρκετές φορές επικαλεστεί ευμενώς το παράδειγμα των Ορθοδόξων για ζητήματα που απασχολούν τον Καθολικισμό, όπως η λειτουργική μεταρρύθμιση ή η ελαστικοποίηση των κανόνων περί γάμου και διαζυγίου.
 

Τα δύσκολα αφορούν τις σχέσεις με τις τουρκικές αρχές – που γέμισαν την ατζέντα της πρώτης ημέρας της παπικής επίσκεψης. Καταφθάνοντας στην Άγκυρα ο Πάπας Φραγκίσκος έσπευσε, κατά το πρωτόκολλο στο Μαυσωλείο του Ataturk όπου απέθεσε στεφάνι, επισκέφθηκε εκτός προγράμματος το παρακείμενο μουσείο και εξέφρασε στο βιβλίο επισκεπτών την ευχή όπως η Τουρκία αποτελεί γέφυρα δύο ηπείρων έτσι και να μεταβληθεί σε χώρο διαλόγου. Η παπική περιβολή ήταν και αυτή οιονεί “κεμαλική”: λευκό παλτό που έκρυβε τον επιστήθιο σταυρό, ώστε η εικόνα του αρχηγού κράτους να προτάσσεται αυτής του θρησκευτικού ηγέτη...

Η επίσημη υποδοχή του υψηλού επισκέπτη έλαβε χώρα, έπειτα από απαίτηση του Tayyip Erdogan, στο Λευκό Ανάκτορο των χιλίων δωματίων – το νέο προεδρικό μέγαρο που μόλις εγκαινιάσθηκε εν μέσω αντιδράσεων οικολογικών και αρχιτεκτονικών φορέων. Η επίσκεψη που απέβλεπε στην έμπρακτη διάψευση του “πολέμου των πολιτισμών”, βρέθηκε να αναδεικνύει τον “πόλεμο των Lifestyle” ανάμεσα στο Πάπα Φραγκίσκο που αρνήθηκε να κατοικήσει στο Αποστολικό Ανάκτορο και τον Τούρκο πρόεδρο των αχαλίνωτων φιλοδοξιών...


Από την προσφώνηση του Erdogan, όπως κατόπιν και του επικεφαλής του Diyanet, Mehmet Gormez κατέστη σαφές ότι, πέραν της καταδίκης της “τρομοκρατίας” (στην οποία συμπεριλαμβάνουν και το PKK) οι Τούρκοι ιθύνοντες επενδύουν στην όλο και πιο ηχηρή καταγγελία της “Ισλαμοφοβικής παράνοιας” – παζαρεύοντας τη συστράτευσή τους στη “συμμαχία των θρησκειών” με την αναγόρευσή τους σε προστάτες του μουσουλμανικού στοιχείου της Ευρώπης. Χαρακτηριστικά, σε συνέντευξή του την παραμονή της παπικής επίσκεψης, ο Gormez ανάφερε ότι οι επιθέσεις εναντίον τζαμιών στη Γερμανία έφθασαν φέτος τις 70 (από 36 πέρσι) και μάλιστα χλεύασε τις έως τώρα συμβολικές πρωτοβουλίες του Πάπα Φραγκίσκου λέγοντας ότι “αυτό το πρόβλημα δεν επιλύεται πλένοντας τα πόδια ενός κοριτσιού ή διοργανώνοντας διαθρησκειακά τουρνουά ποδοσφαίρου”.

 

Στις δύο αντιφωνήσεις τους πάντως, ο Ποντίφικας, πρώτον υπενθύμισε ότι η σημερινή Τουρκία είναι η γενέτειρα του Αποστόλου Παύλου και η γη των Επτά Οικουμενικών Συνόδων και δεύτερον τόνισε ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων των μειονοτήτων (νομικά και στην καθημερινή πρακτική) αποτελεί το θεμέλιο της ειρήνης. Διεκτραγώδησε τα δεινά των “αδελφοκτόνων” πολέμων της Μέσης Ανατολής, ενώ αναγνώρισε το βάρος που έχει επωμισθεί η Τουρκία με την υποδοχή μεγάλου αριθμού προσφύγων. Χαρακτήρισε θεμιτή την προσπάθεια να τερματισθεί δια των όπλων, αλλά πάντα με βάση τις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου (ήτοι με απόφαση του ΟΗΕ) η προέλαση άνομων επιτιθέμενων, ενώ επέμεινε ότι η ρίζα του προβλήματος δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με στρατιωτικά μέσα. Πρόκειται για τοποθέτηση στην οποία η βατικάνεια διπλωματία επιμένει ιδιαίτερα: μάλιστα στην πτήση της επιστροφής από το Στρασβούργο την Τρίτη ο Πάπας δήλωσε ότι η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας μπορεί και να χρησιμοποιηθεί ως “πρόσχημα”, ενώ έκανε λόγο και για “κρατική τρομοκρατία” - αναστατώνοντας τους φίλους του Ισραήλ. Ο δε προκάτοχός του είχε τονίσει τις παραμονές της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ ότι “η έννοια του προληπτικού πολέμου δεν περιλαμβάνεται στην Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας”.


Πηγή: